Μέσα από τους δαιδαλώδεις διαδρόμους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας συχνά αναδύονται, θα λέγε κανείς, παρουσίες αινιγματικές, όπως για παράδειγμα εκείνη του Μινώταυρου, οι οποίες δεν συνάδουν μι την αισθητική των αρχαίων Ελλήνων και ξινίζουν κάθε μελετητή, προκαλώντας παράλληλα πολλά ερωτήματα για την υπόσταση και την καταγωγή τους. Μια από τις αινιγματικές παρουσίες του αρχαίου ελληνικού μύθου είναι εκείνη των Κενταύρων, των ανθρώπωναλόγων, που φέρονται να κατοικούσαν κυρίως στο Πήλιο της Μαγνησίας. Μισοί άνθρωποιμισοί άλογα, δεν εξοβελίσθηκαν σε σκοτεινά υπόγεια, όπως ο άνθρωποςταύρος της Κρήτης, αλλά συχνά απέκτησαν ιδιάζουσα θέση ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες ημίθεους και ήρωες, αναλαμβάνοντας ακόμα και αυτό τον ρόλο του παιδαγωγού τους, όπως ο Κένταυρος Χείρων.
Ο Κένταυρος Χείρων
Λαπίθης & Κένταυρος
Ωστόσο, ανάμεσα στις ανθρωπόμορφες εικόνες των ολύμπιων θεών, των ημίθεων και των ηρώων, των οποίων η εμφάνιση αγγίζει την τελειότητα, αναφαίνονται και κάποιες αλλόκοτες μορφές, που αποτελούνται από συνθέσεις μελών του ανθρώπινου, κατά βάση, σώματος και άλλων εκπροσώπων του ζωικού βασιλείου.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι Κένταυροι, σε κάποιους από τους οποίους μάλιστα, όπως ο Χειρών, η ελληνική μυθολογία επιφύλαξε εξέχοντα ρόλο.
Τι ήταν, άραγε, αυτά τα περίεργα πλάσματα, τα μισά άνθρωποιμισά άλογα, που έγιναν δεκτά με τόση φυσικότητα από τον λάτρη του κάλλους και της αρμονίας αρχαίο Έλληνα; Ήταν απλώς δημιουργήματα της φαντασίας ή είχαν και κάποια ιστορική παρουσία σε μια δεδομένη στιγμή;
Από πού προέρχονταν και ποια ήταν η αληθινή τους φύση;
Μήπως επρόκειτο για αμιγώς συμβολικές μορφές, και αν ναι, τότε τι συμβόλιζαν;
Οι απόψεις για τους Κενταύρους, για το αν υπήρξαν πράγματι κάποια στιγμή στο ιστορικό προσκήνιο, καθώς και για την πραγματική φύση και καταγωγή τους ποικίλλουν. Αφού εξετάσουμε αναλυτικά τις μαρτυρίες που μας παρέχει η μυθολογία για την παρουσία τους, θα δούμε στη συνέχεια πώς τέτοια περίεργα πλάσματα κατάφεραν να εισδύσουν στην ελληνική μυθολογία.
ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ
Ο Κένταυρος Χείρων με τον Ασκληπιό σε μαρμάρινο ανάγλυφο
Ο Πηλέας φέρνει τον μικρό Αχιλλέα στον Κένταυρο Χείρωνα. Παράσταση από μελανόμορφο αγγείο
Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι Κένταυροι ήταν μια φυλή «τερατωδών» υπάρξεων, οι οποίες είχαν ανθρώπινο κεφάλι, κορμό και χέρια, ενώ από τη μέση και κάτω είχαν αλογίσιο σώμα.Κατοικούσαν κυρίως στα δάση του ό ρους Πηλίου της Μαγνησίας, στην αρχαία Θεσσαλία, όπου ζούσαν σε σχεδόν άγρια κατάσταση. Φημολογείται ότι κατάγονταν από τον Ιξίονα, γιο του Φλεγύα, βασιλιά των Λαπίθων.
Ο μύθος λέει πως εκείνος δίνοντας δείγματα του κακού χαρακτήρα του είχε δολοφονήσει με δόλο τους γονείς της συζύγου του. Κατόπιν προσέφυγε στον Δία, ο οποίος και δέχθηκε να τον εξαγνίσει από το μίασμα των φόνων που τον βάρυνε.
Ο βασιλιάς των θεών, μάλιστα, τον συμπάθησε τόσο, ώστε τον κάλεσε σε θεϊκό γεύμα στον Όλυμπο, όπου ο Ιξίων μέθυσε και, παραγνωρίζοντας τη θεϊκή τιμή που του αποτιόταν, θέλησε να αποπλανήσει την Ήρα και να συνευρεθεί μαζί της.
Υπέθετε ότι και αυτή θα συναινούσε στις ορέξεις του και ότι θα εκμεταλλευόταν δεόντως την ευκαιρία προκειμένου να εκδικηθεί τον Δία για τις συχνές απιστίες του.
Ο Ζευς, όμως, μαντεύοντας τις προθέσεις του Ιξίονα, έδωσε σε ένα σύννεφο τη μορφή της συζύγου του και ο Ιξίων, υπερβολικά μεθυσμένος, δεν κατάλαβε την απάτη με αποτέλεσμα να συνευρεθεί με το σύννεφο Ήρα. Ο Δίας τον συνέλαβε επ’ αυτοφώρω και τότε πρόσταξε τον Ερμή να τον μαστιγώσει ανηλεώς έως ότου εκείνος επαναλάβει τη φράση: «Πρέπει να τιμάμε τους ευεργέτες μας». Κατόπιν τον έδεσε σε έναν πύρινο τροχό που περιστρεφόταν αέναα στον ουρανό. Η ψεύτικη Ήρα μετά τη συνεύρεση της με τον Ιξίονα ονομάσθηκε Νεφέλη (σύννεφο) και γέννησε το απόβλητο παιδί αυτής της επαφής, που ήταν ένα δίμορφο ον, το οποίο έλαβε το όνομα Κένταυρος. Εκείνος μεγαλώνοντας συνευρέθηκε με τη σειρά του με τις φοράδες της Μαγνησίας, με αποτέλεσμα να γεννηθούν οι αλογοκένταυροι, με το τετράποδο, αλογίσιο σώμα από τη μέση και κάτω και ανθρώπινο από τη μέση και πάνω.
Γνωστοί οι Κένταυροι έγιναν κυρίως από τη διαμάχη τους με τους γειτονικούς τους Λαπίθες, με τους οποίους τους χώριζε μια βαθιά έχθρα, μολονότι μυθολογικά είχαν την ίδια καταγωγή, από τον προγονό τους Λαπίθη βασιλιά Ιξίονα. Όταν ένας άλλος βασιλιάς των Λαπίθων, ο Πείριθος, τους κάλεσε στον γάμο του με την Ιπποδάμεια, εκείνοι δεν μπόρεσαν να ελέγξουν τον εαυτό τους και, αφού πρώτα μέθυσαν από το πολύ κρασί, που για πρώτη φορά γεύονταν, ακολούθησαν το παράδειγμα του προγόνου τους Ιξίονα και, προσβάλλοντας τον υψηλό τους οικοδεσπότη, προσπάθησαν να ασελγήσουν στη νύφη του, καθώς και στα νεαρά αγόρια που παρευρίσκονταν στον γάμο.
Περιγράφοντας αυτή τη συμπεριφορά τους ο μύθος αφ’ ενός καταδεικνύει πως ήταν γνήσιοι απόγονοι του Ιξίονα, αφού μιμούντο επακριβώς τις πράξεις του και αφ’ ετέρου αφήνει εντέχνως να διαφανεί η ημιάγρια κατάσταση στην οποία ζούσαν οι Κένταυροι.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, ακολούθησε μάχη μεταξύ Κενταύρων και Λαπίθων, η οποία διήρκεσε μέχρι τη νύκτα και στο τέλος της οποίας οι Κένταυροι νικήθηκαν κατά κράτος. Βοηθός των Λαπίθων σε αυτό τον πόλεμο στάθηκε ο Αθηναίος βασιλιάς Θησέας, ο οποίος μετά την νικηφόρο για τον ίδιο και τους συμμάχους του έκβαση της μάχης οδήγησε τους Κενταύρους στη χώρα των Αιθίκων, μια περιοχή κοντά στο όρος Πίνδος, αναγκάζοντας τους να εγκαταλείψουν το Πήλιο. Εκείνοι όμως ανασυγκρότησαν γρήγορα τις δυνάμεις τους και εισέβαλαν στην περιοχή των Λαπίθων, τους νίκησαν και τους κατέσφαξαν, αναγκάζοντας όσους επέζησαν να εγκατασταθούν στη Φολόη της Ήλιδας, κοντά στον Μαλέα.
Το μαρτύριο του Ιξίονα από τον οποίο κατάγονται οι Κένταυροι
Ο συγκεκριμένος Κένταυρος, σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο γιος του Ιξίονα. Πολέμησε εναντίον του Ηρακλή στη Φολόη, αλλά γλύτωσε τον θάνατο.
Κάποια ημέρα συναντώντας ξανά τον ήρωα με τη σύζυγο του Δηιάνειρα αποπειράθηκε να την δώσει, κατά τη συνήθεια των Κενταύρων. Ακολούθησε αγώνας μεταξύ του Νέσσου και του ημίθεου, κατά τον οποίο ο Κένταυρος πληγώθηκε θανάσιμα.
Πεθαίνοντας άφησε ένα φίλτρο στη Δηιάνειρα, λέγοντας της πως, εάν εμπότιζε με αυτό τα ρούχα του Ηρακλή, εκείνος θα την αγαπούσε παράφορα.
Πιστεύοντας στα επιθανάτια λόγια του, η Δηιάνειρα έκανε ό,τι της είχε προτείνει εκείνος με αποτέλεσμα να θανατώσει τον Ηρακλή, αφού το φίλτρο στην πραγματικότητα ήταν δηλητήριο.
Μετανοημένη για ό,τι είχε συμβεί, αυτοκτόνησε και η ίδια.
Η απόπειρα βιασμού του Κενταύρου Νέσσου κατά της Δηιάνειρας θυμίζει τις ακόλαστες σκηνές στους γάμους του Πειρίθου, τις οποίες προαναφέραμε και στις οποίες επενέβη ο Θησέας (ο Αθηναίος Ηρακλής), για να σώσει την Ιπποδάμεια από την επίθεση του Κενταύρου Ευρυτίωνα.
Μωσαϊκό Ρωμαϊκής εποχής, που απεικονίζει δύο θηλυκούς Κενταύρους να στέφουν την Αφροδίτη
Ο Κένταυρος Νέσσος επιτίθεται στην Δηιάνειρα.
Ο ημίθεος βρέθηκε αντιμέτωπος με αυτούς και τους κατατρόπωσε. Χαρακτηριστική είναι η διήγηση με τον Κένταυρο Φόλο, ο οποίος διαβιούσε στη Φολόη της Πελοποννήσου και ήταν γιος ενός Σειληνού και μιας νύμφης που κατοικούσε σε δένδρο φλαμουριάς. Όταν ο ήρωας πήγαινε να σκοτώσει τον Ερυμάνθιο κάπρο, ο Φόλος τον φιλοξένησε στη σπηλιά του και του παρέθεσε γεύμα με ψητό κρέας, ενώ ο ίδιος προτίμησε το ωμό.
Ο Φόλος με την προτροπή του ήοωα τόλμησε να ανοίξει και να γευθεί το πιθάρι με το κρασί που φύλαγε στη σπηλιά του και το οποίο, σύμφωνα με τον μύθο, αποτελούσε κοινή περιουσία όλων των Κενταύρων, την οποία είχαν κληρονομήσει από τον Διόνυσο τέσσερις γενεές νωρίτερα.
Τότε όμως οι άλλοι Κένταυροι, που οσμίσθηκαν το κρασί, επέδραμαν με τεράστιους βράχους, με κορμούς ελάτων, με δαυλούς και με τσεκούρια εναντίον της σπηλιάς του Φόλου. Ο Ηρακλής, υπερασπιζόμενος τον Κένταυρο που τον φιλοξενούσε, πολέμησε τους επιδρομείς και τους αντιμετώπισε με έναν καταιγισμό από αναμμένα κάρβουνα, τα οποία εκτόξευσε εναντίον τους. Στην πρώτη μάχη σκοτώθηκαν οι Κένταυροι Άγχιος και Άγριος και τότε η μυθική γιαγιά τους, η Νεφέλη, για να γλυτώσει τους υπόλοιπους, έριξε μια δυνατή βροχή.
Αποτέλεσμα ήταν να χαλαρώσει η χορδή στο τόξο του Ηρακλή και να μην έχει ευστοχία και το έδαφος να γλιστρά τόσο, ώστε ο ήρωας να μην έχει ευστάθεια. Ο Ηρακλής, όμως, παρόλα αυτά κατάφερε να σκοτώσει και άλλους Κενταύρους, μεταξύ των οποίων τον Ορείο και τον Υλαίο.
Τότε οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή και κατέφυγαν στον Μαλέα, όπου βρισκόταν ο βασιλιάς τους, ο περίφημος Χειρών, διωγμένος από τους Λαπίθες. Σε αυτή τη μάχη πληγώθηκε κατά λάθος από ένα βέλος του ημίθεου Ηρακλή και ο ίδιος ο σοφός Κένταυρος Χειρών, για τον οποίο θα μιλήσουμε εκτενέστερα στη συνέχεια.
Μετά από αυτή τους την ήττα οι Κένταυροι διασκορπίσθηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Κάποιοι υπό την αρχηγία του Ευρυτρίωνα μετέβη σαν στη Φολόη, άλλοι με τον Νέσσο στον ποταμό Εύηνο, κάποιοι άλλοι έμειναν στα όρη του Μαλέα, ενώ ορισμένοι ταξίδευσαν στη Σικελία, όπου τους εξολόθρευσαν οι Σειρήνες.
Η παρουσία των Κενταύρων στον Μαλέα στηρίζεται στην τοπική παράδοση που προαναφέραμε και σύμφωνα με την οποία εκεί γεννήθηκε ο Σειληνός, πατέρας του Κενταύρου Φόλου. Κάποιοι άλλοι κατέφυγαν στην Ελευσίνα, όπου ο Ποσειδώνας τους έκρυψε μέσα σε έναν μεγάλο βράχο. Η παρουσία τους στην Ελευσίνα, όπου ο Ποσειδώνας τους έδωσε καταφύγιο κρύβοντας τους ουσιαστικά στο βουνό, υποδηλώνεται και από το γεγονός ότι χορευτές με ξύλινα άλογα λάμβαναν μέρος στην εορτή του ιερού γάμου στα Ελευσίνια μυστήρια αναπαριστώντας με τελετουργικό τρόπο αυτό ακριβώς το μυθολογικό γεγονός.
Απαγωγή της Δηιάνειρας
Κενταυρομαχία
Η διαμάχη μεταξύ Ηρακλή και Κενταύρων συνεχίσθηκε και ο ήρωας σκότωσε μερικούς ακόμα, όπως τον Ομαδό από την Αρκαδία, που ήθελε να βιάσει την Αλκυόνη, αδελφή του Ευρυσθέα.
Ο Ηρακλής φονεύει τον Κένταυρο Νέσσο
Ο Κένταυρος Φόλος δεν είχε καλύτερη τύχη, αφού ασχολούμενος με την ταφή των συγγενών του άρχισε να περιεργάζεται ένα από τα δηλητηριασμένα βέλη του Ηρακλή, με αποτέλεσμα να τρυπηθεί κατά λάθος και να πεθάνει επιτόπου. Μόνο τότε ο Ηρακλή διέκοψε την καταδίωξη των Κενταύρων και επέστρεψε στη Φολόη για να θάψει τον Κένταυρο με μεγάλες τιμές.
ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΧΕΙΡΩΝ
Ο Κρόνος συνελήφθη επ’ αυτοφώρω από τη σύζυγο του Ρέα και τότε, για να διαφύγει, μεταμορφώθηκε σε επιβήτορα ίππο και έφυγε καλπάζοντας, αφήνοντας τη Φιλύρα να γεννήσει το μισό άνθρωπο μισό άλογο παιδί της, που δεν ήταν άλλο από τον Κένταυρο Χείρωνα.
Η Φιλύρα η οποία αισθανόταν απέχθεια για το τέρας που έπρεπε να θηλάζει, παρακάλεσε τους θεούς να την μεταμορφώσουν σε οτιδήποτε άλλο προκειμένου να γλυτώσει και έτσι έγινε φλαμουριά.
Μεγαλώνοντας ο Κένταυρος Χείρων απέκτησε μεγάλη φήμη ως ιατρός, επιστήμων και μάντης, αφού με τα άνθη της φιλύρας (κοινώς φλαμουριάς) θεράπευε ασθενείς, ενώ κόβοντας σε μικρές λωρίδες τον εσωτερικό της φλοιό τον χρησιμοποιούσε για να μαντεύει. Φημολογείτο ακόμη ότι δάσκαλος του Χείρωνα ήταν ο ίδιος ο Απόλλων. Η φήμη του Κενταύρου Χείρωνα ως ιατρού και μάντη εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα, ενώ το όνομα του εμφανίζεται σε πολύ πρώιμες θηραϊκές επιγραφές στους βράχους του νησιού. Σοφός και αγαθός εκ φύσεως, ήταν ανεκτίμητος φίλος των ανθρώπων, αφού σε αυτόν προσέτρεχαν προκειμένου να θεραπευθούν.
Σε ένα αρχαίο αγγείο παριστάνεται φορώντας έναν μανδύα σκεπασμένο με άστρα, κρατώντας ένα ξεριζωμένο δένδρο, έχοντας τα θηράματα του κυνηγιού του στο πλάι του και συνοδευόμενος από τον σκύλο του.
Ο Χείρων ήταν εκείνος που βοήθησε και υπερασπίσθηκε τον Πηλέα και που ανέθρεψε και μόρφωσε ένα πλήθος θεϊκών και ηρωικών προσώπων, όπως τον Αχιλλέα, τον Ιάσονα, τον Ασκληπιό, τον Ηρακλή και τον Αινεία.
Ο Απόλλων ο ίδιος μετέφερε το βρέφος Ασκληπιό μετά τη θανάτωση της μητέρας του Κορωνίδας στον Κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος τον ανέθρεψε και του μετέδωσε τις θεραπευτικές του γνώσεις και την τέχνη του κυνηγιού.
Ο Ασκληπιός, μάλιστα, απέκτησε τέτοια ικανότητα στο να θεραπεύει ασθενείς, ώστε θεωρείται ο πατέρας της Ιατρικής.
Σύμφωνα πάντοτε με τον μύθο, ο Δίας του χάρισε την αθανασία.
Τη μορφή του Ασκληπιού που κρατά το θεραπευτικό φίδι ο Ζευς την τοποθέτησε ανάμεσα στα άστρα, όπως και του δασκάλου του Κενταύρου Χείρωνα. Ωστόσο, παρά τη σοφία που τον διέκρινε και την οικειότητα του με τους ανθρώπους, στη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων ο Κένταυρος Χείρων παρέμεινε ένας άγριος κυνηγός και μια σκοτεινή θεϊκή μορφή.
Οι Κένταυροι της Μαγνησίας και οι Θεσσαλοί της Ιωλκού φαίνεται ότι ήταν δεμένοι με εξωγαμική συμμαχία: από εδώ δικαιολογείται και η άποψη ότι η σύζυγος του Πηλέα ίσως να μην ήταν η θεά Θέτις, αλλά η κόρη του Κενταύρου Χείρωνα. Όταν η Θέτις εγκατέλειψε τον Πηλέα, εκείνος ανέθεσε την ανατροφή του γιου τους Αχιλλέα στον Κένταυρο Χείρωνα, στο Πήλιο. Ο Χείρων, σύμφωνα με τον μύθο, έτρεφε τον Αχιλλέα με εντόσθια λιονταριών και αγριόκαπρων και με μεδούλι άρκτων, για να γίνει γενναίος, ή, σύμφωνα με άλλους, με μέλι από κερήθρα και μεδούλι ελαφιού, για να τρέχει γρήγορα. Εκείνος τον εισήγαγε στην τέχνη της ιππασίας, του κυνηγιού, του αυλού και της ιατρικής. Ο νεαρός ήρωας ήταν, μάλιστα, τόσο επιδεκτικός σε όσα του δίδασκε ο Κένταυρος, ώστε σε ηλικία έξι ετών έσυρε τον πρώτο του αγριόχοιρο στη σπηλιά του Χείρωνα.
Ο Χείρων, λόγω της θεϊκής καταγωγής του, ήταν αθάνατος, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, ο Ηρακλής στη μάχη του εναντίον των Κενταύρων, προκειμένου να υπερασπισθεί τον φίλο του Φόλο, πλήγωσε κατά λάθος με δηλητηριασμένο βέλος στο πόδι τον γέρο σοφό. Ο ημίθεος λυπήθηκε πάρα πολύ για τον τραυματισμό του γέροντα φίλου του και προσπάθησε να τον θεραπεύσει ο ίδιος με φάρμακα τα οποία του υποδείκνυε ο Χείρων. Τα φάρμακα, όμως, δεν τον ωφέλησαν καθόλου και, βασανιζόμενος από τους φρικτούς πόνους που του προκαλούσε το τραύμα, αλλά και κουρασμένος από την ατελείωτη ζωή του, ο περιφημότερος των Κενταύρων ζήτησε από τον Δία να τον απαλλάξει από την αθανασία. Κάτι τέτοιο όμως ήταν πολύ δύσκολο και μόνο μετά από την παρέμβαση του Προμηθέα, ο οποίος δέχθηκε να ανταλλάξει τη θνητότητα του με την αθανασία του Χείρωνα, ο Ζευς ενέκρινε τον θάνατο του Κενταύρου.
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΥΘΟ
Μάχη με Κένταυρο
Παράσταση αρχαίου νομίσματος με Κενταύρους
Με βάση τη μυθολογία, λοιπόν, οι Κένταυροι συνάγεται ότι δεν ήταν πολύ φιλικοί με |τους ανθρώπους και όλα αυτά τα περιστατικά μέθης και ασελγειών, στα οποία επιδίδονταν, τους είχαν αποδώσει κακή φήμη μεταξύ των γειτόνων τους, αλλά και των άλλων Ελλήνων.
Ωστόσο, ορισμένοι από αυτούς, όπως ο Κένταυρος Χείρων, διακρίνονταν για τη σοφία τους, ενώ και κάποιοι άλλοι έγιναν διάσημοι για την αφοσίωση τους στους ανθρώπους, όπως ο Φόλος.
Ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει να μελετηθεί τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτές τις ιστορίες, αφού πάντοτε ο μύθος υπήρξε ένας τρόπος να ειπωθούν στους ανθρώπους διάφορα πραγματικά φαινόμενα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν διαφορετικά.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση του μύθου τους γίνεται φανερό ότι οι περίφημοι Κένταυροι ήταν ένα ίσως λιγότερο πολιτισμένο πρωτοελληνικό φύλο, που κατοικούσε στην αρχαία Θεσσαλία.
Είναι πιθανόν όμως ορισμένοι από αυτούς, μέλη κάποιου ιδιαίτερου ιερατείου της σεληνιακής λατρείας, να ήταν φορείς μιας εμπειρικής γνώσης, την οποία μετέδωσαν στους νέους κατοίκους. Ίσως σ’ αυτό το γεγονός να βρίσκεται και η βάση του μύθου του Κενταύρου Χείρωνα και η ιδιαίτερη, σε σχέση με τους άλλους Κενταύρους, μεταχείριση του από τη μυθολογία.
Οι Κένταυροι ως πρωτοελληνικό φύλο προέρχονται από την πελασγική λατρεία, ήταν οπαδοί δηλαδή μιας πρωτοελληνικής πίστης που λάτρευε τους Τιτάνες, τους οποίους, σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Δίας κατατρόπωσε και έριξε στα Τάρταρα. Οι Πελασγοί, μεταξύ των υπολειμμάτων των οποίων συγκαταλέγονταν και οι Κένταυροι της Μαγνησίας, παρά την επικράτηση των Αχαιών και κατόπιν των Δωριέων και την επιβολή του ολύμπιου Δωδεκάθεου, δεν εγκατέλειψαν ποτέ τη λατρεία των Τιτάνων και εξακολουθούσαν να πιστεύουν στον «παράδεισο των δυτικών εσχατιών» και στη στήριξη του στερεώματος από τον Άτλαντα.Όπως προαναφέρθηκε, τόσο οι Λαπίθες όσο και οι Κένταυροι διατείνονταν ότι κατάγονταν από τον Ιξίονα, έναν προολύμπιο δρυοήρωα και είχαν κοινή τη λατρεία του αλόγου.
Η λέξη «Κένταυρος», κατά την κλασική ετυμολογία, σημαίνει αυτόν που κεντρίζει τους ταύρους, ενώ ο χαρακτηρισμός «Λαπίθης» προέρχεται από το «λαπίζειν» και σημαίνει αυτόν που περπατά καμαρωτός. Κατά μια άλλη, λιγότερο πιθανή εκδοχή, αλλά δια δεδομένη στη Δύση, οι όροι αυτοί μπορεί να προέρχονται από τις λατινικές λέξεις centuria, που σημαίνει λόχος 100 στρατιωτών και lapicidae, που σημαίνει λατόμοι. Αυτό όμως φαίνεται απίθανο, αφού στη μυθολογία και οι δύο φυλές προϋπάρχουν χρονολογικά της εμφάνισης των Λατίνων.
Επρόκειτο μάλλον για δύο πρωτόγονες και ορεσίβιες συγγενικές φυλές της βόρειας Ελλάδας, των οποίων την παλαιά εχθρότητα εκμεταλεύθηκαν οι Αχαιοί και οι Δωριείς. Αφού συμμάχησαν πρώτα με τους μεν και μετά με τους δε, κατάφεραν τελικά να τους νικήσουν ολοσχερώς και να τους απομακρύνουν από τον τόπο τους.
Αυτό ακριβώς υποδηλώνει και ο μύθος που προαναφέραμε και ο οποίος περιγράφει ότι οι Λαπίθες με τη βοήθεια του Αθηναίου ήρωα Θησέα κατανίκησαν τους Κενταύρους και τους εκτόπισαν στα όρη της Πίνδου.
Είναι πάντως απίθανο η μάχη μεταξύ Λαπίθων και Κενταύρων που αναπαριστά το στο αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία (Παυσανίας Ε 10, 2), στο ιερό του Θησέα στην Αθήνα (Παυσανίας Α 17, 2) και πάνω στην αιγίδα της Αθηνάς (Παυσανίας Α 28,2) να αναφέρεται απλώς σε συμπλοκή μεταξύ παραμεθόριων φυλών.
Συνδεδεμένη με τη βασιλική γαμήλια εορτή που προστατευόταν από τους θεούς και στην οποία παρευρέθηκε και ο Θησέας, η μάχη θα περιγραφόταν ως τελετουργικό γεγονός με το οποίο θα είχαν στενή σχέση όλοι οι Έλληνες. Πιθανώς να επρόκειτο για μια τελετουργία που είχε δημιουργηθεί με βάση και πυρήνα τον μύθο των Κενταύρων και της κατανίκησης τους από τα νέα ελληνικά φύλα. Ωστόσο, η μάχη του Ηρακλή με τους Κενταύρους, όπως και η παρόμοια μάχη του Θησέα στους γάμους του Πειρίθου, που προαναφέραμε, ίσως να εντασσόταν σε ένα ευρύτερο τελετουργικό της σεληνιακής λατρείας και αρχικά να απεικόνιζε την τελετουργική μάχη μεταξύ του μόλις ενθρονισμένου βασιλιά και των ζωόμορφων αντιπάλων του. Τα παραδοσιακά όπλα του ιερού βασιλιά ήταν τα βέλη. Ως απαρχή της κυριαρχίας του εκτόξευε από ένα βέλος προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και ένα πέμπτο προς τον ουρανό.
Κένταυρος και Θηρία
Ο Καινεύς και οι Κένταυροι
Δεν είναι απίθανο όμως να επιζεί σε αυτό τον μύθο και μια ανάμνηση των συνοριακών πολέμων των Αχαιών και των Δωριέων με τους Πρωτοέλληνες ορεινούς κατοίκους της βόρειας Ελλάδας. Όσο αφορά τα δηλητηριασμένα βέλη με τα οποία βρήκαν τον θάνατο αρκετοί Κένταυροι, αυτά αποτελούν συνηθισμένο μοτίβο της μυθολογίας.
Με δηλητηριασμένα βέλη που διάτρησαν το πόδι ή το γόνατο τους πέθαναν όχι μόνο ο Κένταυρος Φόλος ή ο Κένταυρος Χείρων, αλλά και ο Αχιλλέας, ο μαθητής του Χείρωνα. Και οι τρεις ήταν ιεροί βασιλιάδες της Μαγνησίας.
Με άλλα λόγια οι Κένταυροι πρέπει να ήταν ένα πρωτοελληνικό φύλο, το οποίο επιβίωσε για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμα και μετά την κάθοδο των Δωριέων.
Η μαρτυρία του μύθου ότι ο Φόλος προτιμούσε το ωμό κρέας, ενώ όλοι οι Κένταυροι ήταν ασυνήθιστοι στην οινοποσία, δηλώνει σαφώς πως επρόκειτο τουλάχιστον για ένα λιγότερο πολιτισμένο φύλο από ό,τι τα νέα ελληνικά φύλα των Αχαιών και των Δωριέων. Το γεγονός ότι διαβιούσαν στα βουνά του Πηλίου και, μετά την ήττα τους από τους Λαπίθες, αναγκάσθηκαν να κατοικήσουν στα ορεινά μέρη της Πίνδου συνάδει απολύτως με την παραπάνω υπόθεση. Αυτοί οι ορεσίβιοι κάτοικοι της αρχαίας Θεσσαλίας φαίνεται πως επιδίδονταν σε ερωτικά όργια και έτσι απέκτησαν τη φήμη ότι είχαν ελεύθερες πολυγαμικές σχέσεις ανάμεσα στους μονογαμικούς Έλληνες
. Από αυτό το γεγονός πιθανώς να δημιουργήθηκε και ο μύθος ότι προσπαθούσαν να βιάσουν συχνά νεόνυμφες κατά τη διάρκεια της γαμήλιας εορτής. Αντιδρώντας η ελληνική νοοτροπία σε τέτοιους είδους συνήθειες, παρουσιάζει μέσω του μύθου τον Ηρακλή με τη λεοντή του να πολεμά και να τιμωρεί τους Κενταύρους σε μια παρόμοια εορταστική περίσταση.
Μέλη αυτής της νεολιθικής φυλής επέζησαν στα βουνά της Αρκαδίας και της Πίνδου μέχρι και τους κλασικούς χρόνους. Από εκεί προέρχεται και ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο δια σκορπίσθηκαν μετά την ήττα τους από τον ημίθεο Ηρακλή σε διάφορα ορεινά μέρη της Ελλάδας.
Αργότερα ο Όμηρος τους αποκαλεί «τριχωτά θηρία», ενώ δεν διαφοροποιούνται από τους σατύρους στις πρώιμες ελληνικές αγγειογραφίες.
Από όλα αυτά εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι Κένταυροι υπήρξαν αρχέγονοι άνθρωποι τους οποίους απεικόνιζαν, λόγω της βαρβαρότητας τους, στα πρώιμα έργα τέχνης ως αιγανθρώπους, όπως και τους σατύρους.
Οι νέοι πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο, οι Αχαιοί πρώτα και οι Δωριείς αργότερα, έφεραν μαζί τους και τη λατρεία του Δωδεκάθεου, την οποία και επέβαλαν ως κυρίαρχοι πλέον πληθυσμοί. Χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα αυτής της τακτικής αποτελούν οι νησιώτες Αιολείς, οι οποίοι περί το τέλος της β΄ χιλιετίας π.Χ. έγιναν υποτελείς των Αχαιών και αναγκάσθηκαν να δεχθούν τη θρησκεία του Ολύμπου. Κατά συνέπεια ο τίτλος «Ζευς», που μέχρι τότε δινόταν στους μικρούς βασιλείς, έκτοτε αποδόθηκε μόνο στον πατέρα των Θεών.
Δηιάνειρα και Κένταυροι. Παράσταση σε μελανόμορφο αγγείο
Έφιππος και Κένταυρος
Την περίοδο εκείνη φαίνεται ότι είχε ξεσπάσει ένας θρησκευτικός πόλεμος μεταξύ του απολλώνιου και του σεληνιακού ιερατείου, όπως εκείνος μεταξύ του Απόλλωνα και του Διονύσου κατά τους επόμενους αιώνες.
Σε αυτή τη θρησκευτική διαμάχη εμπλέκονται έντεχνα από τους Αχαιούς και κατόπιν από τους Δωριείς τα παλαιότερα φύλα των Κενταύρων και των Λαπίθων, που ήταν λάτρεις της Σελήνης.
Κάποια περίοδο οι Έλληνες ιερείς του Απόλλωνα δέχθηκαν τη βοήθεια των Μαγνησίων συμμάχων τους, των Κενταύρων, που ήταν ιστορικοί εχθροί των Λαπίθων, για να καταλάβουν κάποιο θεσσαλικό κορακομαντείο με τον ήρωα του και όλα τα υπόλοιπα, διώχνοντας τον σύλλογο των ιερειών της Σελήνης και καταργώντας τη λατρεία της θεάς. Ο Απόλλων διατήρησε το κοράκι ή την κουρούνα ως έμβλημα της μαντικής, αλλά οι ιερείς του θεώρησαν ότι για τη διάγνωση των παθήσεων των ασθενών τους η ερμηνεία των ονείρων ήταν απλούστερο και αποτελεσματικότερο μέσο από ό,τι οι αινιγματικοί κρωγμοί των πουλιών. Παρενθετικά σημειώνεται ότι σήμερα η ψυχολογία έχει επιδείξει ιδιαίτερο εν διαφέρον για τη θεραπευτική αξία της ερμηνείας των ονείρων.
Οι Κένταυροι, όμως, παρά την κατά καιρούς συμμαχία τους με τα νέα ελληνικά φύλα εναντίον κυρίως των παραδοσιακών εχθρών τους Λαπίθων, διατήρησαν τη σεληνιακή λατρεία τους και δεν αφομοιώθηκαν θρησκευτικά, με αποτέλεσμα να εξοβελισθούν ως παρίες. Οι Αχαιοί και οι Δωριείς λάτρεις του Απόλλωνα δεν ανέχθηκαν αυτές τις σκοτεινές μορφές λατρείας και εξεδίωξαν τους οπαδούς τους Κενταύρους στις παρυφές του Πηλίου, ενώ αργότερα τους ανάγκασαν να μετεγκατασταθούν ακόμα ορεινότερα, στην Πίνδο.
Η Σελήνη, θεά της δρυολατρίας, ήταν γνωστή και ως Δία (που σημαίνει «ουράνια») και, όπως ήδη είπαμε, είχε ως ιερά ζώα τα άλογα.
Σε αυτό το γεγονός ενυπάρχει μια σημαντική παράμετρος, που πιθανώς δίνει μια εξήγηση για την περίεργη μορφή των Κενταύρων.
Τα άλογα ήταν αφιερωμένα στη Σελήνη και η γέννηση του θρύλου ότι οι Κένταυροι ήταν μισοί άλογα και μισοί άνθρωποι οφείλεται προφανώς σε τελετουργικούς χορούς με ψεύτικα άλογα, οι οποίοι αποσκοπούσαν στην πρόκληση βροχής και όχι σε περίεργες μορφές ζωντανών υπάρξεων. Είναι πολύ πιθανό, λοιπόν, να μην πρόκειται για «αλογοανθρώπους», αποτελέσματα κάποιας τερατογέννεσης που είχαν τη σπάνια τύχη να επιβιώσουν (αντίθετα στη φύση, που δεν ανέχεται εύκολα τέτοιες μορφές), αλλά για λάτρεις, πιστούς και ιερατείο μιας σεληνιακής πρωτοελληνικής πίστης, που μεταμφιέζονταν σε ίππους, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο ζώο ήταν αφιερωμένο στη θεότητα.
Ο Κρητομυκηναϊκός πολιτισμός διακρίνεται από μια αφθονία θηλυκών θεοτήτων και από μια μυθολογία ακόμα ασαφή, στοιχειωμένη από χιμαιρικές υπάρξεις και φανταστικές συνθέσεις όλων των ειδών, τις οποίες το ζωικό βασίλειο προσφέρει στη φαντασία.
Η αρχαιότερη ελληνική παράσταση Κενταύρων δύο άνδρες ενωμένοι στη μέση με σώμα αλόγων βρίσκεται σε μυκηναϊκό κόσμημα από το Ηραίο του Αργούς και παρουσιάζει δύο Κενταύρους να στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον και να χορεύουν. Παρόμοιο ζεύγος εμφανίζεται και σε κρητικό σφραγιδόλιθο της ίδιας περίπου χρονικής περιόδου. Δεδομένου όμως ότι στην Κρήτη δεν υπήρχε γηγενής αλογολατρία, το μοτίβο αυτό έχει προφανώς εισαχθεί από την ηπειρωτική Ελλάδα.
Δεν είχαν όμως πάντοτε την ίδια μορφή οι Κένταυροι. Αρχικά παριστάνονταν συνήθως ως μισοί τράγοι παρά ως μισά άλογα. Επίσης, στην αρχαϊκή τέχνη οι σάτυροι εικονίζονταν και αυτοί ως άνθρωποι-ψεύτικα άλογα, αλλά αργότερα εικονίζονταν ως ανθρωποτράγοι.
Ο Κένταυρος κάποια περίοδο μέσα στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους της μυθολογίας και πριν ακόμα λάβει οριστικά τη γνωστή μορφή του, πρέπει να ήταν και ο προφητικός ήρωας με ουρά φιδιού (γι’ αυτό και του αποδόθηκε η ιστορία για το ζευγάρωμα του Βορέα με φοράδες). Συνήθως ως θεός φίδι παριστανόταν ο Βορέας, ο βόρειος άνεμος δηλαδή, του οποίου η λατρεία πρέπει να καταγόταν από τη Λιβύη και ο οποίος, σύμφωνα με τη μυθολογία, ως άλογο συνευρέθηκε ερωτικά με 12 φοράδες. Αναφέρεται μάλιστα ότι οι φοράδες που γεννήθηκαν από αυτές τις ενώσεις μπορούσαν να τρέχουν πάνω από τα στάχυα χωρίς να τα λυγίζουν ή πάνω από τα κύματα.
Ο μύθος αυτός επιβίωσε και στη ρωμαϊκή εποχή, κατά την οποία ο ιστορικός Πλίνιος αναφέρει ότι οι ισπανικές φοράδες μπορούσαν να συλλάβουν στρέφοντας τα καπούλια τους προς τον άνεμο.
Η ΚΡΗΤΟΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Αλλόκοτες μορφές με συνθέσεις μελών από διαφορετικά πλάσματα, όπως εκείνες των Κενταύρων, οι οποίες απέχουν πολύ από την ολύμπια αρμονία της αρχαιοελληνικής σκέψης, συναντώνται κυρίως σε μια βασική προομηρική θρησκευτική κληρονομιά των Ελλήνων που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία αυτών των αντιθέσεων.
Οι ομηρικοί Έλληνες είχαν την τύχη να κληρονομήσουν έναν πανάρχαιο πολιτισμό: τον Κρητομυκηναϊκό. Σε αυτό τον πολιτισμό βρίσκουμε τα αρχαιότερα μυθολογικά μοτίβα, καθώς και πολλές λατρευτικές τελετουργίες που προσιδιάζουν στο ελληνικό πνεύμα.
Αν τον εξετάσουμε προσεκτικά, θα δούμε ένα αρχαϊκό πανόραμα να περνά διαδοχικά από μπροστά μας. Οργιαστικές λατρείες με τις αλλόκοτες ιέρειες να κρατούν φίδια στα χέρια και τελετουργίες που λάμβαναν χώρα σε σπήλαια απεικονίζοντας το μητρικό στήθος αποτελούν μαρτυρίες για τις θηλυκές θεότητες της βλάστησης.
Ο Κρητομυκηναϊκός πολιτισμός διακρίνεται από μια αφθονία θηλυκών θεοτήτων και σίγουρα από μια μυθολογία ακόμα ασαφή, στοιχειωμένη από χιμαιρικές υπάρξεις και φανταστικές συνθέσεις όλων των ειδών, τις οποίες το ζωικό βασίλειο προσφέρει στη φαντασία.
Πρόκειται περί υπάρξεων κατασκευασμένων από ενωμένα μέλη δανεισμένα από μαστοφόρα ζώα, ερπετά, πτηνά, καθώς και από τον άνθρωπο, όπως το γνωστό σε όλους μοντέλο της σφήκας. Οι περισσότερες θεές που εμφανίζονται στο ομηρικό πάνθεον πρόδιδαν τουλάχιστον ένα κρητομυκηναϊκό πρότυπο.
Επίσης, είναι πολύ πιθανό αρκετοί από τους θεούς του ελληνικού πανθέου να ήταν κληρονόμοι μιας σειράς αρχαιότερων λατρειών ή τουλάχιστον να είχαν δανεισθεί κάτι από αυτές. Ίσως να είναι αλήθεια ότι ακόμα και κάποιες ομηρικές θεότητες δεν έχουν ελληνική καταγωγή, αλλά σε αυτό το συμπέρασμα μπορούμε να αντιπαρατάξουμε τον ισχυρισμό ότι η μυθική σκέψη δεν περιορίζεται σε τέτοια σχήματα.
Ανεξάρτητα από την εγκυρότητα της, η μυθική σκέψη σημαίνει πρώτα από όλα επινοήσεις, δημιουργίες και μύθους γεμάτους από βαθιές και μυστικές σημασίες. Δεν αποκλείεται το ελληνικό πνεύμα, το οποίο άγγιξε την πιο υψηλή κορυφή του στα ομηρικά έπη, να αφομοίωσε μοτίβα μεγάλα και μικρά από όπου πέρασε, και κυρίως από τους Κρητομυκηναίους.
Εκείνο που πρέπει να μας απασχολήσει είναι αυτό που δημιούργησε το ελληνικό πνεύμα από αυτά τα «μοτίβα». Γιατί ταυτόχρονα με τα ομηρικά ποιήματα εμφανίζεται στην ιστορία του κόσμου ένας πολιτισμός ο οποίος επιβάλλεται μεταξύ των άλλων μέσω της μοναδικότητας του ύφους του.
Η αρχαία ελληνική θρησκευτική σκέψη παρουσιάζει ένα πολυποίκιλο μωσαϊκό, το οποίο συχνά συντίθεται από εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους χρώματα και σχέδια. Αυτό όμως είχε και την αρνητική του πλευρά, διότι η ακατάσχετη σύμμειξη των παλαιών μυθολογικών θεογονικών διηγήσεων και λατρευτικών τελετουργικών με τα νέα στοιχεία δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου σύγχυση στην αντίληψη κάθε πιστού.
Έπρεπε να εμφανισθεί ο Όμηρος και κατόπιν ο Ησίοδος για να ταξινομήσουν αυτό το χάος των αλληλοεμπλεκόμενών τοπικών θεογονιών, γενεαλογιών, προσώπων, λατρευτικών τελετών, μύθων και θρύλων. Αυτοί, παρά το γεγονός ότι τους κατηγόρησαν πως μαζί με τον ανθρωπομορφισμό απέδωσαν στους θεούς όλα τα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες, κατάφεραν να δώσουν ένα κοινό πάνθεον σε όλους τους ελληνικούς πληθυσμούς και μάλιστα να «ε ιβάλουν» την κοινή θρησκεία του Δωδεκάθεου.
Σε αυτή ακριβώς την σύμμειξη του «παλαιού» με το «νέο» έχει τις ρίζες της και η αντίθεση που παρατηρήθηκε ανάμεσα στην αρχαία ελληνική θρησκεία και μυθολογία, την οποία αναφέραμε στην αρχή. Οι Έλληνες αφομοίωσαν ή διατήρησαν παλαιές πρωτόγονες πίστεις και δοξασίες στη θρησκεία τους, τις οποίες όμως εκλογίκευσαν και εξωράισαν. Κατά συνέπεια δεν είναι καθόλου απίθανο οι πρωτόγονοι λάτρεις της Σελήνης με τις τελετουργικές τους μεταμφιέσεις σε ίππους να παρουσιάσθηκαν ως άνθρωποι-άλογα, Κένταυροι, μορφές αινιγματικές του παρελθόντος που σε έναν πολιτισμένο κόσμο εξαφανίσθηκαν. Στο σύνολο της η ομηρική μυθολογία διαδραματίζεται και εκτυλίσσεται σε έναν κόσμο με κλειστό ορίζοντα και κατοικείται από ανθρωπόμορφες θεότητες, τις οποίες μας παρουσιάζει υπό μορφή τυπικά ιδεαλιστική.
Κληρονόμησε όμως και αρκετές φιγούρες από την κρητομυκηναϊκή μυθολογία, η οποία αφθονεί σε φαντασμαγορικά κατασκευάσματα, στα οποία συμμετέχουν με τη σειρά τους μορφές ζώων όλων των ειδών: ο άνθρωπος, τα άλλα θηλαστικά, τα ερπετά και τα πτηνά.
Αυτή την περίοδο κυριαρχεί το μυθολογικό είδος των υπάρξεων που χαρακτηρίζονται από συνθέσεις μελών.
Η τιμωρία του Ιξίονα από τον Δία
Ο Έλληνας είναι πνεύμα των τυπικών κανόνων, αλλά σε μία γωνία της ψυχής του αφήνει περιθώριο και για ένα σκοτεινό ενδιαφέρον προς το μυστηριώδες που υπερβαίνει κάθε κανόνα.
Όταν λοιπόν οι τέλειες μορφές των ολύμπιων θεών άρχισαν να του προκαλούν ανία, αναζήτησε το μυστηριώδες σε πλάσματα όπως οι Κένταυροι ή οι σάτυροι, που πιθανώς να μην αποτελούσαν τίποτε άλλο παρά πρωτόγονες μεταμφιέσεις οπαδών μιας προγενέστερης σκοτεινής λατρείας. Κατά συνέπεια και στην ομηρική μυθολογία απαντούν δημιουργήματα που είναι πλάσματα της φαντασίας, όπως οι Κένταυροι και οι φαύνοι, τα οποία όμως αποτελούν εξαιρέσεις.
Στην ομηρική μυθολογία η συνεχής σύνθεση πλασμάτων από διαφορετικά μέλη είναι λιγότερο μανιώδης, ενώ οι χιμαιρικές υπάρξεις δεν εκπροσωπούν ποτέ τις κύριες θεότητες. Αντίθετα, αυτές οι υπάρξεις είναι με τη βία ανεκτές στον κόσμο που κυβερνά ο Δίας, είναι ύποπτες θεότητες, μορφές του χάους, των σκοτεινών τόπων, της διφορούμενης φύσης.
Οι μεγάλοι θεοί, οι φωτεινές θεότητες, καθώς και οι ημίθεοι και οι ήρωες έχουν αμιγώς ανθρώπινη μορφή, με την έννοια κάποιων ιδεαλιστικών τύπων και η κατ’ εξαίρεση παρουσίαση τους με μορφές ζώων, όπως οι Κένταυροι, είναι μόνο επιφάνεια, προσωπείο, μια ύπαρξη ακατάλληλη και μη ενδεδειγμένη.
Συμπεραίνοντας, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι κατά πάσα πιθανότητα οι Κένταυροι ανάγονται στην προομηρική λατρεία της Σελήνης και ίσως δεν ήταν άνθρωποι-άλογα, αλλά τελετουργικές μεταμφιέσεις οπαδών της λατρείας που είχε ως ιερό ζώο τον ίππο. Αυτές παρείσφρυσαν κυρίως ως αρνητικά στοιχεία στην ελληνική μυθολογία, αφού το ελληνικό πνεύμα αποφεύγει στα δημιουργήματα του τόσο τις ανθρώπινες μορφές με τα πολλαπλά μέλη, όσο και τους μέσους ανθρώπους και εμμένει στις τυπικά ιδεαλιστικές μορφές.
Πηγή: Περιοδικό Crypto, τεύχος 1, άρθρο «Κένταυροι, υπήρξαν πραγματικά;», Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων, σσ. 24 – 31 & 34 – 37)
Κένταυροι: Η μεγάλη αλήθεια για τη φύση τους
Θα ξεκινήσω την αποκάλυψη για τη φύση των Κενταύρων από την Ιωλκό, έτσι ώστε να υπάρχει στο κείμενο συνοχή και για να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για την ορθότητα της συλλογιστικής μου. Η παραλία του Αναύρου ποταμού όπου ναυπηγήθηκε η Αργώ, ήταν με βεβαιότητα η παραλία και το λιμάνι της αρχαίας Ιωλκού.
Στους στίχους 114-115 των Αργοναυτικών των Ορφικών Κειμένων, ο Ορφέας αναφέρει: ” Εκεί θορυβώδικα μαζευόταν σε ομάδες ο λόχος των Μινύων αρχόντων στη στενή αμμουδιά στις όχθες του Αναύρου”.
Η αμμώδης παραλία του Αναύρου ακόμη και μετά από 40 σχεδόν αιώνες, παραμένει στενή. Είναι η πρώτη εντυπωσιακή επιβεβαίωση γεωγραφικής περιγραφής του Ορφέα, από τις δεκάδες που ακολουθούν και που προκαλούν θαυμασμό με την ακρίβεια τους.
Φυσικά την εποχή που έλαβε χώρα η Αργοναυτική εκστρατεία, περί το 1870 π.Χ., η παραλία του Αναύρου ποταμού θα ήταν κάποιες δεκάδες μέτρα πιο μέσα, αφού λογικά με την πάροδο 4000 ετών θα έχει σίγουρα επεκταθεί προς τη θάλασσα.
Στο στίχο 113 ο Ορφέας αναφέρει ότι για να φτάσουν στον Άναυρο προσπέρασαν τις ακτές των Παγασών. Κάποιος όμως που έρχεται από τη Θράκη -δηλαδή από βορράν- με προορισμό την Ιωλκό, η μόνη περίπτωση να προσπεράσει τις Παγασές, που βρίσκονταν χτισμένες λίγα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την Ιωλκό, ήταν να έρχεται από νότια κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει ότι ο Ιάσονας και ο Ορφέας ήρθαν οπωσδήποτε με πλοίο από τη Θράκη, μπήκαν στον Παγασητικό κόλπο και ακολουθώντας τις δυτικές ακτές του, προσπέρασαν τις Παγασές και έφτασαν στον προορισμό τους .
Μάλιστα το λιμάνι της Ιωλκού θα ήταν δίπλα από τη παραλία, πιθανότατα στο σημερινό λιμανάκι που βρίσκεται ανατολικά του Αναύρου, γιατί τα Ορφικά κείμενα αναφέρουν ότι τον Ιάσονα με τον Ορφέα, οι Αργοναύτες που ήταν συγκεντρωμένοι στην παραλία και δίπλα στην Αργώ, τους αντιλήφθηκαν να έρχονται από το δρόμο (στίχος 116).
Αυτό σημαίνει ότι ο Ιάσονας και ο Ορφέας ερχόμενοι από τη Θράκη, δεν αποβιβάστηκαν στη παραλία όπου ήταν η Αργώ και περίμενε την καθέλκυσή της, αλλά κατέβηκαν στο διπλανό λιμάνι και ακολουθώντας τον δρόμο, τους είδαν οι Αργοναύτες να έρχονται από μακριά. Λογικά δηλαδή ο Άναυρος θα χώριζε την παραλία από το λιμάνι της αρχαίας Ιωλκού, πράγμα που ισχύει ακόμη και σήμερα , αφού από τη δυτική πλευρά του Αναύρου ποταμού υπάρχει στενή αμμώδης παραλία και από την ανατολική υπάρχει μικρό λιμάνι που χρησιμοποιείται από το ναυτικό όμιλο Βόλου.
Οι Αργοναύτες αφού έδωσαν όρκο στον Ποσειδώνα για πίστη στον Ιάσονα, ξεκίνησαν το επικό τους ταξίδι, αφήνοντας πίσω τους την Ιωλκό. Μετά από σκληρή κωπηλασία, έφτασαν στο πρώτο λιμάνι στον Παγασητικό και αφού έδεσαν το πλοίο, βγήκαν έξω να ξεκουραστούν. Τότε ο Πηλέας παρακάλεσε τους συντρόφους του να ανέβουν στο ιερό βουνό του Πηλίου, όπου ο δικαιότατος των Κένταυρων, ο σοφός Χείρωνας, δίδασκε το μικρό του γιο, τον Αχιλλέα. Εκεί εκτυλίσσεται και ο πρώτος μουσικός αγώνας της προϊστορίας, μεταξύ του Ορφέα και του Κενταύρου Χείρωνα, με νικητή τον Ορφέα.
Μάλιστα ο χαρακτηρισμός του Χείρωνα σαν «δικαιότατος» των Κενταύρων, λανθασμένα αποδίδεται στον Όμηρο, αφού υπάρχει στο στίχο 381 των Αργοναυτικών.
Από τη μετάφραση των λόγων του Ορφέα στους στίχους 396-398 των Αργοναυτικών φαίνεται ότι ο Κένταυρος Χείρωνας είχε αλογίσια μέλη. Όμως ο Κένταυρος Χείρωνας αποκλείεται να ήταν υβρίδιο αλόγου με άνθρωπο. Απλά οι Κένταυροι είχαν ταυτιστεί απόλυτα με το άλογο και στα πλαίσια των υπερβολών και των δεισιδαιμονιών της εποχής τους, παρουσιάζονταν σαν άνθρωποι με σώμα αλόγου. Μάλιστα διαβάζοντας προσεκτικά το αρχαίο κείμενο, αυτό γράφει: οὗ κεκλιμένος μὲν ἐπ’ οὐδαίοιο χαμεύνης κεῖτο μέγας Κένταυρος, ἀπηρήρειστο δὲ πέτρῃ, ἱππείῃσιν ὁπλήσιν, τανυσσάμενος θοὰ κῶλα.
Που σημαίνει ότι ο μέγας Κένταυρος βρισκόταν ξαπλωμένος στο έδαφος πάνω σε ψάθα και στηριζόταν σε πέτρα και στα πόδια του αλόγου και τέντωνε τις κλειδώσεις του. Δηλαδή ο Κένταυρος βρισκόταν ξαπλωμένος και ακουμπούσε την πλάτη του στα καπούλια του αλόγου που ξεκουράζοταν και αυτό καθισμένο στο έδαφος, είχε βάλει τα πόδια του σε κάποια πέτρα και τέντωνε τα χέρια του και τα πόδια του για να ξεπιάνεται. Κάποιοι την απόλυτα ανθρώπινη αυτή σκηνή, που ο Χείρωνας χαλάρωνε και ακούμπούσε την πλάτη του στο αγαπημένο του άλογο, την έχουν ερμηνεύσει ότι πατούσε σε αλογίσια πόδια και συνεπώς ήταν μισός άνθρωπος και μισός άλογο!!!
Φυσικά αυτό δεν προκύπτει ούτε και από τους στίχους 442-443 που έχουν μεταφραστεί: και θαμπωμένος θωρούσε όλα αυτά ο Κένταυρος και χτυπούσε συχνά το ένα χέρι πάνω στο άλλο και με τις οπλές το έδαφος κλωτσούσε.
Το αρχαίο κείμενο επί λέξει αναφέρει: αὐτὰρ ὁρῶν Κένταυρος ἐθάμβεε, χειρ’ ἐπὶ χειρὶ πυκνὸν ἐπισσείων˙(άνω τελεία) οὔδας δ’ ἤρασσεν ὁπλήσιν.
Δηλαδή ότι ο θαμπωμένος από το θέαμα Κένταυρος χτυπούσε συχνά-πυκνά παλαμάκια. Και ότι ο αχώριστος φίλος του -το άλογο- που το είχε συνέχεια δίπλα του, βλέποντας το αφεντικό του ενθουσιασμένο, χτυπούσε τα πόδια του στο έδαφος.
Αυτό βέβαια φανερώνει και η άνω τελεία. Την πράξη αυτή δεν την έκανε ο ίδιος ο Κένταυρος (αλλοιώς θα είχε κόμμα το αρχαίο κείμενο), αλλά κάποιος -που δεν αναφέρει γιατί ήταν αυτονόητο- που έχει οπλές και τις χτυπάει στο έδαφος: Ένα άλογο!!!
Ότι ο Χείρωνας ήταν άνθρωπος και όχι άλογο προκύπτει και από τους στίχους 403-403 που αναφέρουν ότι έστρωσε στο έδαφος φύλλα δέντρων (πρόχειρο δηλαδή τραπέζι) και κάλεσε τους Αργοναύτες να καθήσουν για φαγητό. Αυτό που έκανε δηλαδή ο Χείρωνας ήταν καθαρά κινήσεις ανθρώπου και όχι αλόγου.
Μάλιστα με το στίχο 440 των Αργοναυτικών όπου αναφέρεται από τον Ορφέα ότι «οἰωνοὶ τ’ ἐκυκλοῦντο βοαύλια Κενταύροιο», δηλαδή ότι τα πουλιά πετούσαν κυκλικά πάνω από τους σταύλους των βοδιών, επιβεβαιώνεται πλήρως και η ετυμολογία της λέξης «Κένταυρος».
Σύμφωνα με αυτήν «Κένταυρος» είναι αυτός που κεντά -δηλαδή κεντρίζει- τον ταύρο. Οι απόγονοί τους διατήρησαν το όνομα του επαγγέλματός τους ως χαρακτηριστικό του γένους τους.
Και φυσικά ο Κένταυρος Χείρωνας, σαν καλός βουκόλος, είχε δίπλα στη σπηλιά του τα δικά του βοαύλια, δηλαδή τους δικούς του στάβλους βοδιών.
Έτσι ήταν πραγματικά οι Κένταυροι. Όχι υβρίδια αλόγου με άνθρωπο, αλλά έφιπποι βουκόλοι που κέντριζαν τους ταύρους με ένα είδος λόγχης, δικαιολογώντας απόλυτα και την ετυμολογία της λέξης ( Κεν-τώ τον ταύρο=Κένταυρος)
Έχοντας εξοικειωθεί τόσο πολύ με το άλογο, ήταν και άριστοι έφιπποι πολεμιστές και μάλιστα εξαίρετοι τοξοβόλοι. Οι Κένταυροι, σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου, ήταν λαός της Θεσσαλίας, την οποία ο Ορφέας στο στίχο 60 αποκαλεί «Θεσσαλίην εὔπωλον» δηλαδή με πολλά άλογα. Δηλαδή οι περίφημοι αυτοί ιππείς κατοικούσαν σε περιοχή όπου ζούσαν άλογα, στην περιοχή της Θεσσαλίας που φημιζόταν για τα θαυμάσια αυτά ζώα αλλά και τα βοσκοτόπια της.
Μάλιστα ο Ορφέας στο στίχο 383 κάνει αναφορά ότι ανατράφηκαν στη Φολόη και στις απόκρημνες κορυφές της Πίνδου.
Δηλαδή οι επαγγελματίες αυτοί βουκόλοι, δεν προέρχονταν από δύο μόνο περιοχές της αρχαίας Ελλάδας, τη Φολόη της Ηλείας και την Πίνδο. Απλά στις περιοχές αυτές εκπαιδεύτηκαν. Κάποια στιγμή αργότερα, η ύπαρξη κοπαδιών και η ανάγκη της δουλειάς λογικά τους οδήγησε και σε άλλα μέρη, όπως η Θεσσαλία, όπου και εγκαταστάθηκαν. Πιθανότατα και ο Κένταυρος Χείρωνας να ήταν ένας από αυτούς που ήρθαν στη Θεσσαλική γη και συγκεκριμένα στο Πήλιο.
Ίσως κάποιο σουρεαλιστικό γλυπτό ή σκίτσο ενός αρχαίου καλλιτέχνη, όπου απεικόνιζε τους Κενταύρους σαν ανθρώπους με αλογίσια μέλη, ήταν αυτό που δημιούργησε σύγχυση ως προς τι ακριβώς ήταν οι Κένταυροι. Κατά την προσωπική μου όμως γνώμη, τα Αργοναυτικά του Ορφέα -σαν τα πιο αρχαία σωζόμενα κείμενα που αναφέρονται στους Κενταύρους- ήταν αυτά που παρέσυραν τους μετέπειτα ιστορικούς ερευνητές και καλλιτέχνες, αφού πράγματι στα δύο εδάφια που αναλύθηκαν προηγουμένως δεν ξεκαθαρίζεται απόλυτα ποιος είχε τις οπλές, ο Χείρωνας ή το άλογό του. Αλήθεια αν ένα τεράστιο μυαλό όπως ο Ορφέας είχε γράψει για τους Κενταύρους και για τα αλογίσια πόδια του Χείρωνα, ποιος θα τολμούσε να το αμφισβητήσει; Ουδείς.
Δυστυχώς λοιπόν κανείς δεν είχε προσέξει ότι αυτά που έλεγε ο Ορφέας για τον Χείρωνα ήταν ρητορικά σχήματα ενός μεγάλου λογοπλάστη.
Απλά δεν έγραψε τη φράση ότι το άλογο χτυπούσε το έδαφος με τα αλογίσια πόδια του, αλλά για χάριν ευφωνίας και για να μην επαναλάβει δύο λέξεις (άλογο-αλογίσιο) με το ίδιο ακριβώς θέμα (αλογ-), έγραψε ότι χτυπούσε το έδαφος με τα αλογίσια πόδια του. Έτσι το υποκείμενο (στην προκειμένη περίπτωση το άλογο), εφ’ όσον το αντικείμενο (πόδια) προσδιορίζεται επιθετικά (αλογίσια) από το υποκείμενο, μπορεί να παραληφθεί. Συνεπώς και οι ιστορικοί ερευνητές, αρκετά χρόνια μετά την εξαφάνιση των Κενταύρων, τους επανέφεραν στο προσκήνιο ανατρέχοντας σε αυτά που έλεγε ο Ορφέας, αφού ήταν όχι μόνο ο μεγαλύτερος και ο πιο σεβαστός αρχαίος σοφός των παρελθόντων χρόνων, αλλά έζησε ακριβώς και την εποχή των Κενταύρων, γνωρίζοντας συνεπώς από πρώτο χέρι τη καταγωγή και την ιστορία τους.
Μην μπορώντας λοιπόν να ερμηνεύσουν σωστά τις φράσεις του Ορφέα για τον Κένταυρο Χείρωνα, οι μεταγενέστεροι άνθρωποι έπλασαν άθελά τους το μύθο για την υβριδική εμφάνιση των Κενταύρων.
Όταν λοιπόν το επάγγελμα του Κενταύρου εξαφανίστηκε μια για πάντα, έμειναν μόνο τα σκίτσα, τα γλυπτά και κάποια αρχαία κείμενα για να θυμίζουν στις επόμενες γενιές την μοναδική αυτή κάστα ανθρώπων.
Στα πλαίσια των δεισιδαιμονιών και της άγνοιας των ανθρώπων, ήταν πανεύκολο να δημιουργηθούν οι απίστευτες ιστορίες για τους αλογόμορφους ανθρώπους. Χάρη όμως στα Ορφικά Κείμενα άλλο ένα τεράστιο μυστήριο της ιστορίας για την φύση αυτών των «πλασμάτων» καταρρίπτεται πανηγυρικά.
Οι Κένταυροι δεν ήταν ούτε τέρατα, ούτε υβρίδια ούτε τίποτε άλλο παράξενο. Απλοί άνθρωποι με τρομερή εξειδίκευση στην ιππασία που είχαν σαν επάγγελμά τους τη βοσκή των βοδιών.
Στους στίχους 383-385 ο Ορφέας δίνει έμφαση στα χαρίσματα του Κενταύρου Χείρωνα, αφού αναφέρει ότι μεριμνά για τη δικαιοσύνη και για τα φάρμακα που γιατρεύουν κάθε ασθένεια.
Φυσικά η ετυμολογία της λέξης Χείρων δικαιολογείται απόλυτα από την τελευταία αυτή φράση.
Χείρων (από το χειρ) είναι αυτός που είναι ικανός στα χέρια, αυτός που τα χειρίζεται καλά.Και φυσικά ένας γιατρός τα χρησιμοποιεί για να γιατρεύει. Για να αλείφει βότανα. Για να διορθώνει τα σπασίματα. Για να κλείνει τις πληγές. Δηλαδή χειροπράκτης ή και χειρούργος. Τέτοιος λοιπόν γιατρός ήταν ο μέγιστος Χείρων. Με τη βοήθεια των χεριών του γιάτρευε κάθε αρρώστια.
Επίσης αναφέρει ότι ήταν άριστος μουσικός και γνώστης της κιθάρας, της φόρμιγγας, της πηκτίδας και της λύρας.
Στους στίχους 417-421 ο Κένταυρος Χείρωνας, κατά τη διάρκεια του μουσικού αγώνα με τον Ορφέα, τραγούδησε για τη μάχη των γενναιόψυχων Κενταύρων τους οποίους οι Λάπιθες σκότωσαν εξ’αιτίας των ατασθαλιών τους κι ακόμη για τη μάχη τους στη Φολόη, όταν ξαναμμένοι απ’ το κρασί όρμησαν εναντίον του Ηρακλέους. Από τα λόγια αυτά του Ορφέα αποδεικνύεται περίτρανα και η ιστορικότητα δύο ακόμη γεγονότων που δυστυχώς μέχρι σήμερα θεωρούνταν μυθολογικά -δηλαδή παραμύθια- και που περιέβαλαν τους Κενταύρους.
1)Ο «μύθος» που λέει ότι οι Λάπιθες -λαός που κατοικούσαν στη Θεσσαλία- σκότωσαν τους Κενταύρους κατά τη διάρκεια του γάμου του βασιλιά Πειρίθου με την Ιπποδάμεια. Οι Κένταυροι κατά τη διάρκεια του γαμήλιου συμποσίου, δεν μπόρεσαν να ελέγξουν τον εαυτό τους και αφού πρώτα μέθυσαν από το πολύ κρασί, έκαναν ατασθαλίες, προσπαθώντας να ασελγήσουν στη γυναίκα του Πειρίθου, καθώς και στα νεαρά αγόρια που παρευρίσκονταν στον γάμο.
Ακολούθησε άγρια μάχη μεταξύ Κενταύρων και Λαπίθων, η οποία διήρκεσε μέχρι τη νύκτα και στο τέλος της οποίας οι Κένταυροι νικήθηκαν κατά κράτος και σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι. Μάλιστα στους στίχους 171-176 ο Ορφέας αναφέρει ότι ο Καινεύς, ο γιος του Ελάτου, ένας από τους Αργοναύτες, είχε πάρει μέρος στη συγκεκριμένη συμπλοκή, σαν σύμμαχος στο πλευρό των Λαπίθων.
Οι Κένταυροι του έριχναν κορμούς πεύκων και ελάτων ενώ αυτός με τα πόδια μπηγμένα στο χώμα προσπαθούσε να αντισταθεί.
Πιθανότατα η φονική αυτή μάχη να σήμανε και το τέλος των Κενταύρων που ζούσαν στη Θεσσαλία. Ίσως και ο Χείρωνας να ήταν ο τελευταίος εν ζωή Θεσσαλός κένταυρος που διατηρούσε άσβεστη τη μνήμη των συντρόφων του με τη μουσική και τα τραγούδια του. Μάλιστα τα γεγονότα αυτά θα έλαβαν χώρα σαφώς λίγα χρόνια πριν το 1870 π.Χ. που έγινε η συνάντηση του Χείρωνα με τους Αργοναύτες, αφού ο κένταυρος τα αναφέρει σαν παρελθόντα γεγονότα. Δηλαδή η Κενταυρομαχία , το δημοφιλές αυτό γεγονός της μάχης Κενταύρων και Λαπίθων που είχε γίνει γλυπτό ακόμη και στον Παρθενώνα, θα διεξήχθη περί το 1880-1875 π.Χ.
2) Η μάχη των Κενταύρων με τον Ηρακλή στη Φολόη.
Αρχηγός των Κενταύρων της Φολόης (περιοχή της Ηλείας κοντά στην αρχαία Ολυμπία) ήταν ο Φόλος, ο γιος του Σειληνού και της Νύμφης Μελίας και φίλος του Ηρακλή. Ήταν και ο φύλακας του πιθαριού με το κρασί των Κενταύρων, το οποίο τους είχε προσφέρει ο Διόνυσος, με εντολή να το φυλάξουν και να το ανοίξουν μόνο όταν εμφανιστεί ο Ηρακλής. Ο Ηρακλής επισκέφτηκε τη Φολόη καθ’ οδόν προς τον Ερύμανθο -όπου και θα κυνηγούσε τον ομώνυμο κάπρο- και έγινε δεκτός με χαρά από τον κένταυρο Φόλο στη σπηλιά του. Για να ευχαριστήσει λοιπόν ο Φόλος τον φίλο του τον Ηρακλή, του προσέφερε άφθονα ψητά. Ο Ηρακλής κάποια στιγμή επάνω στο τσιμπούσι ζήτησε κρασί, αλλά όταν ο Φόλος θυμήθηκε την εντολή του Διόνυσου, δίστασε να ανοίξει το πιθάρι φοβούμενος τους άλλους Κενταύρους. Κατόπιν προτροπής του Ηρακλή άνοιξε τελικά το πιθάρι με το κρασί και του έδωσε να πιει σε ασημένιο κύπελλο. Ο φόβος του Φόλου δεν άργησε να επαληθευτεί.
Οι ξαναμμένοι από το κρασί Κένταυροι κατέφταναν στην σπηλιά για να το αρπάξουν και ρίχτηκαν πάνω στον Ηρακλή. Λογικά ο Ορφέας τους αναφέρει ξαναμμένους εννοώντας τους όχι μεθυσμένους από τη κατανάλωση του κρασιού, αλλά νευριασμένους που ο Φόλος άνοιξε το πιθάρι όσον αυτοί απουσίαζαν. Ο Φόλος κρύφτηκε στη σπηλιά από το φόβο του, ενώ ο Ηρακλής ρίχτηκε στη μάχη εναντίον τους. Άλλοι του επιτίθονταν έχοντας σαν όπλα μεγάλα ξύλα, άλλοι με μεγάλες πέτρες και άλλοι με μεγάλα τσεκούρια. Η μάχη ήταν φοβερή. Ο Ηρακλής όμως με τα φαρμακερά βέλη, που είχε βάψει από το αίμα της Λερναίας Ύδρας και με το τεράστιο ρόπαλό του, τους εξόντωσε σχεδόν όλους.
Το ιστορικό αυτό γεγονός της μάχης της Φολόης -που σήμανε το οριστικό τέλος των Κενταύρων που ζούσαν στην περιοχή αυτή της Πελοποννήσου- σαφέστατα διεξήχθη λίγα χρόνια πριν τη συνάντηση του Χείρωνα με τους Αργοναύτες . Δηλαδή περί το 1875 π.Χ. όταν και ο Ηρακλής θα ήταν ηλικιακά ένας καταξιωμένος και τρομερός πολεμιστής περίπου 27 χρονών.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο κένταυρος Χείρωνας -προκύπτει από το αρχαίο κείμενο- δεν φαίνεται να κάνει διάκριση στους αργοναύτες.
Τους καλοδέχεται στην αυλή του όλους, ακόμη και τον Ηρακλή που εξόντωσε σχεδόν όλους τους Κενταύρους της Φολόης.
Αυτό δείχνει ότι πιθανότατα ο μέγας Κένταυρος είχε συγχωρήσει τον Ηρακλή αφού για την μάχη στη Φολόη δεν ευθυνόταν ο μεγάλος ήρωας αλλά οι ίδιοι οι Κένταυροι.
Τη στιγμή της συνάντησης των Αργοναυτών με τον Κένταυρο Χείρωνα, αυτός ήταν μεγάλος σε ηλικία, αφού στο στίχο 454 ο Ορφέας τον αποκαλεί «Φιλλυρίδη γέροντα» (δηλαδή ως τον γέροντα γιο της Φιλλύρας).
Παρόλη όμως την μεγάλη του ηλικία, ο μέγιστος των Κενταύρων είχε πάντα μαζί του τον αχώριστο φίλο του, το άλογο, αλλά και τα βόδια του που τον προμήθευαν με το απαραίτητο γάλα και κρέας.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ο Ορφέας αφιέρωσε στον Χείρωνα -λογικά μετά το θάνατό του- τον Κένταυρο, τον περίφημο αστερισμό του Νοτίου ημισφαιρίου, προκύπτει ότι ο μέγιστος των Κενταύρων γεννήθηκε περί το 1940-1935 π.Χ. και πέθανε σαφέστατα πριν το 1865 π.Χ. που οι Ορφικοί άρχισαν την ονομάτιση των αστερισμών του ουρανού.
Δηλαδή ο Χείρωνας πέθανε μόλις λίγα χρόνια μετά τη συνάντησή του με τον Ορφέα στο σπήλαιο του Πηλίου, πιθανότατα περί το 1870-1865 π.Χ. και σε ηλικία 70-75 χρονών.Έπρεπε να περάσουν 4000 χρόνια για να πάψει ο Κένταυρος Χείρωνας να αποτελεί «μυθολογικό» τέρας και να πάρει τη θέση του στο πάνθεον της ιστορίας -χάρη στον Ορφέα- σαν υπαρκτό πρόσωπο, σαν ένας μεγάλος γιατρός, σαν ένας μοναδικός παιδαγωγός, σαν ένας τεράστιος μουσικός, σαν ένας χαρισματικός άνθρωπος.
Use Facebook to Comment on this Post