Αποκτήματα από την οικογένεια της νύφης ακόμη και ρούχα φορεμένα ή χρησιμοποιημένα σκεύη, διαφύλασσαν την μεταβίβαση της περιουσίας από τη μια γενιά στην άλλη. Σε ένα από τα χωριά της Κρήτης, ανακαλύψαμε ένα κιτρινισμένο έγγραφο, ένα προικοσύμφωνο του 1910.
Στις παλιές παραδοσιακές κοινωνίες, τα είδη προικός αποτελούσαν ένα από τα κυριότερα ήθη της ελληνικής κοινωνίας.
Η προίκα ως ορισμός, είναι ένας θεσμός κατά τον οποίο η οικογένεια παραχωρεί στη νύφη την περιουσία της όταν παντρεύεται. Ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αποτελούσε τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο.
Το προικοσύμφωνο ήταν ουσιαστικά ένα έγγραφο και ενυπόγραφο συμβόλαιο μεταξύ του γαμπρού και των κηδεμόνων που προέβλεπε τα παρεχόμενα ως προίκα.
Ο θεσμός της προικοδότησης των θυγατέρων εντοπίζεται ακόμη και στα ομηρικά χρόνια. Για πολλούς αιώνες, το πρώτο πράγμα που εξεταζόταν πάνω σε μία κοπέλα ήταν η προίκα της. Οι απροίκιστες κοπέλες θεωρούνταν κοινωνικά κατώτερες και δύσκολα βρισκόταν γαμπρός για να τις ζητήσει σε γάμο. Από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, (5ος αιώνας μ.Χ.), για τη δημιουργία προίκας συντάσσονταν προικώα έγγραφα, τα λεγόμενα προικοσύμφωνα.
Στο προικοσύμφωνο που έπεσε στα χέρια μας σε ένα πετρόχτιστο παραδοσιακό σπίτι σε χωριό του Αμαρίου Ρεθύμνου, οι γονείς της νύφης παραχωρούσαν εγγράφως μεταξύ άλλων, στο νέο σπιτικό, κρεμάστρες, υποκάμισα, ρακοπότηρα, μαχαίρια, όπως εντύπωση μας έκανε, και ο ένας δίσκος που παραχωρούνταν. Το κιτρινισμένο έγγραφο, που διαβάσαμε, είχε υπογραφεί στις 7/10/1910, και επιβεβαιώνει πως πέρα από τα φυσικά προσόντα της νύφης, αιτία γάμου στα παλιά χρόνια, αποτελούσε και η προίκα.
Η οικογένεια της νύφης όφειλε να δώσει στον γαμπρό για την οικονομική εξασφάλιση της νέας οικογένειας περιουσιακά στοιχεία, κυρίως ακίνητα και χρήματα. Μέσα στην προίκα, συμπεριλαμβάνονταν συχνά, πέρα από χρήματα και σπίτια, πολλά είδη ρουχισμού, και κάποια κινητά αντικείμενα που ετοίμαζε η νύφη μαζί με την οικογένεια της για τον εξοπλισμό του νέου σπιτικού.
Η προίκα ήταν ουσιαστικά μια ενέργεια στην οποία το συναίσθημα απουσιάζε παντελώς από την διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ο ρόλος της γυναίκας μέσα στην οικογένεια ήταν ουσιαστικά απαξιωμένος, και υποταγμένος στον άντρα ο οποίος ήταν περισσότερο σαν αφεντικό. Την ώρα του προικοσύμφωνου, ο γαμπρός παίζει ωστόσο, ουδέτερο ρόλο ενώ η νύφη εμφανίζεται εντελώς απαθής. Δεν έχει τίποτα να πει πάνω σε αυτό, πρέπει απλώς να συμφωνήσει.
Από μικρή ηλικία μέχρι τη στιγμή που θα τη ζητούσε κάποιος γαμπρός- ενίοτε προικοθήρας- η κοπέλα έπρεπε να έχει συλλέξει από τους γονείς της όση περισσότερη προίκα μπορούσε για να παντρευτεί. Συνήθως, παραχωρούνταν ρούχα, αλλά οι πιο εύπορες οικογένειες έδιναν κτήματα γης, κοσμήματα, καθώς και κατοικίες. Στην πραγματικότητα, η προίκα λειτουργούσε σαν ένα είδος αποζημίωσης στον άντρα, καθώς εξασφάλιζε την ελάφρυνση της οικογένειας σε πολλούς τομείς, αλλά και του συζύγου από τα βάρη της.
Τα έγγραφα αυτά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, συντάσσονταν από κληρικούς, ιερείς ή μοναχούς, που εφάρμοζαν το οικογενειακό δίκαιο στους υπόδουλους Έλληνες. Σήμερα, τα προικοσύμφωνα, ή αλλιώς προικοχάρτια, αρραβωνοχάρτια, έχουν εξαλειφθεί καθώς συνδέονταν με τον υποβιβασμό της θέσης της γυναίκας και την πλήρη εξάρτηση της από τον σύζυγο της.
“Το προικιό είναι απαραίτητο, ένα προικιό πρέπει να υπάρξει, επειδή τούτο είν’ εκείνο που κάνει τον κύριο σκοπό του γάμου. Οι γονείς ως επί το πλείστον δεν ημπορούνε να το δώσουνε χωρίς μεγάλες θυσίες. Έτσι, ο γονής αρνείται κάθε έξοδο δια την ανατροφήν της κόρης του, κάθε έξοδο δια την ψυχαγωγίαν της, κάθε έξοδο δια την ευπρέπειαν των φορεμάτων της. Οι ελεεινές τούτες οικονομίες, οι οποίες δια να γενούνε τάλαρα εζουπήξανε τες ψυχικές δύναμες του παιδιού μας, μαζώνουνται όμως εις το ύστερο, και κάνουν ένα ποσόν, αρκετό να κινήσει την κερδοσκοπία ενός γαμπρού”.