ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
To άρθρο 84 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπει ότι «η Βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση ή από μέλος της» και ότι η πρόταση δυσπιστίας πρέπει «να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση». Η παρ. 4 του ίδιου άρθρου επίσης προβλέπει ότι «η συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός εάν η κυβέρνηση, σε περίπτωση δυσπιστίας, ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση…».
Ο Κανονισμός της Βουλής (ΚτΒ) στο άρθρο 142 παρ. 3 προβλέπει ότι, σε περίπτωση κατάθεσης τέτοιας πρότασης, «η Boυλή διακόπτει τις εργασίες της για δύo ημέρες, εκτός αν η κυβέρνηση ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας» και ότι (παρ. 4) «με την επιφύλαξη της ευχέρειας πoυ παρέχει η πρoηγoύμενη παράγραφoς στην κυβέρνηση, η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας αρχίζει δύo ημέρες μετά την υπoβoλή της…».
Με άλλα λόγια, το Σύνταγμα παρέχει στην αντιπολίτευση το δικαίωμα να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας όχι μόνο κατά της κυβέρνησης συνολικά, αλλά και κατά ενός μέλους της μεμονωμένα και μάλιστα επιτάσσει να προσδιορίσει η πρόταση τα θέματα της συζήτησης. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ΚτΒ προβλέπει μόνο ένα εύλογο δικαίωμα της κυβέρνησης: να ζητήσει την άμεση έναρξη της συζήτησης.
Αυτή την απλή διαπίστωση ακυρώνει μια τακτική που ξεκίνησε το 2005 και επαναλήφθηκε τώρα. Στις 8.6.2015, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Παπανδρέου είχε υποβάλει πρόταση δυσπιστίας κατά του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών Αλογοσκούφη για την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική. Η κυβέρνηση είχε προετοιμαστεί για την κατάθεση αυτής της πρότασης (που είχε στο μεταξύ διαρρεύσει) και ο πρωθυπουργός Καραμανλής δήλωσε ότι μετατρέπει την πρόταση εκείνη σε πρόταση εμπιστοσύνης προς την κυβέρνησή του συνολικά. Η συνέχεια είναι γνωστή: η συζήτηση έγινε κατά τα πρότυπα των συζητήσεων επί προτάσεων ανανέωσης εμπιστοσύνης και η ψηφοφορία έγινε επ’ αυτού του ζητήματος και όχι επί της προτάσεως κατά του Αλογοσκούφη.
Η διαδικασία αυτή, παρά την προβληματικότητά της, δεν συνάντησε αντιδράσεις στη Βουλή και, εξ όσων θυμάμαι, δεν σχολιάστηκε αρνητικά από την αρθρογραφία της εποχής. Ισως επειδή τότε ήταν απόλυτη η πολιτική και επικοινωνιακή κυριαρχία τής τότε κυβέρνησης. Ισως γιατί τα σκεπτικό της πρότασης δυσπιστίας κατά του Αλογοσκούφη αφορούσε την εν γένει οικονομική πολιτική της εποχής εκείνης και όχι κάποια προσωπική του πράξη ή δήλωση.
Εκτοτε, καταγράφηκε στην κοινοβουλευτική ιστορία η δυνατότητα του πρωθυπουργού να ακυρώνει μια πρόταση δυσπιστίας κατά υπουργού με το να ζητεί ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση συνολικά. Οταν, όμως, γίνεται ανεκτό το πρώτο λάθος, συνήθως το δεύτερο είναι ακόμη χειρότερο. Ετσι, στην περίπτωση της πρότασης δυσπιστίας κατά του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Πολάκη, η πρόταση δυσπιστίας δεν αφορούσε την πολιτική του για την Υγεία. Αφορούσε μια πολύ συγκεκριμένη δήλωσή του που αξιολογήθηκε από την αξιωματική αντιπολίτευση (και όχι μόνο) ως τόσο επίμεμπτη, ώστε δικαιολογούσε την υποβολή πρότασης δυσπιστίας εναντίον του.
Κάθε πρωθυπουργός νομιμοποιείται να δηλώσει ότι στηρίζει πλήρως έναν υπουργό και να συνδέσει την παραμονή της κυβέρνησής του στην εξουσία με την απόρριψη της εν λόγω πρότασης δυσπιστίας. Αυτό είναι κάτι κοινοβουλευτικά εύλογο: π.χ. στη συζήτηση ενός νομοσχεδίου, μπορεί ο πρωθυπουργός να δηλώσει ότι η υπερψήφιση του νομοσχεδίου αποτελεί ζήτημα εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση και πως θα παραιτηθεί εάν αυτό καταψηφιστεί. Σε καμία, όμως, περίπτωση αυτό το αυτονόητο πολιτικού χαρακτήρα δικαίωμα του εκάστοτε πρωθυπουργού δεν μπορεί να ακυρώσει ένα συνταγματικά παρεχόμενο δικαίωμα της αντιπολίτευσης. Ούτε βέβαια το δικαίωμα της κυβέρνησης να ζητήσει την ανανέωση της εμπιστοσύνης της Βουλής δεν μπορεί να ακυρώσει το δικαίωμα της αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας κατά ενός υπουργού όταν η τελευταία έχει προηγηθεί.
Η διάπραξη ενός κοινοβουλευτικού σφάλματος δεν μπορεί να βρει το νομικό της έρεισμα στο ότι έγινε δεκτό ένα ανάλογο σφάλμα στο παρελθόν ούτε στο ότι και σήμερα δεν υπήρξαν αντιδράσεις στη Βουλή (προφανώς γιατί η κακή αρχή είχε γίνει επί κυβερνήσεως Ν.Δ.). Πόσο μάλλον όταν τα δεδομένα του νέου σφάλματος το καθιστούν μεγαλύτερο από το πρώτο.
Η λύση είναι απλή: όταν η αντιπολίτευση ασκεί το κορυφαίο συνταγματικό της δικαίωμα να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας κατά μέλους της κυβέρνησης, εστιάζοντας σε συγκεκριμένο πρόσωπο και θέμα (τα), αυτό δεν μπορεί να ακυρωθεί από την κυβέρνηση. Εάν η κυβέρνηση επιμένει, μπορεί να αρχίσει η συζήτηση για την ανανέωση της εμπιστοσύνης μετά την ολοκλήρωση της πρώτης διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, και για την οικονομία της διαδικασίας, θα μπορούσε –με τροποποίηση του ΚτΒ– να προβλεφθεί η διεξαγωγή δύο ψηφοφοριών στο τέλος μιας ενιαίας συζήτησης.
Το Σύνταγμα, έτσι και αλλιώς, δίνει λίγα δικαιώματα στην αντιπολίτευση. Δεν χρειάζεται να καταργούνται στην κοινοβουλευτική πράξη. Ιδιαίτερα όταν αυτό συνεπάγεται κατάργηση της ατομικής πολιτικής ευθύνης των υπουργών.
* Πρώην γενικός γραμματέας της Βουλής (2009-2015).
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr
Use Facebook to Comment on this Post