Αν ο ρυθμός ανάπτυξης επιταχυνθεί, ο K. Μητσοτάκης εκτιμά ότι θα μπορέσει να διαπραγματευθεί τη χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων από το 2021, εκτιμά η γερμανική εφημερίδα.
Η Ελλάδα βρίσκει τα βήματά της, αλλά παραμένει αδύναμη, όπως επισημαίνει η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, τονίζοντας πως μπορεί να μη μιλάει κανείς πλέον για τον εφιάλτη ενός Grexit, αλλά, ακόμη κι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης καταφέρει να φέρει την ανάπτυξη στην Ελλάδα, οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης θα ταλανίζουν για πολλές δεκαετίες τη χώρα.
Ενα χρόνο μετά τη λήξη των προγραμμάτων διάσωσης, τα πράγματα έχουν βελτιωθεί σημαντικά στη χώρα, όπως επισημαίνει, με τον δείκτη οικονομικού κλίματος να εκτοξεύεται τον Ιούλιο στα υψηλότερα επίπεδα από το 2008. Αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισε η αλλαγή κυβέρνησης στις αρχές Ιουλίου, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπόσχεται φιλοαναπτυξιακή πολιτική, τονίζει, προσθέτοντας πως και ενώπιον της άρσης των εναπομεινάντων capital controls η Ελλάδα ετοιμάζεται για ένα περαιτέρω βήμα στον δρόμο της επιστροφής στην κανονικότητα.
Ωστόσο, σημειώνεται πως, αν και το τέλος των περιορισμών αυτών θα βοηθήσει την Ελλάδα να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα, η όρεξη των επενδυτών για τα ελληνικά ομόλογα δεν συνιστά μόνον ψήφο εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία, αλλά κυρίως απόδειξη της δίψας τους για κέρδη. «Ο Ελληνας ασθενής μπορεί ύστερα από οκτώ χρόνια διεθνών προγραμμάτων διάσωσης να εγκατέλειψε την Εντατική, αλλά δεν στηρίζεται ακόμη σε δυνατά πόδια. Εξωτερικές επιδράσεις, όπως μια παγκόσμια ύφεση, μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ανάρρωσή του», σχολιάζει η εφημερίδα.
Παράλληλα επισημαίνει ότι το γεγονός πως η Ελλάδα παραμένει αδύναμη και φιλάσθενη οφείλεται και στα λάθη της αμφίβολης πολιτικής διάσωσής της. Η δημοσιονομική εξυγίανση είχε υψηλό κόστος και οι πιστωτές υποτίμησαν τις καταστροφικές επιπτώσεις των προγραμμάτων λιτότητας στην οικονομική δραστηριότητα, στην αγορά εργασίας και στα συστήματα πρόνοιας. Ωθησαν τη χώρα στη βαθύτερη και πλέον παρατεταμένη ύφεση που έζησε ποτέ ευρωπαϊκό κράτος εν καιρώ ειρήνης, τονίζει η Handelsblatt.
Η γερμανική εφημερίδα αναφέρεται και στην πολιτική Τσίπρα μετά την εκλογή του στις αρχές του 2015, η οποία προκάλεσε νέους κλυδωνισμούς, τη στιγμή που στα τέλη του 2014 η Ελλάδα είχε αρχίσει να αναρρώνει, ωθώντας το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της κατάρρευσης και καταλήγοντας να αποδεχθεί ακόμη σκληρότερους όρους λιτότητας από τους προκατόχους του.
Αλλά, όπως σημειώνει, ο διάδοχός του ακολουθεί διαφορετικό δρόμο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης «θέλει να δώσει ώθηση στις ιδιωτικοποιήσεις που έχουν βαλτώσει επί χρόνια, να καταπολεμήσει τη διαφθορά, τον νεποτισμό και τη γραφειοκρατία. Ο Μητσοτάκης ρίχνει τους φόρους εισοδήματος και επιχειρήσεων για να προσελκύσει επενδυτές και να προωθήσει την οικονομική δραστηριότητα, έργο δύσκολο καθώς θέλει ταυτόχρονα να τηρήσει τους συμπεφωνημένους με τους πιστωτές στόχους του προϋπολογισμού για φέτος και του χρόνου».
Αν αναπτυχθεί περισσότερο μελλοντικά η οικονομία της Ελλάδας, όπως επισημαίνει η Handelsblatt, o κ. Μητσοτάκης εκτιμά ότι θα μπορέσει να διαπραγματευθεί τη χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων από το 2021. Ωστόσο, ακόμη και αν καταφέρει να φέρει περισσότερη ανάπτυξη, η χώρα θα έχει να παλέψει για πολλές δεκαετίες με τις συνέπειες της κρίσης. «Μόνον στις αρχές της δεκαετίας του 2030 το ΑΕΠ της Ελλάδας –λαμβανομένου υπόψη του πληθωρισμού– θα ξαναπιάσει τα επίπεδα του 2007», τονίζει η εφημερίδα.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr