Τότε ο ένας από τους ηλικιωμένους άρχισε να μιλά για τη σύζυγό του.
Όταν τελείωσε την φράση του, ρώτησε τον άλλο άντρα να του μιλήσει για την δική του γυναίκα. Διαβάστε τη απάντηση του όπως ακριβώς την μετέφερε ο φοιτητής…
Ήμουν 21 χρονών όταν την γνώρισα. Μόλις την είδα να μπαίνει στην αίθουσα το κατάλαβα. Δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσω ποια είναι. Σκέφτηκα «αυτή είναι η γυναίκα μου» ! Τα υπόλοιπα όλα είναι ιστορία.
Αυτή η γυναίκα ήταν το κάτι άλλο. Κάθε μέρα, έλειπα για 12 ώρες στη δουλειά και όταν γυρνούσα στο σπίτι υπήρχε πάντα φαγητό στο τραπέζι να με περιμένει. Όταν τα παιδιά έπεφταν για ύπνο, ήμασταν τόσο κουρασμένοι που πηγαίναμε κατευθείαν στο κρεβάτι και κρατιόμασταν αγκαλιασμένοι σφιχτά για λίγη ώρα, πριν κοιμηθούμε.
Ήταν από τις λίγες στιγμές της ημέρας που την ένιωθα τόσο κοντά μου, έστω και για τόσο λίγο. Αυτά τα λίγα λεπτά μου έδιναν τη δύναμη να συνεχίσω να δουλεύω για να εξασφαλίσω ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά μου. Της έλεγα ότι όσο ήταν αυτή εκεί να τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, θα ήμουν για πάντα μια χαρά. Ήταν η βασίλισσα της ζωής μου.
Ήταν αυτή που με βοήθησε να γίνω ο άνθρωπος που είμαι σήμερα. Ευγενικός με τους ανθρώπους και καλός πατέρας. Μπορείς να ρωτήσεις τα παιδιά μου για αυτό.
Μερικοί άνθρωποι ξέρουν πως να το κάνουν αυτό. Κάποιοι άνθρωποι ξέρουν πως να σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.
Ήρθε κάποια μέρα όμως που αρρώστησε. Στην αρχή δεν ανησύχησα, άλλωστε όλοι κάποτε αρρωσταίνουμε. Αλλά οι γιατροί φαίνονταν να πιστεύουν ότι δεν ήταν κάτι απλό. Έμοιαζαν να ανησυχούν και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια είχαν δίκιο.
Όταν μας είπαν τα άσχημα νέα, η γυναίκα μου με ρώτησε αν θα ήθελα να παντρευτώ κάποια άλλη όταν πεθάνει. Ανησυχούσε. Δεν ήθελε να μείνω μόνος μου και να στεναχωριέμαι. Αλλά δεν μπορούσα ούτε καν να με φανταστώ με άλλη. Μου φαίνονταν απίστευτο. Όταν της το είπα, γύρισε, με κοίταξε και μου είπε: «Αφού σε ξέρω καλά. Είσαι το είδος του ανθρώπου που χρειάζεται μια γυναίκα στο πλευρό του. Δεν θα μπορούσες ποτέ να είσαι χαρούμενος μόνος σου».
Το αρνήθηκα, ξανά και ξανά και ξανά…
Μετά από ένα χρόνο που πάλευε με τη αρρώστια της, όλα είχαν αλλάξει στο σπίτι. Δεν υπήρχε πια φαγητό στο τραπέζι όταν γυρνούσα σπίτι από τη δουλειά. Η γυναίκα μου περνούσε τη μέρα της στο κρεβάτι και με περίμενε να επιστρέψω το βράδυ για να την σηκώσω και να την μεταφέρω στο τραπέζι.