ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Κάποτε, την καλή εποχή, το αγαπημένο θέμα συζήτησης στο Δημόσιο ήταν πότε θα βγουν στη σύνταξη οι εργαζόμενοι σε αυτό. Σήμερα όλοι συζητούν ποιος θα προλάβει να διεκδικήσει δικαστικά τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας αναδρομικά. Και προσβλέπουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας που, ως άλλος Αγιος Βασίλης, θα έρθει με τα δώρα να μοιράσει δισεκατομμύρια ευρώ.
Κάποτε ειπώθηκε για τους αρχαίους μας προγόνους ότι «Ελληνες αεί παίδες εισί, γέρων δε Ελλην ουκ έστι» εννοώντας ότι ο λαός αυτός δεν μαθαίνει από τα λάθη του και δεν αποκτά ποτέ τη σοφία που φέρνει το πέρασμα του χρόνου. Εάν κανείς αμφέβαλλε ότι οι σύγχρονοι Ελληνες είναι όντως απόγονοι των αρχαίων, θα αρκούσε η διαχρονική διατήρηση αυτού του χαρακτηριστικού για να βεβαιωθεί για την ιστορική συνέχεια του έθνους μας.
Η αναδρομική διεκδίκηση των δώρων και η ελπίδα ότι έτσι θα αποκατασταθεί η οικονομική αφαίμαξη που όντως υπέστησαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, αποδεικνύει ότι τίποτε δεν διδαχθήκαμε από τη λαίλαπα της οικονομικής κρίσης. Μία τυχόν επαναφορά των δύο επιπλέον μισθών σημαίνει ότι θα αυξηθεί μονομιάς το ετήσιο κόστος της μισθοδοσίας στο Δημόσιο κατά 14,2% (τόσο μεταφράζεται σε ποσοστό η αύξηση από 12 σε 14 μισθούς τον χρόνο). Μάλιστα, η επαναφορά αυτού του συστήματος θα είναι πολύ πιο δαπανηρή από ό,τι ήταν πριν από την καθιέρωση του ενιαίου μισθολογίου. Και αυτό γιατί τα δώρα υπολογίζονται επί του βασικού μισθού. Επειδή μέχρι το 2011 ο βασικός μισθός ήταν μόνο το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών, στην πραγματικότητα οι δύο αυτοί επιπλέον μισθοί τον χρόνο ισοδυναμούσαν με ένα μισθό. Σήμερα, με την κατάργηση των επιδομάτων και την ενσωμάτωσή τους στον βασικό μισθό οι δύο επιπλέον μισθοί τον χρόνο θα είναι όντως δύο μισθοί.
Από πού θα αντληθούν οι πόροι για να καλυφθεί αυτή η επιβάρυνση της μισθοδοσίας με τα αναδρομικά αλλά και τις μελλοντικές αναπροσαρμογές; Ελλείψει των αναγκαίων αλμάτων στην παραγωγικότητα, μένουν ο δανεισμός και η επιπλέον φορολογία.
Είναι αφελής η ελπίδα ότι θα μας δανείσουν τα άλλα κράτη ή οι αγορές χρήματα για να πληρώσουμε δύο επιπλέον μισθούς τον χρόνο. Και εάν το κάνουν κάποιες κερδοσκοπικές πηγές δανεισμού, θα το κάνουν με υψηλότατο επιτόκιο που θα υποθηκεύσει το μέλλον των παιδιών μας.
Οσο για τη φορολογία, είναι ήδη τόσο υψηλή ώστε συνθλίβει τη μεσαία τάξη και παρεμποδίζει την ανάπτυξη. Κάθε σκέψη για περαιτέρω αύξησή της θα ήταν εφιαλτικά βλακώδης.
Εντέλει, δεν υπάρχει υγιής τρόπος για να καλυφθεί αυτή η επιβάρυνση. Αυτό ισχύει ειδικά σε μια χώρα –όπως η Ελλάδα– της δημογραφικής γήρανσης, της μετανάστευσης των νέων, του επισφαλούς ασφαλιστικού συστήματος (όπου σημειωτέον δρομολογείται δικαστικά και η επαναφορά δύο επιπλέον συντάξεων ετησίως) και της εξίσου επισφαλούς κατάστασης των τραπεζών.
Γιατί λοιπόν υπνοβατούμε αμέριμνα στον δρόμο αυτό; Η απάντηση είναι απλή: γιατί ο καθένας προσπαθεί να δώσει ατομικές λύσεις στο οικονομικό του πρόβλημα νομίζοντας ότι αυτός θα τη γλιτώσει. Αλλά και γιατί κανείς από τους κάθε είδους διαμορφωτές της κοινής γνώμης δεν έχει την παρρησία να φέρει την κοινωνία προ των ευθυνών της και να πει την αλήθεια: ότι η αποκατάσταση των οικονομικών απωλειών απαιτεί χρόνο, συλλογική προσπάθεια, παραγωγή, παραγωγικότητα και δημοσιονομικό προγραμματισμό.
Αλλά πώς θα γίνει κατανοητή αυτή η αλήθεια από τους πολίτες όταν τόσα χρόνια εκαλούντο να μην πληρώνουν τους φόρους τους επαναστατικώ δικαίω;
Στην Ελλάδα του 2019 η επιστροφή στην κανονικότητα τείνει να σημαίνει επιστροφή στα λάθη του παρελθόντος. Και αυτή τη φορά δεν θα υπάρχουν νέα μνημόνια για να λέμε ότι φταίνε αυτά.
* Ο κ. Θάνος Παπαϊωάννου είναι δρ Εργατικού Δικαίου και διετέλεσε γενικός γραμματέας της Βουλής (2009-2015).
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr