Ο πατέρας μου πάντα έλεγε ότι ένας πιστός Εθνικός δε νοείται να υποστηρίζει τον Ολυμπιακό. Αυτή ήταν και μία από τις λίγες συμβουλές του την οποία επέλεξα να παρακούσω. Όλη μου τη ζωή, αν και φανατικός φίλος του Εθνικού Πειραιώς, υπήρξα παράλληλα και κρυφό-Ολυμπιακός! Μέλος μιας παρέας Ολυμπιακών και Εθνικών, η κυριακάτικη έξοδος στο Καραϊσκάκη ήταν επιβεβλημένη οποιαδήποτε από τις δύο ομάδες κι αν αγωνιζόταν. Όχι μόνο από αγωνία για την έκβαση του εκάστοτε αγώνα, αλλά γιατί με την παρουσία μου ένιωθα ότι εκπλήρωνα το καθήκον μου απέναντι στη μεγάλη οικογένεια που είχαμε σχηματίσει με τα χρόνια οι Πειραιώτες φίλαθλοι.
Η περιπέτεια μου εκτυλίχθηκε πριν 28 χρόνια, στις ένδοξες εποχές του Εθνικού, με Καντέρα, Κρητικόπουλο, Νικηφοράκη και Χατζηϊωάννογλου να συγκαταλέγονται στα βαριά πυροβολικά της βασικής ενδεκάδας. Ενδεχομένως να ακούγεται οξύμωρο στα αυτιά των νεότερων γενιών, αλλά η ομάδα πρωταγωνιστούσε τότε στο ελληνικό πρωτάθλημα, τερματίζοντας κατά κανόνα μεταξύ έβδομης και ένατης θέσης.
Έτσι, μια φθινοπωρινή Κυριακή, ενώ ο ήλιος χαμογελούσε ψηλά στον ουρανό, έτυχε να χαμογελούμε κι εμείς οι Εθνικοί που προηγούμασταν μέχρι το 60ο λεπτό επί του ΟΦΗ με 1-0, σε ένα εντός έδρας ματς, στο Καραϊσκάκη. Δυστυχώς, από το 65′ και μετά, ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση της ανατροπής. Στην αρχή ισοφαριστήκαμε και λίγο αργότερα βρεθήκαμε πίσω στο σκορ με 2-1.
Με τη λήξη του αγώνα προ των πυλών, ο Γιάννης Μαντζουράνης, ο γνωστός «Εθνικάρας» της εξέδρας, είχε ήδη αρχίσει να κλαίει στα κιγκλιδώματα του σταδίου εξαιτίας της απρόσμενης εξέλιξης. Εκείνη τη στιγμή, ο εξάχρονος γιος μου, ο Νίκος, που παρακολουθούσε δίπλα μου το παιχνίδι, σηκώθηκε από τη θέση του και έτρεξε μέχρι τον απαρηγόρητο Μαντζουράνη για να του χτυπήσει την πλάτη, ώστε να τον καταφέρει να σταματήσει το κλάμα.
Η αναμέτρηση τελείωσε, με τον Εθνικό να γνωρίζει την ήττα με 3-1. Αποχώρησα από το γήπεδο απογοητευμένος, χωρίς να συνειδητοποιήσω ότι άφησα πίσω τον Νίκο! Είχα ξεμακρύνει περίπου 1,5 χιλιόμετρο και μπαίνοντας στο καφενείο «Ελλάς», το ιστορικό στέκι των Εθνικών στον Πειραιά, αντιλήφθηκα την απουσία του.
Τα πάντα στο μυαλό μου άρχισαν να γυρίζουν. Σκεπτόμενος το χειρότερο, πάσχιζα να βρω σε ποιον να απευθυνθώ, ποιο δρόμο να ακολουθήσω, μήπως και τον συναντήσω. Ευτυχώς, οι οικογενειακοί δεσμοί που συνέδεαν τους Εθνικούς μεταξύ τους δεν άργησαν να λειτουργήσουν.
Καθώς κόντευα να τρελαθώ από την ανησυχία μου, διακρίνω στο βάθος του δρόμου τον Στέλιο, έναν αγαπημένο φίλο που δε βρίσκεται πλέον κοντά μας, να πλησιάζει κρατώντας από το χέρι τον γιο μου. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του, ο Νίκος δεν είχε πλήρη επίγνωση του τι ακριβώς είχε συμβεί και περπατούσε αδιαμαρτύρητα πλάι στον Στέλιο που τον οδηγούσε στο καφενείο.
Προσεγγίζοντας προς το μέρος μου, ο Στέλιος στάθηκε στην είσοδο του μαγαζιού και μου είπε με σοβαρό, εντούτοις διόλου παραινετικό ύφος:«Να ξεχάσεις τα τσιγάρα σου, το καταλαβαίνω. Να ξεχάσεις το σακάκι σου, κι αυτό το καταλαβαίνω. Να ξεχάσεις όμως τον γιο σου στο γήπεδο, νομίζω ότι είναι λίγο βαρύ!».
Η μητέρα του δεν έχει μάθει γι’ αυτό το περιστατικό, έως την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Ο Νίκος αποφάσισε να κρατηθεί μυστικό, όπως άλλωστε κι εγώ. Ωστόσο, μέσα από αυτήν την προσωπική κωμικοτραγική εμπειρία, αναδεικνύεται πόσο ευεργετική μπορεί να αποβεί η σχέση αλληλεγγύης που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν έχουν να μοιραστούν τίποτε άλλο, πέραν της απεριόριστης αγάπης τους για έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο. Στο Καραϊσκάκη νιώθαμε κυριολεκτικά σα στο σπίτι μας. Και στο σπίτι σου επιτρέπεται να ξεχάσεις τα πάντα, ακόμη και το παιδί σου.
www.coppa.gr
Use Facebook to Comment on this Post