Η αντίληψη των Οθωμανών για τη γυναίκα ήταν ότι αυτή θα έπρεπε να αποτελεί το «κέφι» του (στρατιωτικού) άντρα και τίποτε άλλο. Αυτή «γέμιζε» την καθημερινότητα των Οθωμανών αρρένων πού έπρεπε να τους υπηρετεί παντοίω τρόπω. Σαν υπόδουλη ύπαρξη δεν ετύγχανε κανενός σεβασμού η «νομικής προστασίας» και ο «αφέντης» μπορούσε να την τιμωρήσει, κακοποιήσει χωρίς δισταγμό μόνο και μόνον για να «ξεσπάσει τα νεύρα του». Αυτό για τους Οθωμανούς ήταν απολύτως φυσικό. Από τη μεριά τους οι υπόδουλες γυναίκες στα χαρέμια για να προστατευθούν συσπειρώθηκαν σε ίντριγκες και σκευωρίες συνεργαζόμενες με αντιπάλους του αφέντη (σουλτάνου, ή βεζίρη, ή πασά, κλπ). Το σουλτανικό χαρέμι συνεπώς ήταν εστία ίντριγκας, ανατροπής, αλλά και μέσον προαγωγής στη κοινωνική ζωή όποιου έκανε επίκληση σε αυτό και χαιρόταν της συμπάθειας του. Εκεί μέσα γίνονταν ταχέως γνωστά τα πάντα, οι δε «εντολές εκ των έσω» ήταν αστραπιαίας εκτέλεσης! Μεσολαβητές αυτών των σχέσεων του χαρεμιού με τον έξω κόσμο ήταν οι ευνούχοι του χαρεμιού.
Το Οθωμανικό Δουλεμπόριο των Γυναικών (τουρκιστί Cariyelik)
Το Τζαριγελίκι ή άλλως γυναικείο δουλεμπόριο ανάγεται πολύ πιο πίσω από την εποχή του Ισλάμ. Η Βαγδάτη αποτελούσε το πιο σημαντικό σκλαβοπάζαρο της εποχής των Αββασίδων. Μετά την επικράτηση του Ισλαμισμού αυτή η δραστηριότητα συνεχίστηκε λόγω κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων. Η γυναικεία δουλεία ξεκίνησε στο Οθωμανικό Χαρέμι επί Ορχάν Μπέη, αλλά από τη περίοδο του σουλτάνου Μεχμέτ του Καταστροφέα («Πορθητή»!) ο αριθμός των σκλάβων γυναικών στο Χαρέμι αυξήθηκε τάχιστα. Ξεκινώντας από τα μέσα της περιόδου του Βαγιαζήτ του Β’, η παράδοση των σουλτάνων, να παντρεύονται τις κόρες των γειτονικών ηγεμονίσκων και ηγεμόνων, τερματίστηκε. Μετά από αυτή τη περίοδο, έγινε νέα παράδοση για τους σουλτάνους να παντρεύονται γυναίκες σκλάβες του Χαρεμιού. Από εκείνον τον αιώνα το Χαρέμι και το Σουλτανάτο βασίζονται πάνω στις σκλάβες γυναίκες. Οι Οθωμανοί προτιμούσαν να επιλέγουν Κιρκάσιες, Γεωργιανές και Ρωσίδες κοπέλες για το Χαρέμι τους. Ήδη από αιώνες, τα κορίτσια της Καυκασίας ήταν ονομαστά για την ομορφιά τους στην Ανατολή. Γι αυτό το λόγο, το Χαρέμι λάμβανε τόσες πολλές Καυκασιανές σκλάβες αρχικά και αυτός ο αριθμός αυξήθηκε ταχέως ιδιαίτερα τον 17ο αιώνα. Τα κορίτσια πού αρπάζονταν αιχμάλωτα πολέμου στα πεδία της μάχης κατέληγαν στα Χαρέμια αρχικά για να γίνουν γυναίκες σκλάβες, όμως στους αιώνες παρακμής και οπισθοδρομικότητας οι Οθωμανοί έχασαν αυτή τη πηγή. Έκτοτε ο Μέγας Βεζίρης, οι κυβερνήτες, οι πασάδες, οι επαρχιακοί κυβερνήτες και οι αδελφές των σουλτάνων τους προσέφεραν τις γυναίκες σκλάβες πού είχαν αναθρέψει. Μια άλλη πηγή ήταν οι σκλάβες να έχουν αγοραστεί και μεταφερθεί στο Χαρέμι από τον θησαυροφύλακα του Τελωνείου. Τον 19ο αιώνα παρόλη την απαγόρευση της δουλείας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι καυκάσιοι συνήθιζαν να στέλνουν τις κόρες τους στο Οθωμανικό Χαρέμι ευχόμενοι να επιλεχθούν ως σύζυγοι του Σουλτάνου. Τις ανέτρεφαν ακόμα από πολύ μικρές και τις προετοίμαζαν για τέτοια ζωή στο Χαρέμι τραγουδώντας τους νανουρίσματα όπως «Ελπίζω να γίνεις σύζυγος του Σουλτάνου και να κάνεις ένδοξη ζωή μέσα στα διαμάντια»! Οι γυναίκες σκλάβες πού αγοράζονταν έξω από το Παλάτι σε ηλικία 5-7 ετών ανατρέφονταν έως ότου γίνονταν ώριμες αρκετά ώστε να προσφερθούν στον Σουλτάνο. Καθώς μεγάλωναν και γίνονταν πιο όμορφες κατατάσσονταν σε διάφορες δραστηριότητες όπως τη μουσική, τους αβρούς τρόπους, τις αδελφικές σχέσεις.
Διδάσκονταν τους τρόπους στο πώς να συμπεριφερθούν και υπηρετήσουν έναν άνδρα. Όταν ήταν έφηβες, εισάγονταν στη μύηση του Παλατιού και αγοράζονταν εάν επιλέγονταν. Τη πρώτη νύχτα, έμεναν στο σπίτι του ατόμου πού τις είχε αγοράσει και εάν παρουσίαζαν λάθος συμπεριφορές, φυσικά ελλείμματα ή ανατομικές ατέλειες πού επισημαίνονταν εκείνη τη νύχτα, τότε η τιμή τους έπεφτε και ο πατέρας θα πληρωνόταν λιγότερο από τα συμφωνηθέντα. Οι γονείς τους έπρεπε να υπογράψουν ένα έγγραφο δηλώνοντας ότι πωλούσαν τη κόρη τους και ότι δεν θα είχαν αξιώσεις στο μέλλον γι αυτήν. Οι γυναίκες σκλάβες πού γίνονταν δεκτές στο Χαρέμι έπρεπε να εξετασθούν από ιατρούς και μαίες. Εκείνες πού ήταν άρρωστες ή είχαν κάποια ανικανότητα δεν θα γίνονταν ποτέ δεκτές στο Χαρέμι. Οι εξαιρετικά όμορφες αλλά ανέμπειρες γυναίκες σκλάβες έπρεπε να εκπαιδευθούν πρώτα. Θα ανέρχονταν στον βαθμό του βοηθού-αφεντικού και του αφεντικού εάν ήταν επιτυχείς αρκετά. Συνήθιζαν να φορούν μακριές πουκαμίσες πού έφταναν έως τις πτέρνες τους, στενούς χιτώνες και έγχρωμα σκουφάκια. Φορούσαν επιδεικτικούς χιτώνες πού κατέληγαν σε κρόσσια. Καθώς η περιποίηση της κόμμωσής τους ήταν σημαντική γι αυτές κατανάλωναν πολλές ώρες γι αυτήν μπροστά από τους καθρέφτες. Μερικές απ’ αυτές είχαν τόσο μακριά μαλλιά πού έφθαναν ακόμα και στις πτέρνες τους.
Η λέξη, χαρέμι, προέρχεται από την αραβική haram, που σημαίνει «παράνομος», «προστατευμένος», «απαγορευμένος».
Οι γυναίκες σκλάβες βρίσκονταν μεταξύ τους σε μιά κατάσταση ανταγωνισμού μέσα στο Χαρέμι πού έμοιαζε σαν μιά μεγάλη θεατρική σκηνή με τους «ηθοποιούς» να εκτελούν ένα πολυδάπανο σε ενδυμασίες δράμα. Με σκοπό να έλξουν τη προσοχή, φτιασιδώνονταν, έβαφαν τα μάτια τους και έβαζαν όμορφα αρώματα. Στολίζονταν επίσης με μενταγιόν, κολιέ και σκουλαρίκια πού έφεραν πολύτιμα κοσμήματα όπως μαργαριτάρια και διαμάντια και φορούσαν πάντοτε εποχιακούς χιτώνες. Το καλοκαίρι για παράδειγμα, φορούσαν μεταξωτά ανοιχτόχρωμα φορέματα πού ήταν στενά επιδεικνύοντας τη σιλουέτα του σώματος τους. Τα ενδύματα από γούνα είχαν ανοιχτά ντεκολτέ για να δημιουργούν μιά γοητευτική εμφάνιση. Έφεραν κουμπιά μπροστά και σχετικά μιά στενά δεμένη ζώνη πάχους δύο ιντσών στολισμένη με τα πιο πολύτιμα κοσμήματα. Οι ζώνες είχαν πόρπες στολισμένες με διαμάντια. Ένα σάλι από κασμίρι κάλυπτε τους ώμους τους. Τους χειμώνες φόραγαν ως επί το πλείστον γούνινα παλτά. Οι γυναίκες σκλάβες βλέπονταν καλύτερα μετά την εντολή του Προφήτη των Μωαμεθανών, Μωάμεθ να «χορηγείτε στις σκλάβες οτιδήποτε εσείς τρώτε και φοράτε και ποτέ να μην τις μεταχειριστήτε άσχημα». Το καλύτερο επίτευγμα στο Ισλάμ ήταν να χορηγήσει στους σκλάβους την ελευθερία τους. Ο Προφήτης Μωάμεθ είπε: «Όποιος δίνει την ελευθερία σε μουσουλμάνο σκλάβο δεν θα πάει στη κόλαση». Γι αυτό το λόγο όλοι οι Οθωμανοί σουλτάνοι εφάρμοσαν αυτόν τον κανονικό νόμο και έδωσαν στις μη επιλεγμένες γυναίκες σκλάβες σπίτια, ετοίμασαν τη προίκα τους και τις άφησαν να φύγουν από το χαρέμι.
Οι γυναίκες σκλάβες αποπερατώνοντας την εκπαίδευσή τους, ανταγωνίζονταν για να γίνουν Αφεντικό, Βοηθός Αφεντικού, Γκοζντέ (ευνοουμένη), Ικμπάλ (ευνοουμένη του σουλτάνου), Καντίν Εφέντι (σύζυγος σουλτάνου) και τέλος Βαλιντέ Σουλτάνα (μητέρα σουλτάνα). Οι γυναίκες σκλάβες μετά από 9 χρόνια στο Χαρέμι είχαν το δικαίωμα να φύγουν. Αυτό αποκαλείτο «Cirag gikma» (Τζιράγκ Γκικμά). Ο Σουλτάνος έδινε τη προίκα της απελεύθερης και τη βοηθούσε να παντρευτεί κάποιον άλλον. Αυτή η σκλάβα έπαιρνε ένα έγγραφο υπογεγραμμένο από τον Σουλτάνο πού δήλωνε την απελευθέρωσή της. Η γυναίκα σκλάβα πού λάμβανε το έγγραφο μπορούσε να κάνει ότι θέλει χωρίς κανένα εμπόδιο. Αντίθετα απ’ ότι είναι γνωστό, οι Σουλτάνοι συνήθιζαν να κρατούν 10 με 20 γυναίκες στα ιδιωτικά δωμάτια τους. Οι πλέον όμορφες υπηρετούσαν αυτούς και εκείνες πού ήταν αρκετά όμορφες στέλνονταν στα δωμάτια των πριγκήπων. Τέλος, εκείνες πού υποτίθετο ότι θα γίνουν όμορφες στο μέλλον στέλνονταν στον ευνούχο θησαυροφύλακα και στις βοηθούς αφεντικά για να ανατραφούν.
Οι νεαρές γυναίκες σκλάβες πού έφθαναν στο Χαρέμι λάμβαναν διαφορετικά ονόματα. Κάποια περσικά ονόματα όπως Γκουλνάζ, Νεσεντίλ, Χοσνέβα, κλπ. θα δίδονταν σε αυτές ανάλογα με τη συμπεριφορά, όψη, ομορφιά και χαρακτήρα τους. Για να θυμούνται τα ονόματά τους κρεμούσαν στο λαιμό τους πλακέτες πού ανέγραφαν το όνομά τους. Οι Βοηθοί-Αφεντικά εκπαίδευαν τις νεοαφιχθείσες πάνω στη Συμπεριφορά, Θρησκεία, Κοινωνικότητα, Σεβασμό, Ηθική, και Μουσική εφόσον θα είχαν τις ικανότητες. Εκείνες πού είχαν καλές φωνές κατατάσσονταν σε Μουσικές τάξεις.
Εκείνες οι γυναίκες σκλάβες πού θα έφθαναν στον βαθμό της συζύγου έπρεπε να εκπαιδευθούν σχολαστικά με όλα τα μέσα και να διδάσκονται πώς να διαβάζουν και να γράφουν. Εκείνες οι γυναίκες σκλάβες πού προσηλυτίζονταν στον ισλαμισμό θα έπρεπε να ασκούν τους κανόνες της θρησκείας. Μπορούσαν να προσευχηθούν όλες μαζί ή χωριστά. Περαιτέρω, εκπαιδεύονταν πώς να διαβάζουν το Κοράνιο. Όλες οι γυναίκες σκλάβες έπρεπε να εκπαιδευθούν πάνω στην ισλαμική θρησκεία. Μετά την ανέλιξή τους στο βαθμό της συζύγου μπορούσαν να κτίσουν πολλά τζαμιά και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Αυτό δείχνει ότι ήταν αφοσιωμένες στον Ισλαμισμό μετά τη προσηλύτισή τους. Οι επιστολές πού έγραφαν αποτελούν τεκμήρια της μοναδικής τους εκπαίδευσης. Πέραν της μουσικής, διδάσκονταν ποίηση και λογοτεχνία. Η Χουρέμ Σουλτάνα έκανε τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή να την ερωτευθεί από τα ποιήματα πού του έγραφε. Σε ένα από τα ποιήματα πού αφιέρωσε στον Σουλτάνο Σουλεϊμάν έγραψε «Άσε την Χουρέμ να θυσιαστεί για μιά τρίχα του μουστακιού σου» (Η σημασία αυτής της μεταφορικής φράσης είναι «Δεν θα δίσταζα να πεθάνω για σένα»).
Ο αριθμός των γυναικών σκλάβων στο Χαρέμι άρχισε να αυξάνεται σημαντικά από την εποχή του σουλτάνου Μεχμέτ του Κατακτητή και αυτός ο αριθμός διέφερε κατά τη περίοδο του εκάστοτε σουλτάνου. Κατά τη περίοδο του Αχμέτ του Α’, άλλαξαν το κληρονομικό σύστημα και έπαψαν να διορίζουν τους πρίγκηπες στις επαρχίες σαν κυβερνήτες. Έτσι, άρχισαν να τους εγκαθιστούν στο Χαρέμι πράγμα πού προκάλεσε την ταχεία αύξηση των τροφίμων του. Συνήθιζαν να υπάρχουν 300 με 500 άτομα στο Χαρέμι πριν τον Μεχμέτ τον Γ’, αλλά είναι γνωστό ότι ο αριθμός αυξήθηκε στα 700 άτομα κατά τη περίοδο της βασιλείας του. Οι γυναίκες σκλάβες λάμβαναν κάποιο ημερήσιο ποσό το οποίο διέφερε από σουλτάνο σε σουλτάνο. Για παράδειγμα, κατά τη βασιλεία του Μαχμούντ του Α’ αυτό το ποσόν ανήλθε στα 30-50 Akge (Οθωμανικά νομίσματα).
Γυναίκες οθωμανικού χαρεμιού του όψιμου 19ου αιώνα. Ονειρεύονταν χώρες μακρινές και πώς θα έβγαιναν από τη φοβερή αιχμαλωσία τους και να ταξιδέψουν όσο μακριά γινόταν. Αυτές ήταν και οι σοβαρότερες συζητήσεις τους μέσα στο Χαρέμι. Ήταν όλες τους ευρωπαϊκής καταγωγής αρπαγμένες από χριστιανικές οικογένειες. Αυτές άρεσαν στους τούρκους κι όχι οι δικές τους «πιθηκίνες»! (Αληθινός ρατσισμός το γούστο τους!)
Οθωμανικό χαρέμι του 18ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Στον οντά κάθεται η κυρία-σύζυγος-αφεντικό της οικίας, ενώ οι θεραπαινίδες την υπηρετούν. Από το κεντρικό παράθυρο φαίνεται το ρωμαϊκό υδραγωγείο του αυτοκράτορα Φλάβιου Ουάλη κι από το δεξιό το Ρουμελί Χισάρ. (Έργο του Giovanni Antonio Guardi). Οι ευρωπαίοι ζωγράφοι και καλλιτέχνες θεωρούσαν τη Τουρκία χώρα εξωτική γι αυτό οι πίνακές τους αποτυπώνουν τον ρομαντισμό πού οι ίδιοι αισθάνονταν για «απαγορευμένους χώρους» όπως τα χαρέμια, τονίζοντας την ομορφιά των γυναικών πού ζούσαν σ ‘αυτά, όπως αυτοί την αντιλαμβάνονταν. Η αλήθεια είναι ότι τα χαρέμια αποτελούσαν φυλακές του αίσχιστου είδους, όπου οι δύστυχες γυναίκες βαριόντουσαν να ζήσουν και επιδίδονταν σε πρακτικές όπως αυτές πού συμβαίνουν σε κοινές φυλακές, όπως κάπνισμα οπίου, ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ τους ή ακόμη και με συμμετοχή των ευνούχων δεσμοφυλάκων τους και ενίοτε υπήρχαν αιματηρές προστριβές πού κατέληγαν σε φόνους μερικών εκ των τροφίμων. Ήταν σκλάβες πού ανέχονταν ένα πιάτο φαγητό καθώς και το μαρτύριο της γριάς-προϊσταμένης πού «έβαζε τάξη» (κατά την αντίληψή της!) αλλά στην ουσία χαιρόταν να τις βασανίζει για λόγους φθόνου η προσωπικής ζήλειας. Τουλάχιστον ο δικτάτορας «εθνοσωτήρας» της (Ρεπουμπλικανικής) Τουρκίας – ο Κεμάλ Ατατούρκ – κατάργησε τα Χαρέμια και τα έβγαλε εκτός νόμου, αποκαθιστώντας τη χαμένη τιμή των γυναικών σκλαβών-σκευών ηδονής…(θυμίζει πολύ αυτό το γεγονός την Ιταλίδα βουλευτή Merlin η οποία με νόμο της στο ιταλικό κοινοβούλιο κατήργησε κι έβγαλε εκτός νόμου τους οίκους ανοχής στα 1958, καθώς θεωρήθηκαν αυτοί «κουλτούρα του έκπτωτου φασιστικού κόμματος πού κυριάρχησε στην Ιταλία από το 1918 έως το 1945 και πού παρουσίαζε χαρακτηριστικά περισσότερο αραβικά – όχι τόσο παράδοξο αν σκεφτεί κανείς την εκ Τυνησίας προέλευση της οικογενείας του Μουσολίνι πού εγκαταστάθηκε στη κεντρική Ιταλία κατά τον 15ο αιώνα – παρά δυτικοευρωπαϊκά. Ο Φασισμός όπως και να έχει ήταν εντελώς ξένος προς την ιταλική ιδιοσυγκρασία γι αυτό και απέτυχε μιλιταριστικά).
Χρήματα και δώρα δίδονταν σ ‘αυτές στους γάμους, στα πανηγύρια, στα γενέθλια. Παρόλο πού φροντίζονταν καλά στο Χαρέμι, ο Σουλτάνος δεν έδειχνε καθόλου ανεκτικότητα σε εκείνες πού είχαν διαπράξει φόνο και εξορίζονταν στη Προύσα και στη νήσο Χίο. Σήμερα σώζεται ένα έγγραφο του 1714 πού τεκμηριώνει ότι ο Μουσταφά ο Γ’ εξόρισε δύο γυναίκες σκλάβες στη Προύσα και στη Χίο. Εκτός από τις δέκα με είκοσι γυναίκες σκλάβες πού ήταν στην υπηρεσία του σουλτάνου άμεσα, οι άλλες λάμβαναν διάφορες θέσεις στο Χαρέμι. Οι ανέμπειρες γυναίκες σκλάβες υποβάλλονταν σε μιά εκπαιδευτική περίοδο αρχικά, έως την άφιξη των νέων, οπότε οι υπάρχουσες έμπειρες σκλάβες προβιβάζονταν στο βαθμό του βοηθού-αφεντικού και εργάζονταν ως Καντμεφέντισσες, Βαλιντέ Σουλτάν, Πριγκίπισσα και Γκοζντέ θαλάμων. Ταξινομούντο ως η μεγάλη, η κανονική, και κατώτερη βοηθός αφεντικό κι εργάζονταν υπό τις διαταγές της επικεφαλής βοηθού αφεντικού σ ‘αυτούς τους θαλάμους. Δέκα με δεκαπέντε βοηθοί υπό τις διαταγές της πιο έμπειρης βοηθού αφεντικού τίθονταν σε νυκτερινό καθήκον για την ασφάλεια του Χαρεμιού. Οι βοηθοί αφεντικά της Χουνκάρ (σουλτάνας) κατείχαν τη σημαντικότερη θέση στο Χαρέμι υπηρετώντας τον Σουλτάνο με όλους τους τρόπους από την ώρα της ανάπαυσής του στο κρεβάτι έως την ετοιμασία των γευμάτων του. Εκείνες πού συνήθιζαν να επιτελούν την ιδιωτική και ιδιαίτερη εργασία του Σουλτάνου ονομάζονταν Χαζινεντάρ (Ταμίας) και το άτομο πού τις διαχειριζόταν ήταν η ταμίας αφεντικό.
Οι Χαζινεντάρ έφεραν βαθμούς όπως 1η, 2η, 3η, 4η και 5η και παρέμεναν στο δωμάτιο του σουλτάνου όσο ο σουλτάνος ήταν στο παλάτι. Όμως, μόνον η Χαζινεντάρ αφεντικό μπορούσε να καθίσει δίπλα στον σουλτάνο καθώς οι άλλες έμεναν μέσα έως ότου κληθούν. Η 3η, 4η, και 5η, Χαζινεντάρ είχαν καθήκον με τις βοηθούς τους έξω από τη πόρτα του σουλτάνου για 24 ώρες. Εξ άλλου, το κλειδί του θησαυροφυλάκιου το κρατούσε η Επικεφαλής Χαζινεντάρ (η ταμίας). Οι Χαζινεντάρ πού έφεραν τη σφραγίδα του σουλτάνου σε χρυσό κρεμαστό στο λαιμό τους ήταν οι έμπιστες φίλες του επίσης. Γι αυτό το λόγο, οι Σουλτάνοι πάντοτε επέλεγαν τις προσωπικούς τους Ταμίες και τις τέως ή τις έστελναν πίσω στο παλαιό παλάτι ή τις άφηναν ελεύθερες υπογράφοντας το έγγραφο της απελευθέρωσής τους. Ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ταμία ήταν να τακτοποιήσει τις νύχτες πού οι Καντμεφέντισσες θα κατανάλωναν με τον Σουλτάνο. Η Κετχουντά Κάντμ με άμεσο βαθμό μετά τις Καντμεφέντισσες ήταν η επιτετραμμένη των τελετών πού λάμβαναν χώρα στο Χαρέμι. Στα πανηγύρια και τους γάμους οργάνωναν τις τελετές στο Χαρέμι.
Μετέφερε μιά ασημένια ράβδο για να εκφράσει το μεγαλείο της θέσης της και κρατούσε τη σφραγίδα του Σουλτάνου για να σφραγίζει τα υπάρχοντά του στο δωμάτιο. Η Κετχουντά Καντίν είχε υπηρέτριες να την βοηθούν σε όλα όσα έκανε. Η Κασνιγκίρ Ουστά (γευσιγνώστρια) δοκίμαζε όλα τα γεύματα στο Χαρέμι. Μαζί με τις γυναίκες σκλάβες υπό τον έλεγχό της έπρεπε να δοκιμάσουν όλο το φαγητό πού ο Σουλτάνος θα έτρωγε για να διαπιστώσουν εάν κάτι ήταν δηλητηριασμένο. Η Καματζίρ Ουστά (η γυναίκα πλύσεως των ρούχων) ήταν υπεύθυνη για το πλυντήριο. Μαζί με τις γυναίκες σκλάβες υπό τον έλεγχό της προσπαθούσαν πάντοτε να πράξουν το καλύτερο. Η Τριμπκτάρ Ουστά (αρχιϋπηρέτρια πού κρατούσε τη κανάτα) βοηθούσε τον Σουλτάνο να πλυθεί χύνοντας νερό στα χέρια του. Η επιτετραμένη του καφέ ήταν η Καφετζή Λιστά και η κελλάρισσα επιτετραμμένη των κρασιών ήταν η Κιλερτζή Ουστά. Η Κουτουτζού Ουστά έπλενε τον Σουλτάνο, οι Καντμεφέντισσες και οι Ικμπάλ στο Χαμάμ (τουρκικό λουτρό). Η Κτιλχαντζή Ουστά ήταν υπεύθυνη για τη θέρμανση των Χαμάμ. Έκαιγαν ξύλα για να θερμάνουν τους θαλάμους του Χαμάμ. Πέντε συνολικά Κατιμπέ Ουστά ήταν επικεφαλής της πειθαρχίας, κανονισμού και των υποθέσεων του πρωτοκόλλου. Οι Ουστά (αφεντικά) πού εξέταζαν τις άρρωστες γυναίκες σκλάβες ονομάζονταν Χασταλάρ Ουστασί (τα αφεντικά των ασθενών), η μαία και οι νοσοκόμες εργάζονταν υπό τον έλεγχο της Κετχουντά Χαρούμ.
Σε έναν κατάλογο πού δείχνει τους υπαλλήλους του Χαρεμιού την εποχή του Μαχμούντ του Α’, βλέπουμε 17 γυναίκες σκλάβες πού εργάζονταν στο κελλάρι, 23 υπό τις διαταγές υψηλόβαθμων γυναικών σκλάβων, 72 για τις πριγκίπισσες, 15 για τις Ικμπάλ και 230 διάφορες πού συνιστούσαν ένα σύνολο 456 γυναικών σκλάβων. Αυτός ο κατάλογος τεκμηριώνει ότι οι Σουλτάνοι δεν είχαν σχέση με όλες τις Τζαριγιέ (γυναίκες σκλάβες) στο Χαρέμι. Εκατοντάδες γυναίκες σκλάβες πού έφθαναν στο Χαρέμι με τις ελπίδες να γίνουν σύζυγοι του Σουλτάνου φιλοξενούνταν στο Τζαριγελέρ Κογκουσού (το δώμα των γυναικών σκλάβων) δυτικά του Χαρεμιού. Έτρωγαν τα γεύματά τους όλες μαζί πού σερβίρονταν σε μεγάλους δίσκους άμεσα από τη κουζίνα του Χαρεμιού καθήμενες στη τραπεζαρία όπου στέκονταν οι φύλακες ασφάλειας του Χαρεμιού. Τη περίοδο του χειμώνα, οι νεαρές παλλακίδες κοιμώνταν σε μάλλινα κρεβάτια πάνω σε ξύλινα ντιβάνια πού ήταν τοποθετημένα στο ισόγειο του δώματος των παλλακίδων το οποίο θερμαινόταν από μεγάλη φωτιά τζακιού και είχε μεσαία πατώματα υποστηριζόμενα από ισχυρές κολόνες. Στους άνω ορόφους, ζούσαν οι υψηλόβαθμες παλλακίδες. Οι ανέμπειρες παλλακίδες επιθεωρούνταν από παλλακίδες μαζί με βοηθούς αφεντικά και τέλος οι βοηθοί αφεντικά από τα αφεντικά τους. Όλες είχαν μιά κανονική ζωή στο Χαρέμι.
Η πύλη πού ανοίγει στην αυλή των παλλακίδων φέρει κάποιες επιγραφές πού αποκαλύπτουν τις ελπίδες και τα όνειρα τους «Θεέ μου πού μπορείς να ανοίξεις όλες τις πόρτες, Σε παρακαλώ άνοιξέ μας ευλογημένες πόρτες, επίσης». Αυτό αντικατοπτρίζει τη κοινή τους επιθυμία και ελπίδες για το μέλλον. Είχαν όλες νέα όνειρα καθημερινά και περίμεναν για την μέρα πού ο Σουλτάνος θα τις επέλεγε.
Καθεμιά φανταζόταν ότι ήταν υπερβολικά όμορφη, επιδεικνύοντας τη σιλουέτα του σώματός της κάτω από το επεξεργασμένο στενό φόρεμά της. Κατανάλωνε πολύ χρόνο μπροστά στους καθρέφτες βλέποντας τον εαυτό της για ώρες ενώ χτένιζε τα μαλλιά της πού έφθαναν στο πάτωμα. Είχε λακκάκια στο χαμογελαστό πρόσωπό της και ήταν βέβαιη για τον εαυτό της ότι την θαύμαζαν όλοι. Με τα ροδαλά μάγουλά της και τα σθεναρά στήθη της θα σηκωνόταν και θα περπατούσε μέσα στα χρωματιστά όνειρά της. Δεν ήταν οι ίδιοι οι Σουλτάνοι πού είχαν αναδείξει τις Σουλτάνες Χουρέμ, Σαφιγιέ, Ναξιντίλ στο βαθμό της Σουλτάνας βγάζοντάς τες από τη σκλαβιά; Κάποιες φορές αυτό το όνειρο ποτέ δεν θα επαληθευόταν και οι ελπίδες τους θα ακολουθούσαν τις επόμενες ημέρες.
Μετά τη βασιλεία του Αχμέντ του Α’, οι Οθωμανοί βασιλόπαιδες δεν διορίζονταν στις επαρχίες σαν κυβερνήτες και άρχισαν να μένουν στο Χαρέμι. Ενίοτε σύναπταν σχέσεις με τις Παλλακίδες αλλά καθώς είχε απαγορευθεί να αποκτούν παιδιά από αυτούς έπρεπε να συμμορφωθούν με τους κανόνες. Εάν ατυχώς μιά από τις παλλακίδες καθίστατο έγκυος έπρεπε να χάσει το μωρό με επιτακτική άμβλωση.
Είναι γνωστό ότι εάν αυτές οι φιλήδονες παλλακίδες ήταν ανήμπορες να έχουν ένα δωμάτιο στα δώματα ενός των πριγκήπων, συνήθιζαν να κάνουν έρωτα με τον καθένα τους. Θα έκαναν έρωτα με τους Χαρέμ Αγκαλαρί (Ευνούχους) επίσης, παρόλο πού ήταν ευνουχισμένοι. Είναι ευρέως γνωστό ότι οι Ευνούχοι είχαν πολλές περιπέτειες με γυναίκες σκλάβες. Μετά την απελευθέρωσή τους και όταν παντρεύονταν άλλους άντρες εκτός του παλατιού μερικές θα διεζεύγνονταν λίγο αργότερα λέγοντας στον σύζυγο «Συνήθιζα να έχω περισσότερη απόλαυση από τις προηγούμενες σχέσεις μου με μαύρους άντρες» πού αποτελεί τεκμήριο των περιπετειών τους με αυτούς. Γνωρίζουμε ότι οι Ευνούχοι θα σκότωναν ο ένας τον άλλον από ζήλεια. Ο Σουλεϋμάν ο Β’ πού βασίλεψε τη περίοδο 1687-1691 ήταν άρρωστος συνέχεια και έπρεπε να καταναλώνει τον περισσότερο καιρό του στο Παλάτι της Αδριανούπολης. Εκμεταλλευόμενες την απουσία του οι Παλλακίδες σύναπταν περισσότερες σχέσεις με τους Ευνούχους. Ο Αχμέντ ο Β’ πού ζούσε στο Χαρέμι ως διάδοχος τότε, έμαθε αυτά από κάποιες άλλες παλλακίδες και όταν κάθισε στο θρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, απαγόρεψε στους ευνούχους να εισέρχονται στο Χαρέμι μετά το σούρουπο.
Κατά καιρούς, εκείνες οι Παλλακίδες πού ήταν εντυπωσιακά όμορφες ερωτεύονταν τους δασκάλους τους της μουσικής. Η Κάλφα (Βοηθός Αφεντικό) στεκόταν δίπλα τους όσο αυτές διδάσκονταν ιδιαιτέρως. Αλλά τα μάτια τους αποκάλυπταν τις επιθυμίες τους χωρίς λόγια. Οι Χατζή Αρίφ Μπέης, Αζίζ Εφέντι και Σαντουλάχ Αγάς ήταν μερικοί απ’ αυτούς πού ερωτεύθηκαν τις μαθήτριες τους ενώ τις δίδασκαν. Ο Χατζή Αρίφ Μπέης ήταν πολύ όμορφος άντρας και ο πλέον διάσημος συνθέτης της περιόδου. Ο Σουλτάνος αγαπούσε πολύ τη δουλειά του συνθέτη αυτού και του είχε ζητήσει να διδάξει τις Παλλακίδες μέσα στο Χαρέμι. Μόλις οι τάξεις ξεκίνησαν τα μαθήματα οι ματιές των παλλακίδων γίνονταν πιό κατανοητές. Συνήθιζε να τις κάνει να αποστηθίζουν νέα τραγούδια και απαντούσε τραγουδώντας με σκόπιμες προτάσεις. Αυτές οι γυναίκες σκλάβες ήταν βαθιά ερωτευμένες με τον Χατζή Αρίφ Μπέη, μιά απ’ αυτές πριν προλάβει να του αποκαλύψει τον έρωτά της πέθανε από φυματίωση. Κάποια άλλη Παλλακίδα ήταν αρκετά έξυπνη κάνοντας χρήση των λέξεων μαζί με ματιές εκφράζοντάς του τον έρωτά της. Το να κάνει κάποιος έρωτα με τις Παλλακίδες αποτελούσε έγκλημα. Με τη βοήθεια κάποιων προξενητών, ο Σουλτάνος επέτρεψε στην Παλλακίδα του να παντρευτεί τον Χατζή Αρίφ Μπέη.
Ο Αζίζ Εφέντι δεν ήταν όμορφος σαν τον Χατζή Αρίφ Μπέη, αλλά είχε μιά απίστευτη ωραία φωνή. Δίδαξε επίσης τις Παλλακίδες στο εκπαιδευτικό δωμάτιο του παλατιού. Ήταν ευαίσθητος και πολύ ντροπαλός. Δεν κοίταζε στα πρόσωπα τις Παλλακίδες πού δίδασκε. Μιά μέρα κάποιοι του έφεραν μιά τζαριγιέ (σκλάβα) πού ανήκε στην Σουλτάνα Χανίμ και του ζήτησαν να την εκπαιδεύσει. Ήταν πολύ ταλαντούχα. Μπορούσε να τραγουδήσει τέλεια τα τραγούδια από την επομένη ημέρα πού τα είχε μάθει. Ο Αζίζ Εφέντι ήταν πολύ εντυπωσιασμένος από την ικανότητά της και κοίταξε την Παλλακίδα με θαυμασμό. Οι ματιές τους συναντήθηκαν αποκαλύπτοντας αμοιβαία τι είχαν στη καρδιά τους. Αυτό συνεχιζόταν καθ’ εξακολούθηση κάθε ημέρα δίχως λόγια από τον καθένα τους. Άρχισαν να εκφράζουν τον έρωτά τους με υπονοούμενα τραγούδια. Όμως βρήκαν τις τάξεις τους διαγραμμένες. Έτσι, αναγκάστηκαν να θάψουν τον πλατωνικό έρωτά τους βαθιά στις καρδιές τους. Κάποιες φορές ένας τέτοιος έρωτας τελείωνε ενώπιον ενός δήμιου. Ο Σαντουλάχ Αγάς ήταν ένας από εκείνους πού ερωτεύθηκε τη μαθήτριά του Μιχριμπάν και μπόρεσε να σώσει το κεφάλι του με ένα κομμάτι μουσικής πού συνέθεσε. Η ιστορία του αναφέρεται στο ιστορικό του σουλτάνου Σελίμ του Γ’.
ΤΟ ΧΑΡΕΜΙ ΤΟΥ ΤΟΠ ΚΑΠΙ
Η ζωή στο Χαρέμι του Οθωμανικού Ανακτόρου του Τόπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη, ήταν πολύ διαφορετική απ’ ότι φαντάζονταν οι ευρωπαίοι. Στην Οθωμανική κοινωνία, σαν θεσμός, η ζωή στο Χαρέμι του Τόπ Καπί αντανακλούσε την απομονωμένη ιδιωτική ζωή μιάς οικογένειας. Η ξενάγηση στο Χαρέμι του Τόπ Καπί διαρκεί περίπου μισή ώρα και αποτελεί ικανοποίηση για τον οποιονδήποτε πού ενδιαφέρεται για τη ζωή σε οθωμανικό χαρέμι. Το τμήμα του Χαρεμιού βρίσκεται στη δεύτερη αυλή του ανακτόρου.
Οι «τζαριγιέ» πού υπηρετούσαν τη σύζυγο του σουλτάνου ή τη μητέρα του, υπό την επιτήρηση της τελευταίας, διδάσκονταν πώς να διαβάζουν και να γράφουν, να παίζουν μουσική καθώς και τους πολύπλοκους κανόνες του ανακτορικού πρωτοκόλλου. Εκπαιδεύονταν σε ικανότητες και προσόντα πού θεωρούνταν κατάλληλα για τις γυναίκες της εποχής εκείνης. Μετά από κάποια χρόνια υπηρεσίας τους επιτρεπόταν να παντρευτούν. Πολύ λίγες τιμήθηκαν με το προνόμιο αναμονής στο τραπέζι του σουλτάνου και ακόμα λιγότερες έγιναν σύζυγοί του. Η Σουλτάνα Χουρέμ αποτελούσε τυπικό παράδειγμα των ανακτορικών ευκαιριών για τις τζαριγιέ.
Μετά από 9 χρόνια υπηρεσίας οι κοπέλες του χαρεμιού, οι τζαριγιέ, λάμβαναν το απολυτήριο έγγραφο τους, καθώς και ένα σετ διαμαντένιων σκουλαρικιών με δακτυλίδι, μιά προίκα και κάποιο χρυσό ως γαμήλια μερίδα τους. Μετά το Χαρέμι, οι ζωές τους και η ευμάρεια τους παρακολουθούντο στενά ή βρίσκονταν κατάλληλοι σύζυγοι γι αυτές. Η ζωή τους έξω από το Χαρέμι αποτελούσε υπόδειγμα καλής ανατροφής και διακριτικότητας και ποτέ δεν αποκάλυψαν τις όποιες ενδόμυχες λεπτομέρειες γύρω από τη βασιλική οικογένεια στους έξω πολίτες. Όμως γραφές στους τοίχους του χαρεμιού δείχνουν ότι όχι όλες οι τζαριγιέ ήταν ικανοποιημένες από τη μοίρα τους. Ένα απ’ αυτά γράφει: «Η Ντιλφερίμπ της οποίας η καρδιά καίει / Είναι άθλια / Ώ Θεέ / Ωϊμέ, ωϊμέ».
Γενικά, οι «τζαριγιέ» είχαν σημαντική θέση στο βασιλικό χαρέμι. Φροντίζονταν και αντιμετωπίζονταν σαν λουλούδια του χαρεμιού ακριβώς όπως τα λουλούδια του κήπου. Αυτό προκύπτει από τα ονόματα των γυναικών του χαρεμιού όταν άρχισαν να λαμβάνουν μελωδικά περσικά ονόματα όπως Laligül (Ερυθρό Τριαντάφυλλο) και Nazgül (Ντροπαλό Τριαντάφυλλο) πού συνάδουν με την ομορφιά τους και την χάρη τους όπως των λουλουδιών.
Η εικόνα του χαρεμιού ήταν εκείνη των μαγικών οραμάτων ενός πλούσιου περιβάλλοντος γεμάτου με όμορφες και αισθησιακές γυναίκες. Θεωρείτο ότι το μοναδικό τους καθήκον ήταν εκείνο να διασκεδάσουν τον σουλτάνο. Η εικόνα αυτή βασίστηκε εσφαλμένα πάνω στα αυτοκρατορικά χαρέμια του 16ου και 17ου αιώνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκείνη τη περίοδο της ιστορίας, τα χαρέμια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η πλέον γνωστή περίοδος ονομάστηκε ως Βασίλειο των Γυναικών (ή Καντινλάρ Σουλτανατί). Η εμπλοκή των γυναικών του χαρεμιού και ιδιαίτερα της Βαλιντέ Σουλτάν (της μητέρας του σουλτάνου ή Βασίλισσας Μητέρας) και των ευνοουμένων του σουλτάνου σε πολιτικά ζητήματα, μείωσαν την ισχύ και τη θέση του Σουλτάνου. Καθώς ο σουλτάνος αποτελούσε τη κεφαλή της κυβέρνησης (του Διβανίου), αυτή η παρέμβαση αποδείχτηκε επιζήμια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.