Το Νεκρονομικόν αποτελεί για κάποιους φανταστικό βιβλίο που αναφέρεται στις ιστορίες τρόμου του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, για άλλους όμως οι ιστορίες του όπως και αυτή του Νεκρονομικόν αποτελούν απόκρυφη γνώση.Το όνομα Νεκρονομικόν αναφέρεται για πρώτη φορά το 1924 στο διήγημα του Λάβκραφτ ”Το Κυνηγόσκυλο” (The Hound), το οποίο είχε αρχικά γραφτεί το 1922, αν και ο υποτιθέμενος συγγραφέας του βιβλίου, ο «Τρελός Άραβας» Αμπντούλ Αλχαζρέντ είχε πρωτοαναφερθεί ένα χρόνο νωρίτερα στο ”Η Ανώνυμη Πόλη” (The Nameless City). Ανάμεσα σε άλλα, το βιβλίο περιέχει περιγραφή των Μεγάλων Παλαιών, την ιστορία τους και τρόπους επίκλησής τους. Σύμφωνα με τον Λάβκραφτ, αντίγραφα υπάρχουν στα Πανεπιστήμια Μισκατόνικ και Χάρβαρντ στη Μασσαχουσέτη, στο Βρετανικό Μουσείο, στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας και στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες.
Οι Θήβες είναι μια πόλη γεμάτη μνημεία , αφιερωμένα τόσο σε ανθρώπους όσο και σε θεούς. Η ανατολική όχθη του ποταμού είναι γεμάτη από ναούς , οβελίσκους και μεγάλα αγάλματα. Οι ναοί, παρ’ότι έχουν διαβρωθεί πολύ από το χρόνο και την εγκατάλειψη, συνδέονται με μεγαλόπρεπες λεωφόρους πλαισιωμένες από σκαλισμένες μορφές και καθρεφτίζονται σε τεχνητές λίμνες, πράγματα που χαρίζουν στην πόλη ένα μεγαλείο το οποίο δεν συναντά κανείς στις άλλες πόλεις της φυλής μας. Στη δυτική όχθη του Νείλου είναι θαμμένοι οι βασιλικοί νεκροί μέσα σε πολυτελείς τάφους.
ΘΗΒΕΣ, ΑΙΓΥΠΤΟΣ
Πολλοί από τους τάφους της νεκρόπολης έχουν λεηλατηθεί από τους νεκραναστητές, μα κάποιοι άλλοι παραμένουν ακόμη κρυμμένοι κάτω από την άμμο , περιμένοντας να τους ανακαλύψουν.
Για όσους διαθέτουν την υπερφυσική όραση, οι φεγγαρόλουστοι δρόμοι των Θηβών δεν είναι άδειοι αλλά γεμάτοι με μελαγχολικά πλήθη. Τα φαντάσματα περπατούν μέσα στις λεωφόρους που ενώνουν μεταξύ τους τους ναούς, ακολουθώντας σιωπηλές και μεγαλόπρεπες λιτανείες.
Σειρές από ιερείς μεταφέρουν δίσκους με αναμμένα θυμιάματα μπροστά από τις κλειστές άμαξες που περιέχουν τους κυριότερους θεούς και θεές της χώρας, γιατί ήταν συνήθειο των ιερών να παρελαύνουν τους θεούς τους μπροστά στο λαό, αν και πάντα τους κρατούσαν προσεκτικά κρυμμένους πίσω από τα παραπετάσματα των αμαξών, μέσα στις οποίες τους έβγαζαν από τους ναούς και τους επέστρεφαν πίσω σε αυτούς.
ΘΗΒΕΣ, ΑΙΓΥΠΤΟΣ
Ο σπουδαιότερος Θεός των Θηβών ήταν ο Άμμων, που μερικές φορές παριστάνεται ως άνδρας, άλλοτε ως άνδρας με κεφαλή κριού και λιγότερο συχνά ως κριός.
Για χάρη του είχε υψωθεί ο μεγαλύτερος απ’όλους τους ναούς του κόσμου μας, ο Ναός των Κιόνων, ο οποίος ντροπιάζει την περηφάνια εκείνων που διασχίζουν το καλυμμένο από άμμο πλακόστρωτό του , αφού ο κάθε κίονας έχει δέκα φορές το ύψος ενός ανθρώπου και είναι τόσο πυκνά τοποθετημένα ώστε μοιάζουν έτοιμοι να συνθλίψουν όποιον περπατά ανάμεσά τους. Ακόμα και τα μνημεία των Παλαιών δεν μπορούν να μειώσουν το μεγαλείο του.
Μέσα στα άδυτα αυτού του ναού κατά την αρχαία εποχή ήταν τοποθετημένο το σημαντικότερο άγαλμα του Άμμωνα. Είχε το χάρισμα της ζωής, γιατί οι ιερείς εκείνης της χώρας μπορούσαν να ζωντανέψουν το άγαλμα και να εισάγουν σ’αυτό ένα είδος σκιώδους ή πνευματικής ουσίας, που εξέφραζε την προσωπικότητα και τους σκοπούς του ίδιου του θεού. Οι αδαείς έγραφαν πως ο Άμμων κατοικεί μέσα στο άγαλμα,μα αυτό είναι ψέμα – το άγαλμα ήταν το δοχείο του απεσταλμένου του, που μιλούσε και ενεργούσε με τη γνώση και τη δύναμη του θεού, μα ο θεός βρισκόταν αλλού. Ονειρεύεται ακόμα στην Καντάθ της παγερής ερήμου, μαζί με όλους τους άλλους θεούς αυτού του κόσμου.
Ένας ταξιδιώτης από τη χώρα μας, που ήταν και νεκρομάντης, έμαθε από τους νεκροφάγους των Θηβών κάποιον θρύλο, σύμφωνα με τον οποίο ένας μεγάλος θησαυρός πολύτιμων αντικειμένων ήταν θαμμένος κάτω από το πάτωμα του Ναού των Κιόνων. Ο πλούτος του ναού είχε θαφτεί βιαστικά από τους ιερείς, έτσι ώστε να μη λεηλατηθεί κατά τη διάρκεια μιας από τις πολυάριθμες εισβολές που έγιναν στην Αίγυπτο – αν και στην ιστορία δεν έχει διασωθεί το όνομα των συγκεκριμένων εισβολέων. Όμως, από κάποια ιδιοτροπία της μοίρας, τα πολύτιμα αντικείμενα δεν ξεθάφτηκαν ποτέ. Ίσως οι εισβολείς να σκότωσαν τους ιερείς που γνώριζαν το ακριβές σημείο της κρυψώνας. Οι νεκροφάγοι δεν αποκάλυψαν με ποιον τρόπο έμαθαν για τη τοποθεσία. Ο ταξιδιώτης προσέλαβε δυο εργάτες, που ήταν συνηθισμένοι να εργάζονται τη νύχτα και αρκετά αξιόπιστοι ώστε να μη μιλήσουν σε κανέναν για τις δουλειές τους. Αυτοί ανέλαβαν να ξεθάψουν το θησαυρό. Μετά από αρκετές ώρες σκαψίματος , ανακάλυψαν ένα άγαλμα του Άμμωνα. Είχε το μέγεθος και το ύψος ενός άνδρα, κι ήταν καμωμένο από μπρούντζο καλυμμένο με φύλλο χρυσού. Η αξία του αντικειμένου δεν ήταν ιδιαίτερη, επειδή δεν είχε επάνω του πολύτιμα πετράδια ή μεγάλες μάζες χρυσού ή ασημιού, ενώ στην εμφάνιση ήταν εντελώς κοινότυπο με μόνη εξαίρεση μια λεπτομέρεια – ο πελώριος φελλός του ήταν χυδαία ορθωμένος. Αυτό προκάλεσε χονδροειδή αστεία από τους εργάτες , μα ο ταξιδιώτης γρήγορα τους ξανάβαλε να σκάψουν , ενώ ο ίδιος πήγε παράμερα για να εξετάσει το άγαλμα καλύτερα.
Ρούφηξε τον αέρα μέσα από τα δόντια γεμάτος έκπληξη, γιατί η ικανότητά του στη νεκρομαντεία του απεκάλυψε πως το άγαλμα ήταν ζωντανό. Τα εκατοντάδες χρόνια που παρέμεινε κρυμμένο κάτω από τη στεγνή άμμο του ναού δεν είχαν διαγράψει την ταυτότητα του. Το πνεύμα μέσα στο μπρούντζινο σώμα αντιλήφθηκε τον ταξιδιώτη μετά από μερικά λεπτά, σαν να ξύπνησε από βαθύ λήθαργο. Ο ταξιδιώτης αισθάνθηκε μια ερώτηση μέσα στο μυαλό του, σαν ένα γαργάλημα από ένα έντομο που περπατούσε πάνω στο δέρμα του.
-Πού βρίσκονται οι ιερείς του ναού;
Έστειλε τις σκέψεις του στο άγαλμα μέσα από το βλέμμα του .
-Είναι όλοι νεκροί κι έχουν γίνει πια σκόνη.
Αισθάνθηκε τη συνείδηση του πνεύματος μέσα στον μπρούντζο να διαστέλλεται καθώς αυτό κοιτούσε γύρω του για κάτι τέτοιο δεν χρειαζόταν κανονικά μάτια , αλλά μπορούσε να βλέπει προς όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Τα λόγια του έφτασαν στο μυαλό του νεκρομάντη με ένα ψίθυρο απόγνωσης.
-Ερήμωση, ερήμωση, το τέλος των ημερών. Η δόξα του Θεού έσβησε όπως σβήνει ένας καλαμένιος πυρσός μέσα στο νερό του ποταμού και η οροφή της οικίας του έπεσε.
Με μια θλιμμένη κραυγή, το πνεύμα βγήκε από την κορυφή του κεφαλιού και χάθηκε κλαίγοντας μέσα στη νύχτα. Ένας από τους εργάτες σήκωσε το κεφάλι και ρώτησε το ταξιδιώτη τι είχε προκαλέσει τον παράξενο ήχο. Χαμένος μέσα στις σκέψεις του ο ταξιδιώτης δεν απάντησε και ο άνδρας σήκωσε τους ώμους συνεχίζοντας το σκάψιμο. Αν και εργάστηκαν μέχρι την τελευταία ώρα πριν από το πρώτο φως της αυγής, δεν ανακάλυψαν άλλο θησαυρό. Ίσως να ήταν πολύ βαθιά θαμμένος για να αποκαλυφθεί μέσα στη νύχτα. Το εγχείρημα δεν μπορούσε να συνεχιστεί και δεύτερη νύχτα χωρίς να γίνει αντιληπτό από τους κατοίκους της πόλης, κι έτσι με θλίψη ο ταξιδιώτης διέταξε να ξαναρίξουν το άδειο κι άψυχο άγαλμα του Άμμωνα πίσω στο λάκκο και να τον ξαναγεμίσουν. Το πρωί, δεν υπήρχε κανένα σημάδι από το σκάψιμο που είχε γίνει όλη τη νύχτα.
Use Facebook to Comment on this Post