Θα περίμενε κανείς ότι οι Ευρωπαίοι φέρονται διατεθειμένοι να συμβάλουν στην προσπάθεια της Ελλάδας για επιστροφή σε ισχυρή ανάπτυξη η οποία, σε τελική ανάλυση, θα επιταχύνει την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη εστίασαν σε σειρά φορολογικών ελαφρύνσεων, οι οποίες θα τονώσουν την εγχώρια ζήτηση αλλά και τις επενδύσεις, με αποτέλεσμα το ελληνικό ΑΕΠ να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που θα οδηγήσουν σε γοργή αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας από το σημερινό 18%.
Οπως, όμως, ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κυριακής» ο διευθύνων σύμβουλος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ, οι εταίροι μας δεν έχουν πρόβλημα με το προτιμητέο μείγμα οικονομικής πολιτικής, αρκεί να βγαίνουν τα δημοσιονομικά «νούμερα».
Στην περίπτωσή μας, αυτό σημαίνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ελληνικού ΑΕΠ έως το 2022 (και κοντά στο 2% του ΑΕΠ για τα επόμενα έτη έως τουλάχιστον το 2060, και… βλέπουμε).
Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί το εξής μαθηματικά προφανές: Προκειμένου να διατηρηθεί το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, και με δεδομένες τις εξαγγελθείσες μειώσεις στο σκέλος της φορολογίας, θα πρέπει ένα εκ των δύο παρακάτω τινών (ή συνδυασμός αυτών) να λάβει χώρα.
Πρώτον, να καταγραφούν ανάλογες μειώσεις και στο σκέλος των δημοσίων δαπανών, κάτι το οποίο όμως δεν συνάγεται από τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Δεύτερον, να μειωθεί το ελληνικό ΑΕΠ (!), έτσι ώστε ο λόγος «πλεόνασμα προς ΑΕΠ» να επιστρέψει και πάλι στον στόχο του 3,5%. Εδώ λοιπόν φαίνεται ο παραλογισμός του αυθαίρετου και ιδιαίτερα υψηλού δημοσιονομικού στόχου στον οποίο έχουμε συμφωνήσει με τους εταίρους μας.
Από τη μία πλευρά, τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και οι εταίροι δανειστές μιλούν για πολυπόθητη ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά, όμως, άπαντες παραγνωρίζουν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα λειτουργεί ως η γνωστή και από τα οικονομικά «καμπύλη J». Σύμφωνα λοιπόν με την «καμπύλη J», μια υποτίμηση του νομίσματος οδηγεί σε προσωρινή αύξηση της αξίας των εισαγωγών σε εγχώριο νόμισμα και, κατά συνέπεια, σε προσωρινή επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προτού το τελευταίο βελτιωθεί μεσο(μακρο)πρόθεσμα λόγω της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας τιμών. Με την ίδια λογική, λοιπόν, το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας θα αποκλίνει (λόγω της μείωσης της φορολογίας) προσωρινά, και επί τα χείρω, από τον στόχο του 3,5% προτού οι χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές τονώσουν επενδύσεις αλλά και εγχώρια ζήτηση, με αποτέλεσμα η συνεπακόλουθη αύξηση του ΑΕΠ να οδηγήσει, με κάποια χρονική υστέρηση, σε αύξηση των φορολογικών εσόδων και επιστροφή του πρωτογενούς πλεονάσματος στον «ανελαστικό» στόχο του 3,5%.
Τα παραπάνω προφανή καλείται να εξηγήσει (ή τουλάχιστον να υπενθυμίσει) ο καλός (πρώην) συνάδελφος καθηγητής και νυν πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ) Μιχάλης Αργυρού στους Ευρωπαίους τεχνοκράτες προκειμένου αυτοί να δώσουν το πράσινο φως, έτσι ώστε οι πολιτικοί προϊστάμενοί τους να συναινέσουν στο οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, θα απαιτηθούν «ισοδύναμα μέτρα». Αυτά θα αναιρέσουν σε μεγάλο βαθμό τις προσπάθειες του ελληνικού οικονομικού επιτελείου να επιτύχει ανάπτυξη πολύ παραπάνω από τον εξαιρετικά δυσμενή μέσο όρο του 1,48% που το ΔΝΤ εκτιμά για την περίοδο 2020-2024 (https://www.imf.org/external/pubs/ft/weo/2019/01/weodata/weorept.aspx?pr.x=81&pr.y=1&sy=2019&ey=2024&scsm=1&ssd=1&sort=country&ds=.&br=1&c=174&s=NGDP_RPCH&grp=0&a=).
Θα περίμενε κανείς ότι οι Ευρωπαίοι φέρονται διατεθειμένοι να συμβάλουν στην προσπάθεια της Ελλάδας για επιστροφή σε ισχυρή ανάπτυξη, η οποία σε τελική ανάλυση θα επιταχύνει την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους. Αυτό, άλλωστε, δεν επιδιώκουμε όλοι μας, δανειστές και δανειζόμενοι;
* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής και πρόεδρος του Ερευνητικού Τομέα στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr
Use Facebook to Comment on this Post