Μέσα στο σκοτάδι της απώλειας της μισής Κύπρου, η σκόνη της ιστορίας κάλυψε μορφές που αποτέλεσαν πρότυπα αυταπάρνησης και ηρωισμού. Μια από αυτές ήταν ο καταδρομέας – αλεξιπτωτιστής Μανώλης Μπικάκης από τη Κρήτη. Γεννημένος το 1954 στο χωριό Ασή Γωνιά μεταξύ Χανίων και Ρεθύμνου, το 1974 υπηρετούσε στη Α’ Μοίρα Αλεξιπτωτιστών στο Μάλεμε.
Η Μοίρα ήταν αυτή που κλήθηκε να επιβιβαστεί στα ιπτάμενα φέρετρα Noratlas και να πραγματοποιήσει μια από τις πιο παράτολμες επιχειρήσεις στη Κύπρο.
Όταν τα αεροπλάνα πλησίαζαν στο αεροδρόμιο Λευκωσίας μετά από μια χαμηλή πτήση δύο τριών μέτρων πάνω από τη θάλασσα, άρχισαν να δέχονται πυρά. Τα πυρά προέρχονταν και από τους Τούρκους αλλά και από τους Ελληνοκύπριους που εξέλαβαν τα αεροπλάνα για τουρκικά.
Ένα από τα Noratlas καταρρίφθηκε από φίλια πυρά οδηγώντας στο θάνατο όλους τους καταδρομείς και το πλήρωμα πλην του Θανάση Ζαφειρίου που πήδηξε στο κενό και σώθηκε με βαριά τραύματα.
Ο Μανώλης Μπικάκης, 20 χρονών παλικάρι βρέθηκε σε έναν άγνωστο χώρο τον οποίο κλήθηκε να υπερασπίσει μαζί με τους υπόλοιπους καταδρομείς. Στο χάος των μαχών έχοντας στη διάθεση του ένα ΠΑΟ (Πυροβόλο Άνευ Οπισθοδρομήσεως) και 8 βλήματα είναι σε ένα ύψωμα στα δυτικά της Λευκωσίας στη περιοχή του Αγίου Δομετίου.
Μαζί του είναι μόνος ακόμα ένας καταδρομέας από τη Κρήτη. Ενώ δίπλα τους πέφτουν όλμοι, βόμβες από τα τουρκικά αεροπλάνα και ριπές από τα πολυβόλα που έχουν στήσει οι Τούρκοι, χάνονται μεταξύ τους. Ο ένας νομίζει τον άλλο νεκρό. Ο φίλος του Μπικάκη βρίσκει τους υπόλοιπους καταδρομείς και αναφέρει την απώλεια του.
Ο Μανώλης Μπικάκης δεν σκέφτηκε καν να εγκαταλείψει τον λόφο και να σωθεί, καθώς έβλεπε απέναντι του να πλησιάζει μια Ίλη τουρκικών αρμάτων Μ48 και να την ακολουθεί ένα τάγμα πεζικού. Άφησε τα άρματα να πλησιάσουν και με το πρώτο βλήμα καταστρέφει το πρώτο κάνοντας το πλήρωμα να το εγκαταλείψει και να τρέχει πανικόβλητο.
Επειδή η θέση του από τη βολή έγινε αντιληπτή από τους Τούρκους, σύρθηκε στο χώμα και άλλαξε θέση με ιδιαίτερη δυσκολία αφού θα έπρεπε να μεταφέρει το ΠΑΟ και ακόμα 7 βλήματα. Από τη νέα θέση σημάδεψε το δεύτερο τουρκικό άρμα το οποίο έγινε λαμαρίνες ενώ δεν έζησε κανένας από το πλήρωμα.
Δημιουργήθηκε σύγχυση και τα επόμενα δύο τουρκικά άρματα άλλαξαν κατεύθυνση. Ο Μανώλης Μπικάκης έβαλε στο στόχαστρο το επόμενο άρμα το οποίο επίσης κατέστρεψε με μία εύστοχη βολή. Ακολούθησε η καταστροφή ακόμα τριών τουρκικών αρμάτων και η επέλαση τους προς τη Λευκωσία σταμάτησε.
Όταν είδε τους Tούρκους στρατιώτες να τρέχουν να καλυφθούν σε ένα κτήριο, όπλισε και πάλι το ΠΑΟ. Τα δύο τελευταία βλήματα χτύπησαν το κτήριο στο οποίο είχε καλυφθεί το τουρκικό τάγμα πεζικού.
Κανείς δεν ξέρει πόσοι σκοτώθηκαν. Κατάφερε μόνος του να αποτρέψει την τουρκική επίθεση η οποία στόχευε στη κατάληψη του Αγίου Δομετίου κάτι που θα σήμαινε περικύκλωση της Λευκωσίας και αποκοπή της πρόσβασης στο αεροδρόμιο Λευκωσίας.
Μέσα στο κατακαλόκαιρο ο Μανώλης Μπικάκης έμεινε τρεις μέρες μόνος του αναζητώντας τους άλλους καταδρομείς έχοντας μαζί του ένα πολυβόλο που βρήκε στο ύψωμα. Τα κατέφερε και ενώθηκε με τη μονάδα του και μετά την εισβολή επέστρεψε στην Ελλάδα.
Παρά το ότι ο διοικητής του υπέβαλε αναφορά για να παρασημοφορηθεί, το ελληνικό κράτος ουδέποτε τον τίμησε. Οι στρατηγοί τον άφησαν να ξεχαστεί όπως ξεχάστηκε και η ηρωική του προσφορά στη Κύπρο. Ο Μανώλης Μπικάκης παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια εργαζόμενος ως οικοδόμος στη Κρήτη.
Δεν διεκδίκησε ούτε δάφνες ούτε τιμές. Το 1994 βρήκε τραγικό θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα στον δρόμο Κορίνθου – Πατρών και η ιστορία του έκλεισε με δύο παιδιά που έμειναν ορφανά και «μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες».