Αν και το άρθρο του επιστήμονα θα περιληφθεί σε έκδοση του περιοδικού International Journal of Astrobiology που θα διατεθεί στις αρχές της επόμενης χρονιάς, έχει προδημοσιευθεί online από τις 4 Δεκεμβρίου. Στην έρευνά του, ο Wandel βασίσθηκε στην εξίσωση Drake, η οποία διατυπώθηκε το 1961 και υπολογίζει την πιθανότητα να υπάρχουν εξωγήινοι πολιτισμοί στον Γαλαξία.
Μέχρι σήμερα, όμως, η εξίσωση είχε ένα σημαντικό μειονέκτημα, αφού για τις περισσότερες παραμέτρους της δεν λαμβάνονται υπόψη πραγματικά παρατηρησιακά δεδομένα για να καθορισθούν οι τιμές τους. Έτσι, ο αστροβιολόγος επιχείρησε να εκτιμήσει μια ακόμη παράμετρο, και πιο συγκεκριμένα το ποσοστό των πλανητών στον Γαλαξία μας, στους οποίους μπορεί να αναπτυχθεί ζωή.
Γι’ αυτό τον σκοπό, αξιοποίησε δεδομένα από το διαστημικό τηλεσκόπιο Kepler, το οποίο εκτοξεύθηκε το 2009 με αποστολή να εντοπίσει εξωπλανήτες όπου οι συνθήκες είναι παρόμοιες με τη Γη, ώστε να μπορούν σε αυτούς να αναπτυχθεί ζωή. Με βάση τις παρατηρήσεις από το Kepler, οι υπολογισμοί του Wandel είναι αρκετά ενθαρρυντικοί, αφού έδειξαν πως ο αριθμός αυτών των πλανητών κυμαίνεται από αρκετά εκατομμύρια μέχρι μερικά δισεκατομμύρια.
Ωστόσο, όσο ενθουσιασμό δημιουργεί αυτό το νούμερο, άλλη τόση απαισιοδοξία δημιουργεί η εκτίμηση του αστροβιολόγου σχετικά με την απόστασή τους από τον «κόσμο» μας. Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση του Wandel δείχνει πως ο πλησιέστερος πλανήτης όπου όντως υπάρχει ζωή, ακόμη και στο επίπεδο εξέλιξης των μονοκύτταρων μικροοργανισμών, θα πρέπει να βρίσκεται 10-100 έτη φωτός μακριά.
Μάλιστα, στην περίπτωση των νοήμονων όντων, τα οποία θα έχουν αναπτύξει έναν προηγμένο πολιτισμό, οι εκτιμήσεις αυξάνουν ακόμη περισσότερο την απόσταση – η οποία στην καλύτερη περίπτωση είναι μερικές χιλιάδες έτη φωτός. Με δεδομένο ότι τα κάθε λογής τηλεπικοινωνιακά σήματα ταξιδεύουν με την ταχύτητα του φωτός, το συμπέρασμα αυτό σημαίνει πως θα χρειάζονταν μερικές χιλιάδες χρόνια για να έρθουμε σε «επαφή» μαζί τους.
Αν και με την έρευνα του Wandel γίνεται ένα βήμα ώστε η εξίσωση του Drake να γίνει πιο αντικειμενική στις εκτιμήσεις της, η αλήθεια είναι πως υπάρχουν ακόμη αρκετά «ανοικτά» ερωτηματικά, η απάντηση των οποίων θα μπορούσε να μικρύνει (ή και να μεγαλώσει) αυτή την απόσταση. Κατ’ αρχάς, για να καθορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη συγκεκριμένη παράμετρο, ο αστροβιολόγος αξιοποίησε δεδομένα από το Kepler, κάνοντας ωστόσο την υπόθεση πως ζωή μπορεί να αναπτυχθεί μόνο σε πλανήτες που οι τροχιές τους ανήκουν στη λεγόμενη «κατοικήσιμη ζώνη», δηλαδή ούτε πολύ μακριά αλλά ούτε και υπερβολικά κοντά στον αστέρα τους. Μια υπόθεση που ίσως διαψευσθεί αν, για παράδειγμα, ανακαλυφθούν μικροοργανισμοί στην Ευρώπη ή τον Τιτάνα, τους δύο παγωμένους δορυφόρους του Κρόνου και του Δία αντίστοιχα.
Επιπλέον, η δουλειά του Wandel αφορά μία συγκεκριμένη παράμετρο, αφήνοντας όλες τις υπόλοιπες σε υποκειμενικές εκτιμήσεις. Έτσι, π.χ. οι υπολογισμοί του δεν λένε τίποτα για το πόσο πιθανό είναι να έχει όντως αναπτυχθεί ζωή σε έναν «φιλόξενο» πλανήτη. Ένα νούμερο που αναμένεται να συγκεκριμενοποιηθεί περισσότερο τις επόμενες δεκαετίες, όταν νέες διαστημικές αποστολές θα αρχίσουν να εξετάζουν δυνητικά κατοικήσιμους πλανήτες, ψάχνοντας στην ατμόσφαιρά τους για ενδείξεις βιολογικών δραστηριοτήτων.