«Νομικά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει εδώ και χρόνια διαμορφώσει τον “χρυσό κανόνα”: Η ιδιωτική ζωή των πολιτικών προστατεύεται, όχι όμως στον ίδιο βαθμό με την ιδιωτική ζωή του κοινού πολίτη. Γιατί, στη δημοκρατία, είναι δικαίωμα του καθενός να ξέρει καλύτερα ποιοι είναι αυτοί που τον κυβερνούν».
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Είναι σωστό, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, να μη συζητούνται τα «βασικά» αλλά η πολιτική αντιπαράθεση να επικεντρώνεται στην ιδιωτική ζωή των αντιμαχομένων; Και αν ναι, μήπως αυτό δεν ταιριάζει στο επίπεδο μιας χώρας που θέλει να λέγεται συνταγματικά πολιτισμένη;
Θα απαντήσω σε αυτό το ερώτημα, με αφορμή τη δημοσίευση της γνωστής φωτογραφίας του πρωθυπουργού σε πολυτελή θαλαμηγό συνεργάτιδός του. Πιο ειδικά, θα προσπαθήσω να δείξω γιατί η αποκάλυψη αυτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι μόνον επιτρεπόταν, αλλά και επιβαλλόταν για την ειλικρίνεια του δημόσιου διαλόγου. Και γιατί θα ήταν αδιανόητο η προβολή του περιστατικού αυτού να χαρακτηρισθεί «χτύπημα κάτω από τη μέση», σε οποιαδήποτε συνταγματικά ώριμη χώρα.
Νομικά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει εδώ και χρόνια διαμορφώσει τον «χρυσό κανόνα»: Η ιδιωτική ζωή των πολιτικών προστατεύεται, όχι όμως στον ίδιο βαθμό με την ιδιωτική ζωή του κοινού πολίτη. Γιατί, στη δημοκρατία, είναι δικαίωμα του καθενός να ξέρει καλύτερα ποιοι είναι αυτοί που τον κυβερνούν.
Ακόμη και με χρήση «κρυφής κάμερας;», θα ρωτούσε κάποιος. Η απάντηση είναι ναι, αρκεί η συγκεκριμένη αποκάλυψη να μη φτάνει έως το σημείο να δημοσιοποιεί απόκρυφες στιγμές του πολιτικού, που τον σεβασμό τους μπορεί να αξιώσει κάθε πολίτης: η κρεβατοκάμαρα ενός πολιτικού προστατεύεται το ίδιο με την κρεβατοκάμαρα του καθενός. Ετσι, ο ήχος και η εικόνα από ένα ιδιωτικό δείπνο που παρέθεσε μεγαλοπρομηθευτής του Δημοσίου σε υπουργό ενόσω διεξαγόταν διαγωνισμός στον οποίο ήταν υποψήφιος, θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν χωρίς πρόβλημα, μολονότι η λήψη τους είχε γίνει με παράνομο τρόπο. Δεν θα συνέβαινε, όμως, το ίδιο αν επρόκειτο για τυχαία ερωτική συνεύρεση του ίδιου υπουργού (εκτός βεβαίως αν αυτός ήταν παντρεμένος και είχε οικοδομήσει τη δημόσια εικόνα του στις αξίες της παραδοσιακής οικογένειας και της συζυγικής πίστης).
Φτάνουμε έτσι στον πυρήνα του προβλήματος. Δικαιολογεί άραγε η απλή περιέργεια κάθε αποκάλυψη εφόσον γίνεται εντός των θεμιτών ορίων; Ή μήπως πρέπει να συντρέχει και κάποιος επιπλέον λόγος;
Μια πρώτη απάντηση έχει δώσει και εδώ το Δικαστήριο του Στρασβούργου: Αν πρόκειται για «θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος», η αποκάλυψη είναι θεμιτή. Τέτοιο είναι η υγεία των πολιτικών. Ετσι, στην υπόθεση Plon κατά Γαλλίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η μετά θάνατον δημοσιοποίηση της μακράς ασθένειας του προέδρου Μιτεράν από τον προσωπικό ιατρό του ήταν δικαιολογημένη και καταδίκασε τη Γαλλία. Το ερώτημα, βέβαια, είναι ποια θεωρούνται κάθε φορά θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος;
Μια δεύτερη απάντηση στο ίδιο ερώτημα δίνει το κριτήριο της «άσκησης των καθηκόντων». Ειδικά για τους δημόσιους υπαλλήλους και λειτουργούς, έχει κριθεί ότι η χρήση «κοριού» ή ακόμη και κρυφής κάμερας για την αποκάλυψη χρηματισμού ή αθέμιτου επηρεασμού είναι θεμιτή για τη θεμελίωση πειθαρχικής και ποινικής κατηγορίας (ΑΠ 1317/2001, βούλευμα). Αρκεί, όμως, να μην έχει παραβιασθεί ο πυρήνας της ιδιωτικότητας, όπως στην περίπτωση δημάρχου επαρχιακής πόλης, που είχε καθαιρεθεί προ ετών, μετά την προβολή βίντεο στο οποίο, ημίγυμνος, υποσχόταν σε κυρία ότι θα τη διορίσει αν υπέκυπτε στις άσεμνες προτάσεις του (ΣτΕ 3922/2005). Ομως, τι περιλαμβάνει επακριβώς η άσκηση των καθηκόντων, ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για ασφαλές κριτήριο;
Ενόψει της ρευστότητας των ανωτέρω δύο κριτηρίων, είχα την ευκαιρία, σε «ανύποπτο» χρόνο, να προτείνω ένα τρίτο, εφαρμοστέο ιδίως στους πολιτικούς: Για το επιτρεπτό ή μη της αποκάλυψης, να λαμβάνεται υπόψη η αντινομία –η κραυγαλέα αντινομία– ανάμεσα στον δημόσιο λόγο τους και στην ιδιωτική συμπεριφορά τους. Η προβολή, δηλαδή, από τους πολιτικούς μιας δημόσιας εικόνας αποδεδειγμένα αντίθετης με την αληθινή. Και τούτο, με συνειδητή απόκρυψη σημαντικών πτυχών της ιδιωτικής ζωής τους (περιοδικό ΔιΜΕΕ, 2005, σ. 14 και επ.).
Αρχικά, την άποψη αυτή υιοθέτησε μια σημαντική μειοψηφία στο ΣτΕ, στην πολυσχολιασμένη υπόθεση του λεγόμενου «φρουτάκια»: Τέως βουλευτής Αχαΐας, ο οποίος συνέβαινε να είναι και πρόεδρος της επιτροπής της Βουλής κατά του παράνομου τζόγου, βιντεοσκοπήθηκε με κρυφή κάμερα να παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια, μέρα μεσημέρι, σε κεντρικό κατάστημα της Πάτρας. Το δικαστήριο θεώρησε τότε ότι το κανάλι είχε παραβιάσει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής του βουλευτή και επικύρωσε το πρόστιμο που το ΕΣΡ του είχε επιβάλει (ΣτΕ 1213/2010). Αντίθετα, η μειοψηφία που προανέφερα έκρινε ότι ήταν θεμιτή η προβολή του επίμαχου βίντεο. Και τούτο με την ορθή σκέψη ότι είναι δικαίωμα των ΜΜΕ να αποκαλύπτουν, ακόμη με παράνομη λήψη, τη ζωντανή εικόνα των πολιτικών προσώπων, που επιδεικνύουν συμπεριφορά αντίθετη, όπως επί λέξει έκρινε, «ως προς την εικόνα που εκείνα προβάλλουν για τον εαυτό τους». Τελικά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπου έφτασε ύστερα από χρόνια η υπόθεση, δικαίωσε τη μειοψηφική αυτή γνώμη και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του δικαιώματος πληροφόρησης (υπόθεση Αλφα Δορυφορικής κατά Ελλάδος, 2018).
Για το ζήτημα των ημερών, πέρα από τα ανωτέρω δικαστικά προηγούμενα, έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια σημαντικές μελέτες και στη χώρα μας, που μας βοηθούν να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Εκτός από τη μαχητική αρθρογραφία του αείμνηστου Σταύρου Τσακυράκη, του κατεξοχήν υπερασπιστή της ελευθερίας της έκφρασης, αναφέρομαι ειδικά στις διατριβές δύο νεότερων νομικών, της Χριστίνας Ακριβοπούλου (ΑΠΘ, 2009) και της Χριστίνας Βρεττού (ΕΚΠΑ, 2013).
Μπορούμε συνεπώς να υποστηρίξουμε βάσιμα ότι, με το «κριτήριο της αντινομίας», η αποκάλυψη του περυσινού θαλάσσιου περιπάτου του πρωθυπουργού ήταν νομικά θεμιτή. Διότι, καλώς ή κακώς, στη σύγχρονη Ελλάδα, η πολυτελής θαλαμηγός είναι το κατεξοχήν σύμβολο του πλούτου και των ελίτ, τις οποίες ο κ. Τσίπρας από παλιά καταγγέλλει. Εξακολουθεί μάλιστα να το κάνει τόσο συστηματικά και τόσο διχαστικά, ώστε δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι στη διάκριση των πολλών από τους λίγους και των φτωχών από τους χλιδάτους στηρίζει και το πολιτικό του μέλλον. Με άλλα λόγια, ο αντιελιτισμός του κ. Τσίπρα, διανθισμένος μάλιστα με αναφορές σε συγκεκριμένα περιστατικά –συνήθως αναπόδεικτα– για την ιδιωτική ζωή των αντιπάλων του, είναι συστατικό στοιχείο, βασικός πυλώνας, όχι μόνο της ιδεολογίας, αλλά και της πολιτικής του.
Από την άποψη αυτή πιστεύω ότι, εκτός από τη δημοσιογραφική αποκάλυψη, η ανάδειξη του συγκεκριμένου περιστατικού στη Βουλή από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν και πολιτικά δικαιολογημένη. Διότι η συγκάλυψή του από τον κ. Τσίπρα απέβλεπε στην παραπλάνηση των πολιτών, προβάλλοντας μια δημόσια εικόνα που πόρρω απείχε από την αληθινή.
* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr