Ξεπερνούν τις 104.000 τα κινητά αρχαιολογικά ευρήματα (νομίσματα, αγγεία, λυχνάρια, κοσμήματα από χρυσό, χαλκό, άργυρο, κεραμικά, γυάλινα κ.ά.) που εντόπισαν οι αρχαιολόγοι της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια των επταετών, μέχρι σήμερα, ανασκαφικών εργασιών τους στους τέσσερις (από τους αρχικά επτά) σταθμούς του Μετρό της Θεσσαλονίκης.
Ως «ανακεφαλαίωση των αρχαιολογικών πεπραγμένων στη διάρκεια των εργασιών διάνοιξης του Μετρό στη Θεσσαλονίκη» χαρακτήρισε η διευθύντρια της 9ης ΕΒΑ Δέσποινα Μακροπούλου τη διάλεξη με θέμα: «Διαδρομή δεκάξι αιώνων με το μετρό από το Βαρδάρη ως το Συντριβάνι ή από τη Χρυσή Πύλη ως την Κασσανδρεωτική. Οι Σταθμοί διηγούνται» που έδωσε το βράδυ της Δευτέρας, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης.
Στη διήγησή τους, διά στόματος της αρχαιολόγου και παρουσία εκατοντάδων ακροατών, που κατέκλυσαν την αίθουσα «Μανόλης Ανδρόνικος» αλλά και ολόκληρο το χώρο υποδοχής του Αρχαιολογικού Μουσείου, οι σταθμοί «μίλησαν» για τη Χρυσή Πύλη και την πύλη του Βαρδαρίου (Σταθμός Πλατείας Δημοκρατίας και Διακλάδωση προς Σταυρούπολη) και τη διαχρονία της χρήσης τους επί έξι και πλέον αιώνες (νεκροπόλεις, δρόμοι, είσοδος στην πόλη, πιθεώνες, νεκροταφεία από τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια ως την τουρκοκρατία, τους μουσουλμανικούς τάφους και τα χάνια).
Τα χρονικά αλλά και… γεωγραφικά (μικρότερα αυτά) άλματα συνεχίστηκαν με αναφορές στο σταθμό Συντριβανίου -ανατολικότερα και κοντά στη λεγόμενη Κασσανδρεωτική πύλη- με τον εντοπισμό, το 2009, της παλαιοχριστιανικής Βασιλικής και τελικά την απόφαση για καταγραφή και κατάχωσή της.
«Σταθμός Αγίας Σοφίας»
Η διήγηση των σταθμών έκανε μια μεγαλύτερη «στάση» στο «σταθμό Αγίας Σοφίας» του μετρό (σε απόσταση μόλις 370 μέτρων από τον πολυσυζητημένο σταθμό Βενιζέλου, επί της σημερινής οδού Εγνατία) με αναφορές στη Λεωφόρο της Αρχαιότητας (την λεγόμενη Decoumanus Maximous) που αποκαλύφθηκε σε μήκος τουλάχιστον 72,80μ. αλλά μόνο το νότιο τμήμα της, καθώς το βόρειο δεν ανασκάφηκε και καλύπτεται από τη σημερινή πλατεία Μακεδονομάχων.
Η οδός, στρωμένη με μαρμάρινες πλάκες και οριοθετημένη από μαρμάρινα κράσπεδα, λίγο πριν από τη συμβολή της με την κάθετη οδό στο ύψος της σημερινής Αγίας Σοφίας, διευρύνεται διαμορφώνοντας πλακόστρωτη πλατεία με κρήνη για να ξεδιψούν περαστικοί και περίοικοι. Τη μνημειακή μορφή του δρόμου συμπληρώνει κιονοστοιχία, από την οποία ορατός, σήμερα, είναι ο ισχυρός στυλοβάτης, που σώζει επτά βάσεις κιόνων του 4ου και 6ου αι., οριοθετεί τον οδικό άξονα στα νότια και τον χαρακτηρίζει ως via colonnata.
Από τα κτίρια της νότιας οικοδομικής γραμμής των παλαιοχριστιανικών χρόνων εντοπίστηκαν μόνον οι όψεις τους και κάποια θυραία ανοίγματα καθώς και ίχνη από την εβραϊκή συνοικία που κάηκε στην πυρκαγιά του 1917.
«Σταθμός Βενιζέλου»
Αναλυτικότερη, σαφέστερη και πλέον εντυπωσιακή, εξαιτίας των εντυπωσιακών ευρημάτων της, υπήρξε η «διήγηση» του «σταθμού Βενιζέλου».
«Εδώ, ο σταθμός σχεδιάστηκε πάνω στο αιώνιο σταυροδρόμι της πόλης» είπε στη διάλεξή της η κ. Μακροπούλου. Η ανασκαφή, σε έκταση 1600 τ.μ., έδωσε όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για τη διαχρονία του σταυροδρομιού: την περίφημη Decumanus Maximus.
«Decumanus» ονόμαζαν τις ρωμαϊκές οδούς που ήταν προσανατολισμένες από τα ανατολικά προς τα δυτικά και συνήθως κοσμούνταν στην αρχή και το τέλος του από πλατείες ενώ cardo τις καθέτους οδούς με κατεύθυνση από το βορρά προς το νότο. Στην περίπτωση των αποκαλύψεων του σταθμού Βενιζέλου, decumanus ήταν η σημερινή οδός Εγνατία (μετατοπισμένη σήμερα προς τα βόρεια) και cardo η οδός Βενιζέλου (ή Σαμπρή Πασά της περιόδου της τουρκοκρατίας). Οι δυο οδοί (εντοπίστηκαν στην ακριβή διασταύρωσή τους) αποκαλύφθηκαν σε πλάτος 7,80 και 4,50 μέτρων αντίστοιχα, μαρμαροστρωμένες με ίχνη σε πολλά σημεία των αμαξοτροχών.
Γύρω από τους δρόμους εκτείνονται πυκνοδομημένα οικοδομικά τετράγωνα, που συνιστούν γειτονιές της βυζαντινής αγοράς της πόλης. Καταστήματα και εργαστήρια προσανατολίζονται με ανοιχτούς προς το δρόμο χώρους για την έκθεση των προς πώληση προϊόντων. Πληθώρα μικροαντικειμένων και κοσμημάτων, όπως επιστήθιοι σταυροί, γυάλινα και χάλκινα βραχιόλια, χάλκινα κυρίως και σπανιότερα ασημένια δακτυλίδια, μαρτυρούν τον διαχρονικά εμπορικό χαρακτήρα της περιοχής, με έμφαση κυρίως στον τομέα της αργυροχρυσοχοΐας.
Δεν είναι τυχαίο, όπως τόνισε η κ. Μακροπούλου ότι ακόμη και σήμερα υπάρχει πληθώρα καταστημάτων χρυσοχοΐας στην Εγνατία οδό, ούτε και η … ανεύρεση υδραργύρου, που χρησιμοποιούνταν στην αργυροχρυσοχοΐα.
Στη διάλεξη έγινε αναφορά στους σεισμούς του 6ου αλλά και του 9ου αιώνα, που ουσιαστικά καταργούν τη Μεγάλη Λεωφόρο και τη μετατρέπουν σε στενό οθωμανικό σοκάκι μετά τον 10ο αιώνα.
«Όχι» στην απόσπαση
Στη διάλεξη έγινε λόγος και για τη «λάθος», όπως χαρακτηρίστηκε, αρχική απόφαση του ΚΑΣ για την απόσπαση, φύλαξη και στο μέλλον έκθεση σε άλλο χώρο των ευρημάτων, για τις 12.500 υπογραφές Ελλήνων και ξένων επιστημόνων και πολιτών υπέρ της «ιστορικής αναγκαιότητας συνύπαρξης (και όχι απόσπασης) των αρχαίων με το σύγχρονο μετρό».
«Πράγματι, οι εργασίες για τη διάνοιξη του μετρό έγιναν η αφορμή για να μάθουμε πολλά για την πόλη μας. Αλλά και για να μεριμνήσουμε για τη διάσωσή τους. Θέλουμε να κτίσουμε το μέλλον μας πάνω στη γνώση του ιστορικού παρελθόντος αλλά όχι πάνω στο πτώμα του» κατέληξε η κ. Μακροπούλου καταχειροκροτούμενη.
Την εκδήλωση-διάλεξη διοργάνωσε το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με τον Σύλλογο Αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ «ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ».
Use Facebook to Comment on this Post