Εδώ παράγεται το 50% του αλβανικού χασίς, αποφέροντας θεαματικό τζίρο πωλήσεων στους τοπικούς «βαρόνους», ενώ στην Ελλάδα, κύρια «αγορά» προορισμού του, ήδη έχουν αυξηθεί κατά 40% οι ποσότητες που έχουν κατασχέσει οι αστυνομικές αρχές από την αρχή του χρόνου.
Στα δύσβατα μονοπάτια κατά μήκος των συνόρων Ελλάδας – Αλβανίας, από τη Λωρίδα Σαγιάδας Θεσπρωτίας μέχρι την Κρυσταλλοπηγή Φλώρινας, συνοριακοί φύλακες και αστυνομικοί της Δίωξης Ναρκωτικών δίνουν καθημερινά μάχες με τους συχνά πάνοπλους και επικίνδυνους διακινητές, οι οποίοι με τη σειρά τους αναζητούν συνεχώς νέα περάσματα και νέους τρόπους να δράσουν κάτω από τη «μύτη» των διωκτικών αρχών.
Όπως φαίνεται και στις εικόνες που λήφθηκαν από θερμικές κάμερες της αστυνομίας, τις οποίες δημοσιοποίησε χθες το ΑΠΕ/ΜΠΕ, οι διακινητές των ναρκωτικών περνούν κατά ομάδες, πεζοί, τις νυχτερινές ώρες, κουβαλώντας στην πλάτη τους ταξιδιωτικούς σάκους με το παράνομο φορτίο. Συχνά χρησιμοποιούν γαϊδούρια και μουλάρια, που μπορούν να μεταφέρουν πολλαπλάσιο φορτίο, ενώ ορισμένες φορές επιλέγουν τη θαλάσσια οδό, μεταφέροντας τα ναρκωτικά με μικρά σκάφη σε απόκρημνους κολπίσκους της Θεσπρωτίας.
«Τα φορτία τοποθετούνται σταδιακά σε “καβάντζες”, κρυμμένα μέσα σε πυκνόφυτες περιοχές και μόλις συγκεντρωθεί μεγάλη ποσότητα ειδοποιούνται οι συνεργάτες των κυκλωμάτων στην Ελλάδα -Έλληνες ή Αλβανοί- για να τα παραλάβουν. Φορτώνονται σε τεράστιες ποσότητες (έως και 1-1,5 τόνος τη φορά) για να μειωθούν οι κίνδυνοι εντοπισμού, ενώ για τη μεταφορά τους στο εσωτερικό της χώρας λαμβάνονται μέτρα αντιπαρακολούθησης, όπως η συνοδεία προπομπών, οι παρακολουθήσεις χώρων όπου στήνονται αστυνομικά μπλόκα κ.ά.», είπε στο «Έθνος» αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. με εμπειρία στο «κυνήγι» των εμπόρων ναρκωτικών στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Στο πρώτο εξάμηνο του 2014 έχει κατασχεθεί μόνο στα όρια της Ηπείρου συνολική ποσότητα 6 τόνων χασίς, ποσότητα που αντιστοιχεί στα 2/3 αυτής που είχε κατασχεθεί ολόκληρο το 2013 (9 τόνοι).
Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι κατασχεμένες ποσότητες προέρχονται από την περιοχή του Λαζαράτι, όπου η δράση των κυκλωμάτων λαμβάνει όλο και περισσότερο την οργάνωση και τα χαρακτηριστικά των «καρτέλ» της Νότιας Αμερικής. Κι όλα αυτά παρά τις αστυνομικές επιχειρήσεις, τις αποκαλύψεις και τη διεθνή δημοσιότητα που έχει δοθεί τα τελευταία χρόνια στη μικρή αυτή κωμόπολη του αλβανικού Νότου.
Το περσινό καλοκαίρι, δύο ελικόπτερα της ιταλικής αστυνομίας πέταξαν πάνω από το Λαζαράτι, στο πλαίσιο διμερούς συνεργασίας με τις αλβανικές διωκτικές αρχές και βιντεοσκόπησαν τις χασισοφυτίες. Το υλικό που κατέγραψαν είναι ενδεικτικό για όσα συμβαίνουν σε αυτό το «άβατο» των καρτέλ του χασίς.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του αλβανικού και του ιταλικού Τύπου, η κάνναβη καλλιεργείται εκεί σε εκτάσεις που ξεπερνούν συνολικά τα 3.000 στρέμματα, ενώ η ετήσια παραγωγή, που κυμαίνεται από τους 500 έως τους 1.000 τόνους, αποφέρει στους τοπικούς «βαρόνους» εντυπωσιακούς ετήσιους τζίρους, που μπορεί να φτάσουν τα 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το Λαζαράτι είναι μια ημιορεινή κωμόπολη της επαρχίας Αργυροκάστρου, με περίπου 5.000 κατοίκους, όπου η κάνναβη είναι… μονοκαλλιέργεια. Η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων ασχολούνται με την καλλιέργεια, την επεξεργασία ή/και τη μεταφορά της κάνναβης, ενώ μεγάλος αριθμός κατοίκων του Αργυροκάστρου και άλλων περιοχών απασχολείται εποχικά, με δελεαστικά για τη γειτονική χώρα μεροκάματα έως 20 ευρώ και αντάλλαγμα φυσικά την εχεμύθειά τους. Όσο γι’ αυτούς που κινούν τα νήματα, ζουν σε πολυτελείς κατοικίες, πίσω από ψηλούς τοίχους, υπό την προστασία ενός «στρατού» πάνοπλων ανδρών.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΓΝΑΤΙΑΔΗΣ
ethnos.gr