Θεόδωρος Τσακίρης: Στρατηγικές πλαγιοκόπησης και δυνατότητες αντίδρασης

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Το μνημόνιο συναντίληψης αναφορικά με τον καθορισμό θαλασσίων ζωνών ανάμεσα στην Τουρκία και τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης φαίνεται να έπεσε ως «κεραυνός εν αιθρία» σε όσους παρακολουθούν την εξέλιξη του τουρκικού επεκτατισμού στη ΝΑ Μεσόγειο.
Οι λιβυκές διεκδικήσεις επί των θαλασσίων ζωνών τής έως το 2011 αδιευκρίνιστης ελλαδικής υφαλοκρηπίδας στο Λιβυκό Πέλαγος είναι μια πολύ παλιά ιστορία, η οποία θα μπορούσε να επανέλθει στο προσκήνιο μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Σε αντίθεση με την Αίγυπτο, η Λιβύη, τόσο επί Καντάφι όσο και επί Σαράζ, είχε επεκτατικές βλέψεις επί των νομίμων ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, που ωστόσο παρέμενε αδιευκρίνιστη και ως εκ τούτου ευάλωτη σε έωλες επιδιώξεις αναθεωρητικών δυνάμεων όπως η Τουρκία.
Στην περίπτωση του Λιβυκού, η Αθήνα ακολούθησε μια πιο διεκδικητική πολιτική. Τον Αύγουστο του 2011 οριοθέτησε με τον νόμο 4001/2011 το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας της με βάση τη μέση γραμμή έναντι όχι μόνο της Λιβύης αλλά και μέρους της αιγυπτιακής υφαλοκρηπίδας. Υπογράμμισε έτσι ότι με βάση τη διεθνή πρακτική το όριο αυτό θα αποτελέσει και το απώτατο εξωτερικό όριο της ελληνικής ΑΟΖ όταν αυτή ορισθεί με τα έναντι κράτη.
Μέσα σε αυτόν τον οριοθετημένο χώρο, που de facto αποδέχθηκαν τόσο το Κάιρο όσο και μέχρι πρόσφατα η Τρίπολη, η Αθήνα εκτέλεσε σεισμογραφικές έρευνες το 2012-2014, όρισε θαλασσοτεμάχια το 2014 και εν συνεχεία αδειοδότησε το δυτικό τμήμα αυτών των θαλασσοτεμαχίων στην κοινοπραξία Exxon – Total – ΕΛΠΕ το 2019.

Η Τουρκία αμφισβήτησε το ανατολικό άκρο του χώρου αυτού από το 2017, ενώ έχει αμφισβητήσει και την ελληνικότητα της Γαύδου από το 1997.
Η Τουρκία φάνηκε να αιφνιδιάστηκε από αυτές τις κινήσεις. Το 2012 κατέθεσε στον ΟΗΕ χάρτη με συγκεκριμένες διεκδικήσεις που οριοθετούσε ως τουρκική υφαλοκρηπίδα μια τεράστια θαλάσσια ζώνη μεταξύ του 32ου και 28ου μεσημβρινού, από το ακρωτήριο του Ακάμα στη βορειοδυτική Κύπρο έως στα 6 ν.μ. ανατολικά της Κάσου, της Καρπάθου και της Κρήτης. Τώρα για πρώτη φορά επεκτείνει τις διεκδικήσεις της δυτικά του 28ου μεσημβρινού επιχειρώντας να διασφαλίσει τη νομιμοποιητική στήριξη της κυβέρνησης Σαράζ. Αυτή είναι η πρώτη ειδοποιός διαφορά. Εως τώρα η Τουρκία διεκδικούσε μονομερώς χωρίς ουδεμία άλλη υποστηρικτική γνώμη.

Προσέφερε γενναιόδωρα τεράστιες περιοχές της κυπριακής και ελλαδικής ΑΟΖ στο Ισραήλ και στην Αίγυπτο και δεν βρήκε ανταπόκριση.

Μεταξύ 2012-2013 επιχείρησε να μεταπείσει την κυβέρνηση της αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας υπό τον Μόρσι να δεχθεί την «black Friday υπερπροσφορά» της ανατρέποντας τη συμφωνία μερικής οριοθέτησης που είχε υπογράψει η κυβέρνηση Μουμπάρακ με τη Λευκωσία το 2004. Η προσφορά που τώρα κάνει στον Σαράζ, το τελευταίο προπύργιο της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στη Μέση Ανατολή, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας λόγω της απελπιστικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η αναγνωρισμένη λιβυκή κυβέρνηση του GNA, έχοντας απολέσει τον έλεγχο σχεδόν του συνόλου της λιβυκής επικράτειας με την εξαίρεση των περιχώρων της Τρίπολης και της Μισράτα.
Εάν δεν είχε υποστηριχθεί στρατιωτικά από τον Ερντογάν, ίσως η επίθεση του στρατηγού Χαφτάρ και των δυνάμεων του LNA κατά της Τρίπολης να είχε επιτύχει τον περασμένο Αύγουστο. Ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια της Αγκυρας, τον περασμένο Αύγουστο ο Σαράζ ανταποκρίθηκε στο τουρκικό άνοιγμα διαμαρτυρόμενος για τη «μονομερή» οριοθέτηση της Ελλάδος στο Λιβυκό, που παραβιάζει τα δικαιώματα της Τρίπολης.
Τα δύο αυτά μνημόνια, ως μηχανισμοί στρατηγικής πλαγιοκόπησης, είναι απαράδεκτα τόσο για την Ελλάδα όσο και την Αίγυπτο, που βλέπει με μεγάλη ανησυχία την ανάπτυξη τουρκικών βάσεων πέριξ της Ερυθράς Θάλασσας σε Σομαλία και (δυνητικά) Σουδάν. Αυτή η εξέλιξη δημιουργεί ακόμη ένα παράθυρο ευκαιρίας για να ξεκλειδώσει η οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδος – Κύπρου – Αιγύπτου και αυτό θα πρέπει να αποτελέσει την πρώτη ελληνική αντίδραση σε συνεννόηση με το Κάιρο. Kάποιος πρέπει να απευθύνει το ερώτημα στον πρόεδρο Σίσι: Αν όχι τώρα, πότε θα οριοθετήσουμε ΑΟΖ; Οταν θα έχουν αναπτυχθεί τουρκικές βάσεις σε Μισράτα, Σύρτη και Τρίπολη;
Η δεύτερη ελληνική αντίδραση θα πρέπει να είναι προς τον Σαράζ. Μια τουρκική βάση στη Λιβύη δεν θα είναι εύκολη υπόθεση για την Τουρκία. Δεν διαθέτει επαρκή στρατιωτικά μέσα που θα μπορούσαν να παράσχουν την αναγκαία αεροπορική υποστήριξη στις δυνάμεις του GNA.
Ο GNA βρίσκεται στρατιωτικά και διπλωματικά απομονωμένος. Χωρίς τη βοήθεια του Κατάρ και της Τουρκίας, το πιθανότερο είναι ότι θα είχε ήδη καταρρεύσει. Με την ενέργειά του αυτή θέτει σε κίνδυνο το μοναδικό χαρτί που του έχει απομείνει, τη διεθνή αναγνώριση της κυβέρνησής του, καθώς προβαίνει σε μια εχθρική κίνηση προς την Ελλάδα που δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη. Το γεγονός ότι αυτό που υπέγραψε στην Αγκυρα είναι MoU και όχι συμφωνία οριοθέτησης και το γεγονός ότι η «συμφωνία» αυτή δεν έχει κατατεθεί στον θεματοφύλακα της UNCLOS δίνει μια ευκαιρία στην Ελλάδα να ανατρέψει τα επιδιωκόμενα τετελεσμένα.
Είναι καιρός ο στρατηγός Χαφτάρ να έρθει στην Αθήνα.
* Ο κ. Θεόδωρος Τσακίρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Έντυπηkathimerini.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *