«Διαλέξτε κάποια από τα παιδιά σας και βάλτε τα να μορφωθούν μόνο με τις Γραφές. Και αν, όταν γίνουν άνδρες, δείξουν ότι μπορούν να κάνουν σπουδαιότερα πράγματα από τους δούλους, τότε πιστέψτε ότι εγώ λέω μπούρδες και ότι πάσχω από μελαγχολία», γράφει ο αμφιλεγόμενος Ιουλιανός στο περιβόητο σύγγραμμά του «Μισοπώγων» («Κατά Χριστιανών – Για την απέχθεια προς τα γένια ή Μισοπώγων»), περιγράφοντας σχηματικά τον ακρογωνιαίο λίθο της φιλοσοφίας του.
Ο Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός παραμένει ακόμα και σήμερα πρόσωπο που διχάζει, μιας και η αποτίμηση του έργου του ακολουθεί πιστά τη γραμμή σκέψης που προϋπάρχει της ιστορικής ετυμηγορίας: για τους εθνικούς του τότε και τους λάτρεις του δωδεκαθεϊσμού σήμερα παραμένει φωτισμένος ηγεμόνας, λάτρης της Ελληνικής παράδοσης και άξιος συνεχιστής του αρχαιοελληνικού πνεύματος. Ιουλιανός ο Μέγας είναι γι’ αυτούς.
Από την άλλη, ο αυτοκράτορας που προσπάθησε να επαναφέρει την ειδωλολατρία στα πρωτοβυζαντινά χρόνια θεωρήθηκε μέγας εχθρός της χριστιανοσύνης, η οποία δεν τσιγκουνεύτηκε τους μειωτικούς χαρακτηρισμούς εναντίον του. Για τη χριστιανική παράδοση είναι Παραβάτης, Αποστάτης, Ειδωλιανός, Αδωναίος, Καυσίταυρος, Πισαίος και τόσα ακόμα!
Παρά τις ιερές μάχες όμως, ο Ιουλιανός παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον μιας και υπήρξε ο μοναδικός βυζαντινός αυτοκράτορας στα χίλια και πλέον χρόνια της βυζαντινής ιστορίας που δεν ακολούθησε τον χριστιανισμό.
Όσο για τον ίδιο, όταν χτυπήθηκε θανάσιμα από το δόρυ ενός Πέρση και υπέκυψε στα τραύματά του, φέρεται να είπε «Ναζωραίε, με νίκησες!». Κατά τους χριστιανούς ιστορικούς βέβαια, καθώς οι εθνικοί τον θέλουν να παρατηρεί με γνήσια ειρωνεία πως «δεν πρέπει κανείς να πηγαίνει στη μάχη χωρίς θώρακα» (δεν φορούσε τον δικό του γιατί είχε χαλάσει).
Ο θάνατος του 32χρονου αυτοκράτορα έβαλε τέλος στην προσωπική του σταυροφορία να επαναφέρει την εθνική θρησκεία, δίνοντας στο χριστιανικό Βυζάντιο μπόλικες ανάσες ζωής. Οι σύγχρονοί του δεν του συγχώρεσαν βέβαια την αναίδειά του κι έτσι όλες οι γραπτές αναφορές τον παρουσιάζουν ως έναν ηγέτη ανίκανο, έναν προδότη των χριστιανικών ιδεωδών που η ίδια η Ιστορία θα καταδίκαζε στο αιώνιο πυρ.
Αυτά τα έλεγαν βέβαια οι σφοδροί αντίπαλοί του, οι οποίοι μάχονταν τις απόψεις του. Οι πηγές των υποστηρικτών του καταδικάστηκαν από την Εκκλησία, κι έτσι πέρασε στην ιστορική αφάνεια ως Αποστάτης. Ο κόσμος θα έπρεπε να περιμένει τη δοξασία της Αρχαίας Ελλάδας από την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό για να πάρει ο Ιουλιανός μια νέα θέση: τώρα είναι ένας ανατρεπτικός αυτοκράτορας, ένας φωτισμένος φιλόσοφος αλλά και ικανότατος ηγέτης που αδικήθηκε κατάφωρα από την εποχή του.
Κι όλα αυτά για έναν άνθρωπο που κυβέρνησε μόλις για δύο χρόνια! Και που με θάνατό του έσβησε και το όραμά του για την αναβίωση της ειδωλολατρίας.
Ο τελευταίος ηγεμόνας της κωνσταντίνειας δυναστείας υπήρξε ωστόσο ένας τους αυτοκράτορες-ορόσημα του Βυζαντίου, κάτι που φαινόταν να παραδέχονται κρυφά ακόμα και οι σφοδρότεροι πολέμιοί του. Τελεσίδικη ωστόσο ετυμηγορία για το ποιος ήταν ο «Αποστάτης» αυτοκράτορας δύσκολα θα προκύψει, καθώς η αποτίμησή του είναι όπως είπαμε θέμα θρησκευτικού γούστου.
Ένας χριστιανός εξάλλου αυτοκράτορας που απέρριψε τον χριστιανισμό και ασπάστηκε τον παγανισμό των αρχαίων προγόνων του παραήταν μεγάλο σκάνδαλο για τη βυζαντινή κοινωνία, που μίσησε τελικά τον Ιουλιανό. Όσο περισσότερο τον μισούσαν, τόσο πιο ακραία μέτρα έπαιρνε ο ίδιος για την προώθηση της εθνικής θρησκείας, δεχόμενος πια επικρίσεις και από τους εθνικούς ακόμα για τον θρησκευτικό φανατισμό του.
Όταν σκοτώθηκε το 363, δεν ήταν λίγοι αυτοί που ανακουφίστηκαν από τον χαμό του…
Πρώτα χρόνια
Ο Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός γεννιέται το 331 (ή 332, κατ’ άλλες πηγές) στην Κωνσταντινούπολη ως γιος του Ιουλίου Κωνστάντιου, ετεροθαλούς αδελφού του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ήταν μόλις πέντε ετών όταν πέθανε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος το 337 και ξεκίνησαν οι θανάσιμες διαμάχες για τη διαδοχή μεταξύ των γιων του.
Ο στρατός ελεγχόταν από τον Κωνστάντιο Β’, έναν από τους γιους του Κωνσταντίνου, ο οποίος με το πρόσχημα ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε από τους συγγενείς του, άρχισε να εξολοθρεύει όλους τους πιθανούς αντιπάλους του. Όλη η οικογένεια του Ιουλιανού δολοφονήθηκε μέσα σε μια νύχτα, εκτός από τον ίδιο τον Ιουλιανό και τον αδερφό του, Γάλλο.
Τα βίαια αυτά γεγονότα σημάδεψαν την παιδική του ηλικία και σφράγισαν ενδεχομένως τον ψυχισμό του. Ο Ιουλιανός έχασε πατέρα (Ιούλιο) και θείο (Δαλμάτιο), έχασε μερικούς ακόμα θείους και ξαδέλφια και είδε όλους τους υποστηρικτές του πατέρα του να θανατώνονται. Ο Κωνστάντιος χάρισε ωστόσο τη ζωή στον Ιουλιανό και τον Γάλλο, ενδεχομένως γιατί δεν συνιστούσαν απειλή λόγω του νεαρού της ηλικίας τους. Παραδίδει τα δυο αδέρφια στα χέρια του επισκόπου Νικομήδειας, Ευσέβιου (ήταν αδερφός της μητέρας του Ιουλιανού), ο οποίος τα εμπιστεύεται για τη μόρφωσή τους στον ευνούχο Μαρδόνιο.
Ο Μαρδόνιος ήταν αυτός που εμφύσησε στα δυο παιδιά την αγάπη για την αρχαία Ελλάδα και το πνεύμα της, διδάσκοντας στον Ιουλιανό τον Όμηρο και τους μεγάλους της κλασικής εποχής. Όταν πέθανε ο ευνούχος δάσκαλος, τα δυο παιδιά στάλθηκαν στον ραδιούργο επίσκοπο Καππαδοκίας, Γεώργιο (342), ο οποίος ανακόπτει την αρχαιομάθεια του Ιουλιανού και τον στρέφει αποκλειστικά στη μελέτη της Αγίας Γραφής.
Το γεγονός ότι ο Ιουλιανός μεγάλωσε μακριά από τις δολοπλοκίες της βασιλικής αυλής στάθηκε καταλυτικό για την προσωπικότητά του. Αυτός ήταν ένας νέος με ακόρεστη δίψα για μάθηση και έφεση μεγάλη στη φιλοσοφία και την ελληνική γλώσσα. Κι έτσι το 348 που του επιτράπηκε να επιστρέψει στη Βασιλεύουσα, το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να μαθητεύσει δίπλα στον μεγάλο εθνικό δάσκαλο Νικοκλή, αλλά και τον επίσης φωτισμένο χριστιανό ρήτορα Εκήβολο.
Η αναζήτηση της γνώσης θα τον φέρει ακόμα και στην Πέργαμο, όπου μαθήτευσε μεταξύ 350-351 δίπλα στον νεοπλατωνικό Αιδέσιο. Αυτά είναι τα χρόνια της προοδευτικής μεταστροφής του στην αρχαιοελληνική θρησκεία, κάτι που έχει ωστόσο τη φρόνηση να κρατήσει μυστική για την ώρα. Το εξομολογείται όμως στον νεοπλατωνιστή φιλόσοφο και καρδιακό του φίλο Μάξιμο, ο οποίος έπαιξε τον δικό του ρόλο στην ιουλιανή απόρριψη του χριστιανισμού.
Ο αυτοκράτορας του απαγόρευε βέβαια τη μάθηση κοντά σε εθνικούς της Νικομήδειας, όπου και ζούσε ο Ιουλιανός μέχρι και το 354, κι έτσι έμαθε να παίρνει όλες τις προφυλάξεις για να μελετά στα κρυφά τον αγαπημένο του Ιάμβλιχο και να προμηθεύεται τα συγγράμματα των συγχρόνων του φιλοσόφων. Ο θρησκευτικός φανατισμός του ξαδέλφου του Κωνστάντιου και τα Ομηρικά Έπη έβαλαν τις τελευταίες πινελιές στην απόφασή του να απομακρυνθεί από τον χριστιανισμό.
Στις «Επιστολές» του, ο Ιουλιανός σημειώνει: «Ημίν ανήκουσιν η ευγλωττία και αι τέχναι της Ελλάδος και η των Θεών αυτής λατρεία. Υμέτερος δε κλήρος εστί η αμάθεια και η αγροικία και ουδέν πλέον. Αύτη εστίν η σοφία υμών».
Όσο γίνονταν βέβαια αυτά, ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος είχε ήδη δώσει την εντολή για τη δολοφονία του ανίκανου διοικητικά Γάλλου, ο οποίος είχε αναγορευτεί εντωμεταξύ καίσαρας και είχε σταλεί στην Αντιόχεια ως επικεφαλής των ανατολικών επαρχιών. Ο Ιουλιανός στέλνεται σε απομόνωση στο Μιλάνο, όπου και παραμένει για ένα εξάμηνο, και ο Γάλλος δολοφονείται τελικά το 354.
Ήταν η σύζυγος του Κωνστάντιου Β’, αυτοκράτειρα Ευσεβία, αυτή που καταλάγιασε τις υποψίες του αυτοκράτορα και επιτράπηκε στον Ιουλιανό να επιστρέψει από την εξορία του. Καθ’ οδόν για την Ανατολή, ο Ιουλιανός σταμάτησε στην Αθήνα για να έρθει σε επαφή με το αρχαιοελληνικό ιδεώδες που τόσο αγαπούσε. Εκεί παρακολούθησε διαλέξεις των φιλοσόφων Προαιρεσίου, Ίμερου και Πρίσκου, εκεί μυήθηκε στα απαγορευμένα πια Ελευσίνια Μυστήρια και εκεί συνάντησε δυο παλιούς του γνώριμους από τη Νικομήδεια, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Μέγα Βασίλειο.
Ο φιλομαθής νέος στέφεται αυτοκράτορας
Παρά τη δυσμένεια του Ιουλιανού και τη συνεχώς επαπειλούμενη δολοφονία του, η Ευσεβία παρεμβαίνει και πάλι και δίνει τη λύση στο πρόβλημα του Κωνστάντιου. Ο αυτοκράτορας σκόπευε να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών το 355 και χρειαζόταν κάποιον να επιβλέπει το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας του όσο θα έλειπε.
Τους είχε σκοτώσει όμως όλους και ο μοναδικός εν ζωή συγγενής του ήταν ο ρομαντικός Ιουλιανός, ένας νεαρός διανοούμενος που ζούσε και ανέπνεε για τα βιβλία. Ο Κωνστάντιος διορίζει τον 24χρονο Ιουλιανό καίσαρα της Δύσης (με έδρα το Μιλάνο) στις 6 Νοεμβρίου 355, καθώς ξέρει ότι δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από τον επίδοξο φιλόσοφο που παραήταν ανίκανος να διεκδικήσει με αξιώσεις τον βυζαντινό θρόνο.
Ο Ιουλιανός δέχτηκε απρόθυμα τα νέα του καθήκοντα, καθώς ήξερε ότι η θέση του ήταν επισφαλής λόγω του Κωνστάντιου. Ο οποίος τον ξαποστέλνει αμέσως σε εκστρατεία εναντίον των Γαλατών, παρά την απειρία του στη μάχη. Γιατί μπορεί ο Ιουλιανός να ήταν αυθεντία στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, για το πεδίο της μάχης ωστόσο δεν γνώριζε τίποτα.
Ο πανέξυπνος και εργατικός καίσαρας εξασκείται τώρα καθημερινά στη μάχη και τις τακτικές της επιδεικνύοντας από την αρχή την ίδια έφεση που είχε και στα γράμματα. Σύντομα θα γίνει ένας ικανότατος πολεμιστής και ένας εξίσου καλός στρατηγός. Με την παρέμβαση της Ευσεβίας που τόσο τον αγαπούσε, ο Ιουλιανός παντρεύεται την αδελφή του αυτοκράτορα Κωνστάνιου, Ελένη, και με τα στρατεύματα της Γαλατίας φεύγει για να καταστρέψει τα γερμανικά φύλα που τόσες και τόσες επιδρομές έκαναν στα βυζαντινά εδάφη.
Και αρχίζει μαγικά να επιδεικνύει αξιοσημείωτες ηγετικές ικανότητες, μετρώντας τη μια απρόσμενη νίκη πίσω από την άλλη! Με νέα έδρα το Παρίσι, κατορθώνει να περιορίσει τους Φράγκους και τους Αλαμανούς πέραν του Ρήνου. Παράλληλα, προβαίνει σε αναδιοργάνωση της Γαλατίας, προωθώντας διοικητικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και ένα εκτεταμένο πρόγραμμα κοινωνικών παροχών.
Αυτές οι στρατιωτικές και πολιτικές επιτυχίες θορυβούν τον Κωνστάντιο και την αυλή του, αν και ο Ιουλιανός όταν δεν πολεμά και κυβερνά, επιστρέφει στη μελέτη και τη συγγραφή, που θα τον στέψει σύντομα σε ένα από τα πιο προωθημένα πνεύματα του καιρού του.
Έχοντας αποκρούσει τις βαρβαρικές επιδρομές και αποσπάσει την εμπιστοσύνη των στρατιωτών του, ακόμα και των συμβούλων του -που ήταν όλοι βαλτοί από τον Κωνστάντιο-, ο Ιουλιανός αποδεικνύει πως μπορεί να κυβερνήσει. Παίρνει υπό τον έλεγχό του μια απομακρυσμένη επαρχία, τη Βελγική Β’, και αποδεικνύει περίτρανα πως μείωση της φορολογίας των κατοίκων ισοδυναμεί με αποδοτικότερη συλλογή φόρων!
Οι στρατιωτικές επιτυχίες και η δημοτικότητα του Ιουλιανού στα επόμενα δύο χρόνια θορύβησαν όμως τον Αύγουστο Κωνστάντιο, ο οποίος όταν έχασε τη γυναίκα του Ευσεβία το 359, παραλογιζόταν πια πιστεύοντας πως ο Ιουλιανός συνωμοτούσε για να του αρπάξει τον θρόνο. Με μια σειρά από πλεκτάνες, ο αυτοκράτορας ζητά από τον καίσαρά του να του αποστείλει στρατό για να ενισχυθεί η αυτοκρατορική εκστρατεία εναντίον των Περσών, θέλοντας προφανώς να περιορίσει τη στρατιωτική δύναμη του Ιουλιανού.
Οι περισσότερες μονάδες του Ιουλιανού αρνούνται όμως να πάνε και ούτε λίγο ούτε πολύ τον αναγορεύουν αυτοκράτορα στο Παρίσι! Οι άντρες του δεν έχουν βέβαια στέμμα, κι έτσι τον στέφουν με κολάρο αλόγου ως διάδημα. Η ρήξη των δύο αντρών είναι τώρα οριστική: ο Κωνστάντιος αρνείται να αναγνωρίσει την εξουσία του ξαδέλφου του και ο Ιουλιανός βαδίζει πια κατά της Βασιλεύουσας. Το 361 περνά τον Ρήνο και στρατοπεδεύει στη Ναϊσό, έχοντας πια την υποστήριξη όλου του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας.
Ο εμφύλιος πόλεμος είναι προ των πυλών, ο Κωνστάντιος πεθαίνει ωστόσο αιφνιδίως στις 9 Νοεμβρίου στην Ταρσό της Κιλικίας, πριν προλάβει να αντιμετωπίσει τον αντίπαλό του. Κι έτσι δύο μέρες αργότερα, ο Ιουλιανός εισέρχεται θριαμβευτής στη Βασιλεύουσα και αναγορεύεται επισήμως αυτοκράτορας. Έχει την καθολική αποδοχή, μιας και πριν πεθάνει ο Κωνστάντιος τον ονόμασε διάδοχό του.
Κι έτσι ο μελετηρός νέος που πέρασε όλη του τη ζωή περιμένοντας τη δολοφονία του έγινε φοβερός στρατάρχης και αυτοκράτορας τελικά όλου του Βυζαντίου…
Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης
Πρώτο μέλημα του νέου αυτοκράτορα είναι να θάψει τον προκάτοχό του με τις αρμόζουσες τιμές. Όταν βγαίνει όμως από τον καθεδρικό που τελέστηκε η κηδεία του Κωνστάντιου, δίνει όρκο ιερό να μην ξαναπατήσει σε χριστιανική εκκλησία! Τώρα εξάλλου δεν υπάρχει λόγος να κρύβει πως έχει ασπαστεί την εθνική θρησκεία, καθώς είναι αυτοκράτορας και δεν κινδυνεύει από κανέναν.
Επισημοποιεί έτσι τη σχέση του με τον παγανισμό και θέτει ακρογωνιαίο λίθο της βασιλείας του την επαναφορά της ειδωλολατρίας ως επίσημης θρησκείας του Βυζαντίου.
Δεν προβαίνει σε διωγμούς χριστιανών, γιατί γνωρίζει πως οι μάρτυρες ενίσχυαν το λαϊκό έρεισμα μιας θρησκείας. Ο ίδιος ήταν εξάλλου εχθρός της βίας και ήθελε η μετάβαση στην ειδωλολατρία να γίνει ειρηνικά. Αφού έδωσε γενική αμνηστία στους εξόριστους αιρετικούς του χριστιανισμού, περιόδευε τώρα στην αχανή του αυτοκρατορία αναβιώνοντας παγανιστικές λατρείες. Έκανε μάλιστα τόσες πολλές θυσίες ζώων που ο λαός τον αποκαλούσε κοροϊδευτικά «εκδορέα».
Τρεις ήταν οι πυλώνες της πολιτικής του, αφού αναδιοργάνωσε βεβαίως την αυλή του και τιμώρησε παραδειγματικά τους δολοφόνους του πατέρα του αλλά και τους μηχανορράφους αυλικούς του Κωνστάντιου: η ριζική αναδιάρθρωση της διοικητικής μηχανής, η θρησκευτική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η εξουδετέρωση του περσικού κινδύνου.
Το πολύμορφο μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα αποσκοπούσε στην αποκέντρωση της αυτοκρατορικής διοίκησης και τη δραστική μεταλλαγή του φορολογικού συστήματος, ώστε να γίνει δικαιότερο. Ιδιαίτερη φροντίδα έλαβε και για την ίδρυση δομών κοινωνικής πρόνοιας, αν και η σύντομη βασιλεία του θα εξαντλούνταν τελικά στη λυσσαλέα του προσπάθεια για τη δημιουργία μιας εθνικής εκκλησίας αλλά και την κατάρτιση ενός ενιαίου εκπαιδευτικού προγράμματος με έμφαση στο πνεύμα των κλασικών κειμένων.
Ο Ιουλιανός ήταν κινούμενο σκάνδαλο για τα πρωτοβυζαντινά αυτά χρόνια, καθώς ήταν τελείως διαφορετικός από τους αυτοκράτορες που είχε συνηθίσει ο λαός. Ο ασκητικός τρόπος ζωής του και η λιτή του εμφάνιση χτυπούσαν στα μάτια και τα μυαλά των υπηκόων του, που ήθελαν τους βασιλείς τους παντοδύναμους μονάρχες να στέκουν σαφώς ψηλότερα από τους κοινούς θνητούς.
Κι έτσι το κυβερνητικό του όραμα πέρασε στα «ψιλά» της σταυροφορίας του να επαναφέρει την παλιά θρησκεία, παρά το γεγονός ότι ακόμα και κάποιοι από τους εχθρούς του παραδέχονταν πως ήταν ένας από τους ικανότερους αυτοκράτορες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας!
Μέσα σε όλα αυτά, ο Ιουλιανός αποκατέστησε πράγματι το 362 με βασιλικό διάταγμα την εθνική θρησκεία, καθιερώνοντας ωστόσο την αρχή της ανεξιθρησκίας. Οι κλεισμένοι αρχαίοι ναοί λειτούργησαν και πάλι και η εκκλησιαστική περιουσία αναδιανεμήθηκε στους δικαιούχους της. Ωστόσο, οι χριστιανοί υπήκοοι απομακρύνθηκαν από τα ανώτατα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, ενώ αποκλείστηκαν ως δάσκαλοι από τα σχολεία της αυτοκρατορίας.
Ο Ιουλιανός θεωρούσε ασύμβατο τον χριστιανισμό με την κλασική ελληνική παιδεία και η σκέψη του ήταν ένα κράμα προσωκρατικής φιλοσοφίας και νεοπλατωνισμού. Αναγνώριζε ως υπέρτατο θεό τον ήλιο και η ελληνική φιλοσοφία ήταν γι’ αυτόν η πνευματική υποδομή της νέας θρησκείας. Όσο για την ειδωλολατρική λατρεία, ήταν ο μόνος δρόμος για τη σωστή διάπλαση των ηθών. Παρά ταύτα, γνώριζε βαθιά τον χριστιανισμό και θαύμαζε απεριόριστα την κοινωνική αλληλεγγύη που ευαγγελιζόταν η Αγία Γραφή.
Όσο συναντούσε βέβαια ισχυρή αντίδραση και αμείλικτη χριστιανική κριτική στα πεπραγμένα του, τόσο μεθόδευε τη μεταρρύθμιση και σκλήρυνε τη στάση του. Στην Αντιόχεια, για παράδειγμα, όταν κάηκε ο Ναός του Απόλλωνα που θέλησε να αναβιώσει, έκλεισε μεμιάς τη μεγαλύτερη χριστιανική εκκλησία της πόλης.
Κι έτσι ο μετριοπαθής και λογικός αυτοκράτορας των αρχών της βασιλείας του μετατράπηκε σύντομα σε έναν σκληρό και σε κάποιες περιπτώσεις παράλογο άντρα, που δυσαρεστούσε τώρα όχι μόνο τους χριστιανούς, αλλά και τους παγανιστές υπηκόους του. Όπως αποτιμούν οι ιστορικοί του παρόντος, ο ενθουσιασμός του Ιουλιανού για την αναβίωση της ειδωλολατρίας έμελλε να αποδειχθεί ουτοπικός, μιας και ο χριστιανισμός είχε αποκτήσει ήδη βαθιές ρίζες στην αυτοκρατορία.
Το απρόοπτο τέλος
Όντας το 363 στην Αντιόχεια, εκστράτευσε εναντίον των Περσών, που κάτω από την ηγεμονία του Σαπώρη Β’ είχαν εντατικοποιήσει τις επιθέσεις τους στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Ο Ιουλιανός νίκησε σε όλες τις μάχες τους αντιπάλους του και έφτασε μέχρι την πρωτεύουσά τους, την Κτησιφώντα, την οποία πολιορκούσε πια. Δεν μπορούσε όμως να την καταλάβει, κι έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στο Βυζάντιο μέσα σε δύσκολες συνθήκες και εχθρικό κλίμα.
Σε άλλη μια μικρής έκτασης αψιμαχία με τους Πέρσες, οι οποίοι απέφευγαν εξάλλου την ολομέτωπη σύγκρουση προτιμώντας τον ανταρτοπόλεμο, ο Ιουλιανός δεν φορούσε τον προστατευτικό του θώρακα. Το ημερολόγιο έγραφε 26 Ιουνίου 363 όταν πληγώθηκε θανάσιμα από δόρυ στο συκώτι.
Τις τελευταίες ώρες της ζωής του τις πέρασε στη σκηνή του συζητώντας με τους φιλοσόφους Πρίσκο και Μάξιμο περί αθανασίας της ψυχής. Ο Ιουλιανός φέρεται να ξεψύχησε με τη φράση «Νενίκηκάς με, Ναζωραίε», αναγνωρίζοντας το μάταιο της προσπάθειάς του να αναβιώσει την αρχαία θρησκεία, αν και η φράση του αμφισβητείται ιστορικά, μιας και μπήκε στο στόμα του από τους πολέμιούς του χριστιανούς συγγραφείς (όπως ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός). Τους ίδιους δηλαδή που έλεγαν πως τον είχε λαβώσει θανάσιμα ένας άγιος!
Νέος κύκλος διαξιφισμών θα ξεκινούσε τώρα για το ποιος έριξε το μοιραίο δόρυ. Ήταν άραβας οπλίτης, ήταν «οικείος στρατιώτης», όπως γράφει ο χριστιανός ιστορικός Σωκράτης, ήταν «άγνωστον πόθεν», όπως διαπιστώνει ο αυτόπτης μάρτυρας Αμμιανός ή μήπως ίσχυε αυτό που έγραφε ο Λιβάνιος, πως τον σκότωσε δηλαδή χριστιανός («εν τοις ημετέροις ήν ο φονεύς»);
Η μετέπειτα χριστιανική παράδοση καθιέρωσε τόσο πως τον σκότωσε ένας άγιος όσο και τους μειωτικούς χαρακτηρισμούς με τους οποίους συστήνεται σήμερα σε μας: «Αποστάτης», «Παραβάτης» κ.λπ. Τον διαδέχτηκε στον θρόνο ο αρχαιότερος αξιωματικός της ανακτορικής φρουράς, ο Ιοβιανός, και οι θρησκευτικές περιπέτειες του Βυζαντίου πήραν μια και καλή τέλος.
Όσο για την αινιγματική αυτή μορφή του Βυζαντίου, παραμένει η χαρακτηριστικότερη ίσως περίπτωση ιστορικής προσωπικότητας για την οποία οι μεταγενέστεροι χωρίζονται σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ο αμφιλεγόμενος Ιουλιανός κείτεται εξάλλου στο μεταίχμιο μιας εποχής, στις τελευταίες σελίδες δηλαδή της ρωμαϊκής ιστορίας και τα πρώτα κεφάλαια του Βυζαντίου. Την ίδια ώρα, τον συναντούμε ως συγγραφέα σε όλες τις ιστορίες της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αλλά και εξίσου συχνά στην πορεία της βυζαντινής λογοτεχνίας.
Κυρίως όμως ο Ιουλιανός βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγκρουσης ανάμεσα στον χριστιανισμό και τις αρχαίες θρησκείες στα όρια που εφάπτονται δυο ιστορικές περίοδοι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. «Αποστάτης» ή «Μέγας» ο βραχύβιος αυτός αυτοκράτορας, διαλέγεις και παίρνεις…
Use Facebook to Comment on this Post