Προβληματισμό για την έκταση της αύξησης του κατώτατου μισθού διατύπωσε χθες ο γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (IOBE) καθηγητής Νίκος Βέττας, ενώ αντίστοιχες επιφυλάξεις διαμήνυαν πηγές των ευρωπαϊκών θεσμών.
Οι αυξήσεις που αποφασίστηκαν, όπως είπε ο κ. Βέττας, υπερβαίνουν κατά πολύ την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας και του ΑΕΠ, ενώ είναι υψηλότερες και από την πρόταση της ειδικής επιτροπής που είχε συσταθεί για τον σκοπό αυτό στο υπουργείο Εργασίας.
Η βελτίωση των αποδοχών των εργαζομένων, κατά την άποψή του, θα έπρεπε να γίνει μέσω της δραστικής μείωσης του μη μισθολογικού κόστους, κυρίως με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ώστε να μη δίνεται κίνητρο για «μαύρη» απασχόληση.
Τα στοιχεία που επικαλέσθηκε το ΙΟΒΕ, το οποίο συνεισέφερε τις προτάσεις του στο υπουργείο Εργασίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, αναφέρουν ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι κοντά στον μέσον όρο της Ευρωζώνης και καλύπτει μεγάλο μέρος όσων εργάζονται με μερική απασχόληση.
Συγκεκριμένα, με τον κατώτατο μισθό αμείβεται το 14% των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης και το 35% των εργαζομένων μερικής απασχόλησης. Υπάρχουν, όμως, κλάδοι, όπως η εστίαση, όπου το ποσοστό των αμειβομένων με τον κατώτατο μισθό είναι πολύ υψηλό, οπότε η επίπτωση στην επιχείρηση είναι μεγαλύτερη. Σε αυτούς τους κλάδους υπάρχει ο μεγαλύτερος φόβος να αυξηθεί η «μαύρη» εργασία. Οπως είπε ο κ. Βέττας, υπάρχει ανησυχία για «διευθέτηση προς την γκρίζα περιοχή της οικονομίας», κάτι που θα λειτουργήσει εις βάρος των επιχειρήσεων που λειτουργούν στο πλαίσιο του επίσημου τομέα.
Ακόμη, υπάρχουν ανησυχίες για σταθεροποίηση του επιπέδου της ανεργίας στο 18%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, εξάλλου, το μισθολογικό κόστος θα αυξηθεί στο σύνολο της οικονομίας κατά 3%, ως αποτέλεσμα της αύξησης του κατώτατου μισθού.
Από την άλλη, ο κ. Βέττας σημείωσε ότι η Ισπανία προχώρησε πρόσφατα σε μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού (στα 1.000 ευρώ), ενώ ανέφερε ότι η αγοραστική δύναμη των αμειβομένων με τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα είναι χαμηλή (χαμηλότερη από της Πορτογαλίας, με αντίστοιχο κατώτατο μισθό).
Την ίδια ώρα, πηγές των θεσμών, ενώ δεν προέβαιναν σε επίσημο σχόλιο για την αύξηση, αναφέροντας ότι το θέμα ανήκει στη δικαιοδοσία της κυβέρνησης, θύμιζαν πως η οικονομική λογική υπαγορεύει να συμβαδίζουν οι αυξήσεις με την αύξηση της παραγωγικότητας, κάτι που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Οι ίδιες πηγές θύμιζαν ότι τόσο η Κομισιόν όσο και το ΔΝΤ εξέφρασαν την ανησυχία τους στην κυβέρνηση κατά την αποστολή στην Αθήνα την προηγούμενη εβδομάδα για το ενδεχόμενο υψηλών αυξήσεων, κάτι που επιβεβαιώθηκε. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν ανησυχίες για επιπτώσεις στην ανεργία και στη «μαύρη» εργασία.
Δεν είναι τυχαίο ότι το πρακτορείο Bloomberg σημείωνε χθες, σε δημοσίευμά του με αφορμή την έκδοση του 5ετούς ομολόγου, ότι ο κ. Τσίπρας ρισκάρει να προκαλέσει τον θυμό των πιστωτών μετά την ανακοίνωση της αύξησης του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ τον μήνα, καθώς η
Επιτροπή και το ΔΝΤ θεωρούν τη μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας, περιλαμβανομένου του κατώτατου μισθού, ένα από τα βασικά μνημονιακά επιτεύγματα.
Το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης το 2018 κινήθηκε στην περιοχή του 2%, ενώ παρόμοιος ή ελαφρώς υψηλότερος θα είναι το 2019, για το οποίο η κυβέρνηση προβλέπει 2,5%.
«Προμνημονιακή οσμή»
Ο κ. Βέττας εξέφρασε, πάντως, ανησυχία για εξελίξεις που έχουν «προμνημονιακή οσμή», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι «η ανάπτυξη στηρίζεται περισσότερο στην κατανάλωση παρά στις επενδύσεις και στην καθαρή συνεισφορά του εξωτερικού ισοζυγίου, με αποτέλεσμα η τρέχουσα τάση να μην είναι μεσοπρόθεσμα διατηρήσιμη».
Σημείωσε, μάλιστα, ότι τα τελευταία τρίμηνα παρατηρείται ισχυρή τάση των εισαγωγών, ενώ δεν έχει επιτευχθεί ακόμη σε ικανοποιητικό βαθμό η στροφή του παραγωγικού προτύπου και η ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
«Τηρουμένων των αναλογιών», είπε, «η πρώτη περίοδος εκτός των προγραμμάτων θυμίζει τα χρόνια πριν από αυτά. Σχετικά, είναι σημαντικός ο κίνδυνος να παρερμηνευθεί η τρέχουσα ανάκαμψη έως το τέλος της κρίσης. Αν επιστροφή στην «κανονικότητα» σημαίνει επιστροφή σε ένα εσωστρεφές και κρατικοδίαιτο πρότυπο ανάπτυξης, ένα νέο κύμα κρίσης θα είναι αναπόφευκτο».
Προειδοποίησε ότι «ένας υπερβολικά μακρύς προεκλογικός κύκλος, ιδίως αν κυριαρχήσει ακραία αντιπαράθεση, δημιουργεί ανησυχίες όσον αφορά την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων που δεν μπορούν να καθυστερήσουν».
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr
Use Facebook to Comment on this Post