Ο έλεγχος δεν συνίσταται πια στο να μας ωθούν σε συγκεκριμένες ενέργειες, αλλά στο να ωθούμαστε μόνοι μας σε αυτές.. Ο JeanBodrillard επισημαίνει ότι η τηλεόραση συνιστά τον κοινωνικό έλεγχο μέσα στο σπίτι, όχι κατ’ ανάγκην σαν κατασκοπευτικό όργανο αλλά κάτι περισσότερο από αυτό. Εξασφαλίζει ότι οι άνθρωποι δεν θα μιλούν πλέον μεταξύ τους.Θα είναι οριστικά απομονωμένοι μπροστά σε δηλώσεις χωρίς απόκριση. Στο συγκεκριμένο άρθρο δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στην τηλεόραση αλλά και σε κάθε άλλο μέσο που απευθύνεται στις πλατιές μάζες, ελέγχεται από λίγους επιβάλλοντας στους πολλούς ασφαλείς «συνταγές» τρόπου ζωής.
Η τηλεόραση είναι όμως το πλέον «μαζικό» μέσο, σε σύγκριση με άλλα όπως το βιβλίο, ή ο Τύπος, τα οποία λόγω της τιμής τους είναι συχνά δυσπρόσιτα στους πολλούς.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν είναι από μόνα τους κάτι «κακό», αλλά το πρόβλημα βρίσκεται στο γεγονός ότι σήμερα ελέγχονται όλο και από πιο «λίγους», οι οποίοι έχουν το μονοπώλιο της γνώσης και της πληροφορίας και μάλιστα με την συνδρομή του Κράτους. Διότι για να «στήσει» κάποιος ραδιοφωνικό σταθμό χρειάζονται ελάχιστα χρήματα και γνώσεις Φυσικής επιπέδου Λυκείου.
Οι μεγαλύτεροι ίσως θυμούνται ότι στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 λειτουργούσαν εκατοντάδες ερασιτεχνικοί σταθμοί από μαθητές και φοιτητές οι οποίοι αξιοποιούσαν τις γνώσεις που απόκτησαν από το σχολείο σε ένα χώρο έξω από αυτό και έξω από την αγορά εργασίας, ενώ οι σταθμοί γίνονταν πόλος έλξης και κέντρο συνάντησης και επικοινωνίας των νέων σε μία συνοικία.
Οι περισσότεροι από τους σταθμούς αυτούς είχαν στόχο τη διασκέδαση, την ανταλλαγή ερωτικών μηνυμάτων, τη διαφήμιση συνοικιακών καταστημάτων, την προβολή αγαπημένων τραγουδιστών κλπ., ωστόσο δεν έλειπαν και αυτοί που είχαν στις εκπομπές τους επαναστατικό περιεχόμενο, όπως οι σταθμοί που λειτουργούσαν τον Μάη του 1968 στη Γαλλία και ο σταθμός του Πολυτεχνείου που συνέβαλε στην πτώση της δικτατορίας.
Η όλο και αυξανόμενη κρατική παρέμβαση έθεσε εμπόδια στην ελευθερία κατοχής ραδιοφωνικών σταθμών, αλλά και των τηλεοπτικών καναλιών τα οποία ήταν πολλά μετά την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου.
Το κριτήριο ήταν η ακροαματικότητα-τηλεθέαση και όχι η ποιότητα με αποτέλεσμα ο έλεγχος των πλέον δημοφιλών και προσιτών για τις μάζες μέσων να περνά σε λίγα χέρια και σε επίπεδα που το ευρύτερο κοινό όχι μόνο δεν έχει καμία απόκριση ή συμμετοχή, αλλά εξαναγκάζεται να ομογενοποιείται και να υποτάσσεται σε αυτό που δήθεν αρέσει στην πλειοψηφία.
Παρ’ όλα αυτά το «κοινό» δεν είναι ο πελάτης των μαζικών μέσων. Η διαφήμιση είναι εκείνη που παίζει τον ρόλο του συνδετικού κρίκου ανάμεσα στην πληροφορία και τη βιομηχανοποίηση των μαζικών μέσων, επειδή η πληροφορία είναι ένα εμπόρευμα που διαφέρει από τα άλλα στο ότι αφενός δεν αποθηκεύεται και αφετέρου επιδιώκεται η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κατανάλωσή του.
Με τον τρόπο αυτό η βιομηχανία των μαζικών μέσων έχει την τάση να διεισδύει στον παραμικρό τομέα της καθημερινής ζωής και να τον διαμορφώνει. Γι’ αυτό ο έλεγχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης αποτελεί έλεγχο της οποιασδήποτε εξουσίας πάνω στην κοινωνική ζωή (Bodrillard:χχ:13).
Η Κοινωνία της Μάζας: Η κοινωνία της μάζας είναι μία κατάσταση όπου υπάρχει υπερβολικός έλεγχος των ολίγων επί των πολλών. Η μάζα είναι ένα σύνολο ανθρώπων οι οποίοι είτε βρίσκονται στον ίδιο χώρο, είτε σε μία κοινή κατάσταση δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν συνεργάζονται, δεν έχουν σημαντικά περιθώρια ατομικής αυτονομίας, πρωτοβουλίας και δράσης, κάτι που τελικά οδηγεί στον εκμηδενισμό της ανθρώπινης πράξης με αποτέλεσμα να μη δρα αλλά να δρουν άλλοι επάνω σε αυτήν.
Ο ολοκληρωτικός έλεγχος και η χειραγώγηση των κατ’ όνομα ελεύθερων πολιτών που παρατηρείται στις σύγχρονες κοινωνίες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού οδηγεί σε νέες διαδικασίες κοινωνικοποίησης του ατόμου, ακριβώς όπως ο μονοπωλιακός έλεγχος μιας κατ’ όνομα ελεύθερης αγοράς προϋποθέτει και γεννά νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου και ανταγωνισμού τόσο σε φορείς όσο και σε περιεχόμενο (αξίες, κοινωνικοί κανόνες, πρότυπα συμπεριφοράς, βλ. και Σεραφετινίδου:1995:79-85).
Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζει ανάπτυξη σε κοινωνίες όπου το επίπεδο διαβίωσης είναι κάπως υποφερτό και όχι εκεί όπου υπάρχουν συνθήκες πείνας και εξαθλίωσης (βλ. και Ψυρούκης:1975:96). Αυτό συμβαίνει διότι σε ένα υποφερτό επίπεδο διαβίωσης και με τη βοήθεια της τεχνολογικής προόδου μπορεί να ανοιχτεί στην ανθρώπινη ενεργητικότητα ένα πεδίο ανυποψίαστης ελευθερίας πέρα από την ικανοποίηση της ανάγκης για επιβίωση.
Όμως όσο περισσότερο δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για ελευθερία και ανάπτυξη της δημιουργικότητας, τόσο περισσότερο τα άτομα διαπαιδαγωγούνται «ψυχή τε και σώματι» ενάντια σ’ αυτή την κατεύθυνση αφού η τεχνολογία και τα μαζικά μέσα γίνονται μέρος του κατεστημένου και κυριαρχεί ένα σχήμα μονοδιάστατης σκέψης –σκέψης από την οποία λείπει η κριτική διάσταση– που αντιστέκεται στην κοινωνική αλλαγή (βλ. και Marcuse:1971).
Με τον τρόπο αυτό ιδέες, επιδιώξεις και στόχοι που με το περιεχόμενό τους υπερβαίνουν το κατεστημένο σύστημα λόγου και δράσης είτε απωθούνται είτε ανάγονται σε όρους αυτού του συστήματος.
Μηχανισμοί και Τεχνικές Χειραγώγησης και Ελέγχου της Σκέψης:
Η πιο προφανής από τις μεθόδους χειραγώγησης προέρχεται από την ίδια τη δομή των μαζικών μέσων η οποία είναι απρόσωπη γραφειοκρατική με έντονα συγκεντρωτικό-ιεραρχικό χαρακτήρα.
Η χειραγώγηση εδώ ασκείται στα ίδια τα στελέχη και ιδιαίτερα στους μικρούς δημοσιογράφους οι οποίοι περνούν ένα στάδιο ως δόκιμοι και στο χρονικό αυτό διάστημα υποβάλλονται σε μία διαδικασία κοινωνικοποίησης στους απρόσωπους κανόνες και τη λογική που διέπει το όλο σύστημα καθώς και στις προσδοκίες και τις επιδιώξεις των ανώτερων διευθυντών και της εργοδοσίας.
Στο στάδιο αυτό δεν λείπουν και οι πρακτικές του «καψονιού» και των προσβολών των παλαιών και ιεραρχικά ανώτερων προς τους νεοσύλλεκτους, αλλά τα σημαντικότερα στοιχεία που συμβάλλουν στον έλεγχο της σκέψης των τελευταίων είναι δύο: το πρώτο στοιχείο είναι ότι οι δόκιμοι δεν πληρώνονται ή παίρνουν πολύ πενιχρές αμοιβές και το δεύτερο, ότι συχνά το αποτέλεσμα της εργασίας τους το οικειοποιούνται σε μεγάλο βαθμό οι καταξιωμένοι δημοσιογράφοι, οι οποίοι βάζουν το όνομά τους στο ρεπορτάζ που οι «νέοι» ετοίμασαν.
Με τον τρόπο αυτό οι νεοσύλλεκτοι υποτάσσονται και ανέχονται τα πάντα μπροστά στην προοπτική να αναγνωριστεί η δουλειά τους, να καταξιωθούν στο χώρο και να πληρώνονται αργότερα με αστρονομικές αμοιβές.
Η Τρομολαγνεία και η Αναγωγή των Πάντων στο Σεξ:
Η διαδικασία χειραγώγησης μέσω του τρόμου εκδηλώνεται με τη διαδοχική και έντεχνη υπερβολή υπαρκτών προβλημάτων με σκοπό το τρομοκρατημένο κοινό να αποδεχθεί σκληρές λύσεις ως αναγκαίες για την ασφάλεια και την επιβίωσή του (Στάμκος:2000:22). Τα τεχνητά φουσκωμένα προβλήματα εναλλάσσονται διαδοχικά ώστε πριν προλάβει να επέλθει ο εθισμός από το ένα τρομακτικό γεγονός, ακολουθεί ένα άλλο έτσι ώστε ο τρόμος να αναπαράγεται συνεχώς.
Διότι η εκμετάλλευση του φόβου του θανάτου είναι το ένα μέσο που χρησιμοποιεί σχεδόν κάθε εξουσία για να χειραγωγήσει τις μάζες. Το άλλο μέσο είναι η εκμετάλλευση του σεξουαλικού ενστίκτου, είτε με την απαγόρευση του σεξ, είτε με τη συνεχή ενασχόληση και την αναγωγή των πάντων σε αυτό.
Η σημερινή κοινωνία είναι ανεκτική στις προγαμιαίες σχέσεις, αλλά παρ’ όλα αυτά το σεξ «πουλάει», είτε μέσω της ανησυχίας του καθενός ότι δεν είναι φυσιολογικός ως προς τη συχνότητα και την επιθυμία, είτε μέσω της προβολής εξωπραγματικών συμβόλων και προτύπων που κάνουν την πραγματική ζωή να φαίνεται ανεπαρκής.
Έτσι, ο τηλεθεατής βλέποντας τα πρότυπα του φύλου του που επιβάλλονται μειώνεται η αυτοεκτίμησή του, ενώ ταυτόχρονα βλέποντας τα πρότυπα του άλλου φύλου αποθαρρύνεται να δημιουργήσει πραγματικές σχέσεις και αν το κάνει τις θεωρεί μίζερες. Συχνά θεωρεί πιο ενδιαφέροντα τα όσα βλέπει στην τηλεόραση σε σχέση με την καθημερινή ζωή.
Το Μονοπώλιο των «Σημείων» Οι παραπάνω μέθοδοι χειραγώγησης αναφέρονται στο περιεχόμενο κάποιων εκπομπών, αλλά αυτή η μέθοδος σχετίζεται γενικότερα με τη δομή του λόγου και τη διαχείριση των κωδίκων ακόμα και σε εκπομπές με προοδευτικό περιεχόμενο. Η διαδικασία συνεχίζεται ακόμα και όταν η τηλεόραση κλείνει ή επηρεάζει και εκείνους που δεν βλέπουν καθόλου.
Τα μαζικά μέσα παίζουν έναν κυρίαρχο ρόλο στη μεταφορντική φάση του καπιταλιστικού συστήματος που διανύουμε σήμερα, δηλαδή πέρα από τη μαζική παραγωγή εμπορευμάτων προορισμένα για μαζική κατανάλωση, και που περιλαμβάνει μια διαδικασία κοινωνικής αφαίρεσης που δεν αναφέρεται πια στο εμπόρευμα αλλά στο «σημείο», δηλαδή στη νοηματοδότηση μιας λέξης, εικόνας, ή κατάστασης.
Συχνά συμβαίνει και το αντίστροφο: κάποιες καταστάσεις ή γεγονότα χάνουν το νόημά τους, θεωρούνται ανύπαρκτα, όταν η λέξη που τα αντιπροσωπεύει καταργείται ή δαιμονοποιείται από τα μέσα.
Η ίδια η λέξη «χειραγώγηση» –η οποία είναι μαρξιστικής προέλευσης και χρησιμοποιήθηκε από τους εκπροσώπους της Σχολής της Φραγκφούρτης– είναι μία λέξη ταμπού για την τηλεόραση και όποιος τη ξεστομίζει επιπλήττεται από τον παρουσιαστή και διακόπτεται η ομιλία του.
Όμως, πρόκειται για μία κατάσταση κυρίαρχη όχι μόνο στο χώρο της τηλεόρασης και των μέσων αλλά και σε κάθε άλλο μηχανισμό εξουσίας. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένας τυποποιημένος κώδικας επικοινωνίας που μειώνει τις δυνατότητες ουσιαστικού διαλόγου και διατύπωσης λόγου πέρα από τον κυρίαρχο κώδικα. Αυτό ενισχύεται και με την αποδυνάμωση της επαγωγικής σκέψης και την επιβολή «στερεοτύπων».
Η Δικτατορία των Στερεοτύπων:
Αφού έχουν το μονοπώλιο των σημείων τα μαζικά μέσα και ιδιαίτερα η τηλεόραση δημιουργούν «στερεότυπα» τα οποία είναι απλά θεωρητικά σχήματα, στατικά, άκαμπτα, απόλυτα, υπεραπλουστευτικά και στηρίζονται πάντα σε μισές αλήθειες. Eπικαλούνται μια πλευρά της πραγματικότητας και αποκρύπτουν τις υπόλοιπες –«αθέατες»– πλευρές της.
Η δικτατορία των στερεοτύπων παράγει «ελλείμματα δημοκρατίας» –όπου μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης υποεκπροσωπείται στους μηχανισμούς διαμόρφωσης Γνώμης.
Ο στερεοτυπικός, μονοδιάστατος λόγος στην τηλεόραση συνοδεύεται και από μη λεκτικά «σημεία» όπως είναι ο αυστηρός ή σαρκαστικός τόνος της φωνής, το γουρλωμένο μάτι αυτού που μιλάει ή το συγκαταβατικό ειρωνικό χαμόγελο όταν αναφέρεται σε αντίθετη άποψη.
Ο τύπος αυτός του λόγου δεν εξοβελίζει μόνο την αντίθετη άποψη, αλλά και κάθε διατύπωση λόγου ή σκέψη που αντίκειται σε αυτή την ίδια στερεοτυπική μονοδιάστατη λογική, ο,τιδήποτε ξεφεύγει από την επιβολή έτοιμης συνταγής αναγόμενης στη λογική της διπολικής σκέψης (σε όρους καλού-κακού, μαύρου-άσπρου).
Η ίδια η επαγωγική κριτική σκέψη χλευάζεται με το μότο «τα πολλά λόγια είναι φτώχια» ή θεωρείται αμπελοφιλοσοφία και χάσιμο χρόνου. Παράλληλα, αποθαρρύνεται κάθε κριτική θετική ή αρνητική σε συγγράμματα με πολυπλοκότητα σκέψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη αναφορά ενός παρουσιαστή στον Τσόμσκι με αφορμή την επίσκεψή του στην Ελλάδα:
«Ποιός εργαζόμενος θα ‘στραμπουλίξει’ το μυαλό του για να διαβάσει αυτά τα δυσνόητα πράγματα; Ο εργαζόμενος όταν γυρίζει από τη δουλειά θέλει κάτι ‘ανάλαφρο’ να τον ξεκουράσει και όχι πράγματα που τον προβληματίζουν και τον κάνουν να σκέπτεται…!».
Η Σημαντική-Ασήμαντη Λεπτομέρεια:
Ίσως είναι η πιο αλλοτριωτική τεχνική χειραγώγησης και ελέγχου της σκέψης γιατί αποσπά τη σκέψη αλλά και το βλέμμα από τα ουσιώδη και ακανθώδη ζητήματα και τη μεταθέτει σε ανούσιες λεπτομέρειες οι οποίες, κατά μαγικό τρόπο, καλύπτουν το πρόβλημα. Μας χρειάζεται κάποιος από το παρελθόν για να βάλουμε τα πράγματα σε κάποια σειρά:
όταν ο διευθυντής της τηλεόρασης είπε κάποτε στον πρόεδρο των ΗΠΑ Χάρυ Τρούμαν ότι η γραβάτα του δεν ήταν κατάλληλη για τηλεόραση, ο τελευταίος τον κοίταξε απορημένος και λυπημένος λέγοντας: «Αν εγώ μιλάω για την Κορέα και ο κόσμος συζητάει για τη γραβάτα μου, μου φαίνεται ότι θα έχουμε σημαντικό πρόβλημα».
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1980, αφιερώθηκε περισσότερος χρόνος στη συζήτηση για το αν ο Ρέιγκαν βάφει τα μαλλιά του παρά σχετικά με την οικονομική του πολιτική. Στην ελληνική τηλεόραση υπάρχει ένας «θησαυρός» από τέτοια σχόλια για τους πολιτικούς, αλλά και για επαγγελματικές κατηγορίες.
Έχουν ακουστεί κρίσεις και σχόλια για μερικούς ταξιτζήδες που έχουν μακριά βρώμικα νύχια, για μαθητές με μακριά μαλλιά, για αξύριστους δασκάλους και άλλες λεπτομέρειες που ανάγονται σε ζητήματα υψίστης σημασίας και συνδέονται με απειλές για τη δημόσια υγεία.
Επίσης το φλιτζανάκι του καφέ στο γραφείο του δημοσίου υπαλλήλου ή στο γκισέ, ζουμάρεται, σχολιάζεται και γίνεται σύμβολο της ύψιστης λούφας και διαφθοράς του δημοσίου, διαμορφώνοντας το γνωστό στερεότυπο του δημοσίου υπαλλήλου, ενώ ταυτόχρονα αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από τις πραγματικές αιτίες που κάνουν τη Δημόσια Διοίκηση δυσλειτουργική.
Η προσκόλληση στην ασήμαντη λεπτομέρεια λόγω της μαζικότητας της τηλεόρασης μεταφέρεται και στις καθημερινές σχέσεις μαζί με τις άλλες μεθόδους και τεχνικές χειραγώγησης με αποτέλεσμα οι τελευταίες να γίνονται προβληματικές λόγω της μείωσης της ικανότητας για επικοινωνία στα περισσότερα μέλη της κοινωνίας.
Παρατηρείται το φαινόμενο δύο άνθρωποι να μιλούν μεταξύ τους και κάποιος από τους δύο να μην προσέχει τίποτα απ’ όσα του λέει ο άλλος, αλλά να τον παρατηρεί και να του λέει ότι πάχυνε, ότι τα μαλλιά έπιασαν ψαλίδα κλπ.
Γενικότερα ο σημερινός άνθρωπος ενδιαφέρεται περισσότερο για την εικόνα του και για την εικόνα των άλλων παρά για μία ουσιαστική επικοινωνία με τον διπλανό του. Πρόκειται για ένα φαινόμενο βαθιάς αλλοτρίωσης, έξω από την εργασία, περισσότερο διεισδυτική και μόνιμη από την καταστολή που επικρατούσε την εποχή της δικτατορίας όπου υπήρχε η ρητή απαγόρευση κάποιων σχέσεων, συγκεντρώσεων ή συζητήσεων.
Αυτό αποδεικνύεται από την αφύπνιση του πληθυσμού που ακολούθησε με τη Μεταπολίτευση, όταν ακόμα και άτομα χαμηλής τυπικής εκπαίδευσης επιθυμούσαν να διαβάσουν και να συζητήσουν με άλλους για όλα όσα την προηγούμενη περίοδο της Χούντας ήταν απαγορευμένα.
Αντίσταση Μέσω της Κριτικής Σκέψης:
Το τελικό ερώτημα είναι πως θα μπορούσε κανείς να αντισταθεί στον έλεγχο της σκέψης και στην αλλοτρίωση της ζωής από την τηλεόραση. Η λύση δεν είναι η επαναδιαμόρφωση του περιεχομένου τους ώστε να είναι περισσότερο μορφωτικό και ανώτερου επιπέδου.
Ούτε να καταληφθούν από περισσότερο προοδευτικές ομάδες. Ούτε φυσικά να καταργηθούν και να επιστρέψουμε σε στην εποχή που δεν υπήρχε ραδιόφωνο και τηλεόραση. Η αιτία της αλλοτρίωσης για τον καθ’ έναν από εμάς βρίσκεται στον φόβο της απόρριψης από τους άλλους όταν εκφράζει απόψεις διαφορετικές από την τεχνητά διαμορφωμένη «κοινή γνώμη».
Οι περισσότεροι ακολουθώντας έτοιμες συνταγές ζωής νοιώθουν ασφάλεια. Παρ΄ όλα αυτά μπορεί ο καθένας να σκεφτεί να διώξει τις φοβίες του και να ανακτήσει την καθημερινή του πραγματικότητα κάνοντας τη διαφορά στον δικό του κόσμο.
Η αντίσταση βρίσκεται κυρίως στην ανάπτυξη άμεσων διαπροσωπικών σχέσεων, στη διατύπωση προσωπικών απόψεων, στην ανάπτυξη κριτικής επαγωγικής σκέψης για να σπάσουν οι κώδικες και να καταρρεύσουν τα στερεότυπα.