ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Οι μεγάλες μειώσεις που επέβαλε στις νέες συντάξεις ο νόμος Κατρούγκαλου, κυρίως για όσους συνταξιοδοτηθούν από το 2030 και μετά, διασώζουν μακροπρόθεσμα και αναλογιστικά το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, παρά τις πρόσφατες κυβερνητικές παρεμβάσεις που ξηλώνουν βασικές παραμέτρους της μεταρρύθμισης του 2016.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αλλαγές στο ύψος των εισφορών για 250.000 μη μισθωτούς – ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολουμένους και αγρότες, οι παρεμβάσεις στις συντάξεις χηρείας που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο που συζητείται αυτές τις μέρες στη Βουλή με αιχμή τη ρύθμιση οφειλών προς το Δημόσιο, αλλά και η καταβολή του συνόλου ή μέρους της κύριας σύνταξης σε 2,5 εκατ. συνταξιούχους ως 13η σύνταξη, επιβαρύνουν μεσοσταθμικά τη δαπάνη για συντάξεις κατά 0,48% του ΑΕΠ για το διάστημα 2019-2070. Σύμφωνα με την επεξεργασία που έκανε για λογαριασμό της «Κ» ο υποψήφιος διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου, αναλογιστής Βασίλης Μπέτσης, η επιπλέον χρηματοδότηση που θα απαιτηθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό προκειμένου να υλοποιηθούν τα μέτρα και οι εξαγγελίες ξεκινά από το 0,58% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος, κινείται πέριξ του 0,55% έως το 2030, μειώνεται μεταξύ 0,49% και 0,42% έως το 2060 και πέφτει στο 0,39% τη δεκαετία του 2070. Αυτό στην πράξη αυξάνει την κρατική δαπάνη για συντάξεις, από 5,83% του ΑΕΠ πριν από την εξαγγελία ή υλοποίηση των νέων μέτρων, σε 6,41% του ΑΕΠ. Μάλιστα, στο ποσοστό αυτό θα πρέπει να προστεθεί και η επιβάρυνση του προϋπολογισμού από τη μη περικοπή της προσωπικής διαφοράς έως 18% στις παλαιές κύριες και επικουρικές συντάξεις, η οποία επίσης εκτιμάται ότι μεσοσταθμικά κινείται πέριξ του 0,48% του ΑΕΠ.
Σωρευτικά, οι αλλαγές του τελευταίου 6μήνου οδηγούν σε αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, η οποία μεσοσταθμικά κινείται στο όριο του 1% του ΑΕΠ και σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο δεν προκαλεί τριγμούς στο ασφαλιστικό οικοδόμημα.
Οπως μάλιστα φαίνεται και από τα επικαιροποιημένα στοιχεία που παραθέτει το υπουργείο Οικονομικών στο πρόγραμμα σταθερότητας που κατέθεσε ήδη στην Κομισιόν, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες που διαχέονται μεσοπρόθεσμα είναι υψηλότερες από αυτές που περιλήφθηκαν στα στοιχεία του 2018. Η διαφορά μεταξύ των δύο προβολών ανέρχεται στο 0,71% του ΑΕΠ για το 2020 και μειώνεται στο 0,14% του ΑΕΠ έως το 2070, πράγμα που σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών «συνεπάγεται αμελητέα επίδραση των αλλαγών όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος».
Μάλιστα, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη μείωση κατά 2,87 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στις δαπάνες που συνδέονται με την ηλικία μεταξύ 2020 και 2070, που οφείλονται κυρίως στην πτωτική πορεία των συνταξιοδοτικών δαπανών, η οποία αναμένεται μακροπρόθεσμα να προσεγγίσει το 10% από 17,3% του ΑΕΠ το 2016 και 14,1% του ΑΕΠ το 2020. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν τα προηγούμενα έτη στο συνταξιοδοτικό σύστημα μπορούν να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα ακόμη και σε ένα πλαίσιο εξαιρετικά δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων, που συνεπάγονται μείωση του μεριδίου του πληθυσμού που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2020-2070, στο 53,8% του συνολικού πληθυσμού το 2070.
Η σημαντική μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης που επιτυγχάνεται μακροπρόθεσμα μέσω του νόμου Κατρούγκαλου, στηρίζεται κατά κύριο λόγο στον νέο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων, που οδηγεί σε μείωση των παροχών για την πλειονότητα των περιπτώσεων, εξηγεί στην «Κ» ο έγκριτος νομικός Δημήτρης Μπούρλος. Ενώ ο αναλογιστής Βασίλης Μπέτσης επισημαίνει πως είναι τόσο μεγάλες οι περικοπές των μελλοντικών συντάξεων, κυρίως μετά το 2030, που το σύστημα φαίνεται να αντέχει ακόμη και μετά τις νέες κυβερνητικές παρεμβάσεις.
Μεγαλύτερη η επιβάρυνση έως το 2022
Σημαντική είναι η επιβάρυνση του συστήματος κατά τα πρώτα χρόνια εφαρμογής των προωθούμενων αλλά και των ψηφισμένων μέτρων. Είναι ενδεικτικό ότι η ετήσια δαπάνη που θα προκληθεί εξαιτίας της μη περικοπής των συντάξεων έχει εκτιμηθεί από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους σε 2,7 δισ. ευρώ για το 2019, σε 2,6 δισ. ευρώ για το 2020, 2,5 δισ. ευρώ το 2021 και 2,4 δισ. ευρώ το 2022.
Σε αυτά τα ποσά θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι πρόσθετες δαπάνες ύψους 232 εκατ. ευρώ που προκαλούνται για τον προϋπολογισμό του ΕΤΕΑΕΠ το 2019 και οι οποίες ανέρχονται σε 225 εκατ. ευρώ για το 2020, σε 218 εκατ. για το 2021 και 218 εκατ. για το 2022. Από τη μείωση των εισφορών στους μη μισθωτούς από την 1η Ιανουαρίου 2019, εκτιμάται απώλεια εσόδων της τάξης των 142 εκατ. ευρώ, ενώ από τις προωθούμενες αλλαγές στον νόμο Κατρούγκαλου για τις συντάξεις χηρείας, εκτιμάται ότι θα υπάρξει αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 80 εκατ. ευρώ το 2019, σωρευτικά 149 εκατ. ευρώ τον αμέσως επόμενο χρόνο, 215 εκατ. ευρώ το 2021 και σωρευτικά 348 εκατ. ευρώ το 2022.
Οσο για την καταβολή ποσού που ονομάζεται 13η σύνταξη σε 2,2 εκατ. συνταξιούχους, εκτιμάται πως το κόστος για συντάξεις αυξάνεται κατ’ έτος κατά 800 εκατ. ευρώ.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr
Use Facebook to Comment on this Post