H ένδοξη ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας χάνει το δρόμο της μερικούς αιώνες μ.Χ. Τα χνάρια αυτής της καταιγιστικής πορείας του ανθρώπινου πνεύματος ξεφτίζουν και μεταβαίνουν σε χώρους υπεραισθητούς, εκεί από όπου ξεκίνησαν.
Καπνός στάθηκαν οι Ορφικοί και τα ομηρικά έπη, οι κόσμοι των θεών και των ηρώων, των σαγηνευτών και των μαγεμένων. Σπίθα στάθηκαν οι Ίωνες φιλόσοφοι και οι κοσμολογικές θεωρίες τους. Πρωτοπόρος ο Θαλής, ο οποίος απέδωσε τη θεολογική ερμηνεία ακόμα και απλών φυσικών φαινομένων στην έλλειψη λογικής τους επεξεργασίας από τον παντοδύναμο ανθρώπινο νου. Φλόγα στάθηκαν οι Πυθαγόρειοι και οι Ελεάτες, έστω και αν οι τελευταίοι σήμερα χαρακτηρίζονται από πανεπιστημιακούς ως «Δον Κιχώτες του πνεύματος»*, ως αποκομμένοι με λίγα λόγια από την πραγματικότητα και ίσως ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Η φωτιά ξέσπασε με τη διαλεκτική του Σωκράτη. Καθώς το πυρ εδραιωνόταν με τις μορφές του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, ολόκληρος ο υπόλοιπος κόσμος έσβηνε κατανυκτικά μπροστά στην πύρινη αυτή λάμψη. Ακολούθησαν πολλές σχολές, όπως εκείνες των Στωικών, των Σκεπτικών και των Νεοπλατωνικών. Εκεί, κάπου ύστερα από τον Πλωτίνο, τα στοιχεία αυτά του πυρός δεν αντέχουν περαιτέρω. Ο ελληνικός κόσμος θα ψάξει να βρει την ουσία των εγκόσμιων και υπερκόσμιων όχι τόσο στο Φιλοσοφείν, αλλά στο Θεολογείν. Το κατά πόσο η θεολογία και το Βυζάντιο μπορούν να παρουσιαστούν ως υπεύθυνοι της φθίνουσας αυτής πορείας της επιστήμης των επιστημών δε θα πρεπε να αποτελέσει αντικείμενο προς εξέταση -τουλάχιστο επί του παρόντος-. Η φιλοσοφία, όπως προσέφερε τα καλά στον κόσμο μέσα από αυτήν, κατά τον ίδιο τρόπο θα πρεπε να αναζητήσει στα πλαίσιά της και όλα τα άσχημα. Ο Θεόφιλος Καϊρης πάντως ήταν εκείνος που διετύπωσε πως ο Θεός βρίσκεται με τη φιλοσοφία και όχι με τη θεολογία, καθώς πολλοί νομίζουν.
Ερευνώντας λοιπόν τα άσχημα της ελληνικής φιλοσοφίας που την οδήγησαν εγκλωβισμένη σε κάτι κιτρινισμένες σελίδες, θα έπρεπε να σκεφτούμε την ύπαρξη ορισμένων αναλογιών: Πρώτον, από βιολογικής άποψης, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν και τόσο με τη μεσολάβηση μονάχα εικοσιπέντε αιώνων -ακόμα κι αν υποστηρίζει κανείς τη θεωρία του Δαρβίνου περί εξελίξεως των ειδών-. Δεύτερον, η μεταφυσική αναζήτηση της ουσίας του Υπέρτατου Είναι ποτέ δε σταμάτησε, καθώς σήμερα όπως και τότε οι άνθρωποι φύσει δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουν την προέλευση και τον προορισμό τους. Ως φυσικό επακόλουθο λοιπόν των δυο προηγουμένων, ο άνθρωπος έχει την ανάγκη του φιλοσοφείν σήμερα σε τέτοιο βαθμό όσο και τότε. Είναι γεγονός βέβαια ότι ορισμένα παραμετρικά ερωτήματα σχετικά με τα φυσικά φαινόμενα έχουν βρει της απαντήσεις τους βάσει των εξειδικευμένων επιστημών. Αυτό όμως δε χαλιναγώγησε τις μεταφυσικές ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Έχοντας λοιπόν στο νου τα παραπάνω, κάποιος εύλογα θα αναζητούσε με το φανό στο χέρι -ως άλλος Διογένης κυνικός- φιλόσοφο ομοίου βεληνεκούς με εκείνους, τότε. Αυτή άλλωστε δεν είναι και η αιτία που τους μελετούν εξονυχιστικά ακόμα και σήμερα; Το σφάλμα σχεδόν εντοπίστηκε. Ας το αφήσουμε να το εκθέσει επιτυχώς ο Karl Jaspers μέσα από τα «Φιλοσοφικά και Πολιτικά δοκίμιά» του: «Στα πανεπιστήμια, η παρακμή της φιλοσοφίας εξηγείται από την απομόνωση με την οποία γίνεται αυτή η μέθοδος, που ανταποκρίνεται, βέβαια, σε μια παράδοση, αλλά δεν εμποδίζει να μένει εσωτερική και ξεκομμένη από τις πραγματικότητες της εποχής μας. Σχεδόν όλοι οι καθηγητές της φιλοσοφίας έζησαν σύμφωνα με ένα τρόπο κλασικό: μετά το απολυτήριο του γυμνασίου, σπουδή της φιλοσοφίας, δοκτοράτο, διαγωνισμός για πρόσληψη καθηγητών πανεπιστημίου (είναι η περίπτωση στη Γερμανία), ονομασία. Η σταδιοδρομία αυτή δικαιολογείται πλήρως, αλλά αν δεν υπάρχει άλλος δυνατός δρόμος, παρουσιάζει το μειονέκτημα να ενθαρρύνει, μια κάποια φιλοσοφική αποστέγνωση. Αντί να φτάνουν στη μέθοδό τους (που τρέφεται ωστόσο από το έδαφος από όπου βγήκε) από την πραγματική ζωή και τη μελέτη των επιστημών, οι φιλόσοφοι αρκούνται συχνά σε μια εξοικείωση με τις φιλοσοφίες του παρελθόντος και με έξοχα έργα πάνω σε όλα τα δυνατά θέματα. Θα έλεγε κανείς, πως εργάζονται πάνω στα φυτά ενός βοτανολογίου, χωρίς να επιχειρούν να τα αναζωογονήσουν δίνοντάς τους λίγο από το δικό τους αίμα. Μελετούν τη φιλοσοφία, ασκούνται σε πνευματικές ακροβασίες, αλλά δε στοχάζονται με αυτή τη σοβαρότητα και με αυτή την ιερή φλόγα που να τα θυσιάζει όλα στην αλήθεια από την οποία και με την οποία θέλουμε να ζήσουμε.»
Οι σύγχρονοι πανεπιστημιακοί μαθητές, σύμφωνα με τις αναλογίες του παρελθόντος, αποτελούν τους μαθητές του Σωκράτη και των άλλων φιλοσόφων. Οι σημερινοί καθηγητές επομένως πρέπει να είναι οι πνευματικοί απόγονοι του Σωκράτη. Φυσικά οποιεσδήποτε ποιοτικές συγκρίσεις με το παρελθόν θα φάνταζαν από ανόητες έως γελοίες. Εκείνο που φταίει βέβαια είναι ότι οι σύγχρονοί μας καθηγητές καταπιάνονται υπερβολικά με την ανάλυση και αναμόχλευση των αρχαίων διανοητών. Δεν ακολουθούν όμως έτσι το παράδειγμά τους, μόνο ανόητα προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από τις ένδοξες δάφνες της λαμπρής ιστορίας του ελληνικού πνεύματος. Προσπαθούν να πάρουν ίσως μια μικρή αχτίδα φωτός από τη φλόγα του. Δυστυχώς για όλους μας αποτυγχάνουν.
Φανταστείτε πόσο ξακουστή θα ήταν σήμερα η αρχαία ελληνική φιλοσοφία αν ο Αναξίμανδρος καταπιανόταν με την ανάλυση της θεωρίας του δασκάλου του, του Θαλή, αν ο Παρμενίδης έκανε το ίδιο ή κι αν ακόμα -κωμικοτραγικά- αναδιατύπωνε τη θεωρία ανάλυσης του Αναξίμανδρου. Τότε όλη αυτή η μακραίωνη φιλοσοφική ιστορία θα είχε ως τελικό κοσμολογικό συμπέρασμα πως η γη στηρίζεται στο νερό. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι τα κορυφαία πνεύματα όλων των εποχών δεν περιέχουν στα έργα τους ίχνος βιβλιογραφικών πηγών. Ο κόσμος προοδεύει όταν, -αφού βέβαια λάβει υπόψη τις παρελθούσες θεωρίες- οικοδομεί νέες θεωρίες, νέες σκέψεις και συλλογισμούς που κάνουν το πνεύμα δυναμικό και όχι βαλτώδες. Αναζητώ και βρίσκω σύγχρονους διανοητές που συναισθάνονται τη φιλοσοφική αποστέγνωση, το μέγιστο δηλαδή πνευματικό πρόβλημα της εποχής μας. Το ερώτημα που τελικά μένει είναι γιατί αρκούνται μόνο στην οδυνηρή αναμονή κάποιου πεφωτισμένου που θα τους βγάλει όλους από τη σύγχρονη μορφή σκοταδισμού. Έστω κύριε Θ.Πελεγρίνη, κάτι είναι κι αυτό: «Η καινούρια μέρα της φιλοσοφίας θα ξημερώσει, όταν θα εμφανιστούν στο στερέωμα του πολιτισμού άλλα πρόσωπα, τα οποία δε θα περιοριστούν να αλλάξουν απλώς την πορεία της φιλοσοφίας που, ούτως ή άλλως, ως προς την διανοητική νοοτροπία των διαχειριστών της, παρέμεινε η ίδια. Η καινούρια μέρα της φιλοσοφίας θα ξημερώσει, όταν θα εμφανιστούν στο στερέωμα του πολιτισμού πρόσωπα που δεν θα περιοριστούν σε μιαν ακόμα επανάσταση, ανάμεσα στις τόσες και τόσες σημειωθείσες ανατροπές, μέσα σε ένα δεδομένο σύστημα διανόησης. Η καινούρια μέρα της φιλοσοφίας θα ξημερώσει, όταν θα εμφανιστούν στο στερέωμα του πολιτισμού πρόσωπα τα οποία θα προσφέρουν στους ανθρώπους ιδέες ικανές να τους εμπνεύσουν μια νέα μορφή, μια καινούρια νοοτροπία σκέψης, διαφορετική από τον ορθολογικό και μαγικό τρόπο αντιμετώπισης των πραγμάτων, που ως τώρα ακολούθησαν οι φιλόσοφοι… Το ποιος θα είναι ο καινούριος αυτός τρόπος διανόησης θα ήταν μάταιο να προσπαθήσει κανείς να το προσδιορίσει από τώρα. Μια τέτοια εξαγγελία θα ήταν, πράγματι, μαντεία, προφητεία.» [5 εποχές της φιλοσοφίας Θ.Πελεγρίνης]
Κάποιος μοναχικός φοιτητής, εκεί στη «γαλαρία» του αμφιθεάτρου σκέφτεται και μονολογεί: «Έστω ότι παρουσιάστηκε η καινούρια μέρα της φιλοσοφίας, αυτός ο νέος τρόπος διανόησης. Πώς είναι δυνατόν να την αναγνωρίσει ο κατεστημένος καθηγητής χωρίς να προβεί στην κατάργηση του ίδιου του του εαυτού; Πως είναι δυνατόν η σύγχρονη αριστοκρατία του πνεύματος να παραδώσει έτσι εύκολα τα σκήπτρα; Γιατί μου λένε να σκεφθώ με ένα νέο τρόπο διανόησης την ίδια στιγμή που οι ίδιοι θέτουν φραγμούς στη σκέψη μου; Μήπως τελικά με ειρωνεύονται, ή κάποιος παίζει ένα ανόσιο παιχνίδι στις πλάτες μου, στις πλάτες του μέλλοντος όλων μας;» Μαθαίνουμε να ζούμε με αυτά τα ερωτήματα, μακάρι όμως να μην πεθάνουμε με αυτά, αλλά με τις απαντήσεις τους.