Στη Γένεση (21.32-34, 26.1-8) αναφέρεται ότι στην περιοχή Γέραρα της γης Χαναάν ο Φιλισταίος Αβιμέλεχ και ο αρχιστράτηγος Φιχόλ έκαναν συμφωνία με τον Αβραάμ (15ος αιώνας π.Χ.) ώστε να παραμείνει ο Αβραάμ στη χώρα
των Φιλισταίων για πολύ καιρό. Αναφέρεται επίσης ότι οι Φιλισταίοι είχαν σαν νόμισμα το ΔΙΔΡΑΧΜΟ το 1500 π.Χ. (!)
Στο Δευτερονόμιο (2,23) αναφέρεται ότι οι Φιλισταίοι είχαν εγκατασταθεί στη νότια παραλιακή λωρίδα της Χαναάν – τον 16ο αιώνα π.Χ. – και είχαν δημιουργήσει ομοσπονδία (Πεντάπολη) η οποία περιελάμβανε τις πόλεις Αζωτος, Ασκάλων, Ακκαρών ή Εκρών, Γάζα και Γαθ.
Οι Φιλισταίοι ήταν ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΑΧΗΤΙΚΟΣ ΛΑΟΣ (φυλή των ΑΧΑΙΩΝ, με απίστευτη τόλμη και ζωτικότητα). Στον πόλεμο εναντίον του Ισραήλ διέθεταν 3.000 άμαξες (Σαμουήλ Α’ 13.5) και πλήθος στρατιωτών.
Ως τον θάνατο του Ιησού του Ναυή διατηρούσαν όλη τη γη τους. Ο Σαούλ κατάφερε να νικήσει τουςΦιλισταίους στην Γαβαά, χρησιμοποιώντας δηλητήρια. Αργότερα όμως οι Φιλισταίοι σκοτώνουν τον Σαούλ σε μια μονομαχία στην περιοχή κοντά στην πηγή Ιεζραέλ και κατορθώνουν να πάρουν τις πόλεις τους πίσω.
Ο Δαβίδ, ο οποίος είχε νικήσει τον Γολιάθ σε μονομαχία, κατεδίωξε τους Φιλισταίους από τη Γαβαά στη Γεζέρ και αργότερα κατέλαβε τη Γαθ και τα περίχωρά της. Ο Σολομών τελικά κατέλαβε τη γη των Φιλισταίων και στη συνέχεια οι Φιλισταίοι υποτάχθηκαν στους Ασσυρίους, στους Αιγυπτίους, στους Βαβυλωνίους, στους Πέρσες και τελικά στους Ελληνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Από την εποχή της κατάκτησής τους από τους Ρωμαίους και μετά έπαψαν να αναφέρονται από τους ιστορικούς, αλλά αν σκεφθούμε την αιγυπτιακή επωνυμία τους Plst (Pelesata) και την παλαιοεβραϊκή Pelistim, ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΟΙ! Από πού είχαν έλθει όμως;
Σύμφωνα πάντα με την Παλαιά Διαθήκη, οι σημίτες γείτονες των Φιλισταίων τούς αποκαλούσαν Καφθωρίμ, επειδή προέρχονταν από τη νήσο Καφθώρ. Σε κείμενο της Βίβλου αναφέρεται η Κρήτη ως Kaftor, αλλά και οι μελετητές της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρουν ότι η νήσος Καφθώρ είναι η Κρήτη.
Αντιστοίχως, σε άλλες γλώσσες της Μ. Ανατολής τούς συναντούμε ως Καπτάρα (Kaptara), ενώ οι Αιγύπτιοι αποκαλούσαν την Κρήτη με το παρόμοιο όνομα «Κεφτιού» (Keftiu). Εκφράσεις όπως «η χώρα Κεφτιού», «πλοία της χώρας Κεφτιού» και «έργα της χώρας Κεφτιού» αναφέρονται σε κείμενα που βρέθηκαν σε αιγυπτιακούς τάφους.
Η ονομασία Κεφτιού μάλλον προέρχεται από την ονομασία keptor (κέπτωρ) που στα βαβυλωνιακά σημαίνει τοξότης. Η λέξη keptor έχει την ίδια ρίζα με τις λέξεις Κεφτιού και Καφθώρ. Η προσφώνηση Keftiu ίσως δηλώνει τη διαχρονική φήμη των Κρητών ως των καλύτερων τοξευτών, οπότε το όνομα της χώρας τους πιθανόν να δήλωνε τη «χώρα των τοξοτών». Εμμέσως στο κείμενο του Σαμουήλ (Α’ 13.20) υπάρχει επίσης αναφορά στην ειδίκευση των Φιλισταίων στη μεταλλουργία.
Αλλά και σε αυτή την ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΡΜΑΤΩΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΟΛΙΑΘ (17:4-8, 17) βλέπουμε στοιχεία καθαρά μυκηναϊκά (μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για τον 12ο αιώνα π.Χ., όπου οι Μυκηναίοι έχουν επικρατήσει επί δύο αιώνες στην Κρήτη): κράνος από ορείχαλκο (Koba), αλυσιδωτή πανοπλία (siryon), κοπίδα (kidon), ακόντιο με ορειχάλκινη αιχμή (hanit), δακτύλιο και κορδόνι σφεντόνας.
Προσφάτως ανακοινώθηκαν, από εβραίους αρχαιολόγους, τα ευρήματα των ανασκαφών της τελευταίας δεκαετίας στον Ασκάλωνα (Ashkelon), την παραθαλάσσια πόλη των Φιλισταίων στην περιοχή της Γάζας, νότια του Τελ Αβίβ. Τα ενεπίγραφα κεραμικά με χρώμα κόκκινο που βρέθηκαν ήταν αποτέλεσμα μιας καταστροφής της πόλης κατά τον 16ο αι. π.Χ. Οι ανασκαφές αυτές αποκάλυψαν ότι οι Φιλισταίοι είχαν αναπτύξει αξιόλογη αγγειοπλαστική τέχνη (ασκαλωναία κεράμια) και αξιόλογη αρχιτεκτονική κατασκευών.
Στον Ασκάλωνα οι ανασκαφείς εντόπισαν 19 ενεπίγραφα χρωματισμένα κεραμικά κομμάτια τα οποία αντιπροσωπεύουν ΜΙΑ ΜΟΡΦΗ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ.
Οι ανασκαφείς υποστηρίζουν ότι μερικά από τα ευρήματα είναι δοχεία αποθήκευσης τα οποία έχουν μεταφερθεί πιθανόν από την Κύπρο και την Κρήτη και τα οποία έφθασαν στην αποικία του Ασκάλωνα με τους πρώτους κατοίκους ΓΥΡΩ ΣΤΟ 2000 π.Χ.
Οι δε σημάνσεις και χαράγματα που υπάρχουν στα δοχεία αυτά μαρτυρούν ότι χαράχτηκαν αλλού, όχι στον Ασκάλωνα. Από αναλύσεις που έγιναν προκύπτει όμως ότι ένα από τα 19 ενεπίγραφα κεραμικά ευρήματα κατασκευάστηκε από τοπικό άργιλο, γεγονός το οποίο δείχνει ότι οι Φιλισταίοι πιθανόν μετέφεραν την ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΡΑΦΗΣ στη νέα τους αποικία.
Τα ενεπίγραφα ευρήματα παρουσιάστηκαν στο τεύχος του Μαρτίου του 2007 του αρχαιολογικού περιοδικού «The Israel Exploration Journal», από δύο ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΟΥ ΧΑΡΒΑΡΝΤ, τον Φρανκ Μουρ Κρος και τον Λόρενς Ε. Στέιτζ.
Ο δρ Κρος, ως ειδικός στις γλώσσες και στις διαλέκτους της Μέσης Ανατολής, αναφέρει ότι Η ΓΡΑΦΗ στα ευρήματα είναι ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ προέλευσης και τη χαρακτήρισε κράμα κυπρο-μινωικής και Γραμμικής Α γραφής. Στη θέση αυτή συμφωνεί και ο επικεφαλής της ανασκαφής αρχαιολόγος δρ Στέιτζ.
Οι δύο αρχαιολόγοι επισημαίνουν ακόμη ότι τα ενεπίγραφα ευρήματα «αποκαλύπτουν για πρώτη φορά ότι οι πρώτοι φιλισταίοι κάτοικοι του Ασκάλωνα ΗΞΕΡΑΝ ΝΑ ΓΡΑΦΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ (από το 1600 π.Χ. !), ΣΕ ΜΗ ΣΗΜΙΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, που δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Ίσως να μην ήταν υπερβολικό να πούμε ότι οι επιγραφές είναι γραμμένες σε μια γραφή που η βάση της είναι η κυπρο-μινωική γραφή την οποία χρησιμοποίησαν και οι Φιλισταίοι. Εξετάζοντας τις επιγραφές αυτές, μάλλον ΕΞΕΤΑΖΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ». ΠΡΟΣΟΧΗ: από το 1600 π.Χ. (!)
Μετά το 700 π.Χ. οι Φιλισταίοι, κατακτημένοι με δηλητηριοχρησία από τους εβραίους, ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΑΝ την γραμμική συλλαβική τους γραφή με το φοινικικό αλφάβητο και εκσημιτίσθηκαν.
Την 8η Φεβρουαρίου 1926 ο αείμνηστος πανεπιστημιακός δάσκαλος Παναγιώτης Μπρατσιώτης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έκανε μία μνημειώδη ομιλία, η οποία έγινε ως εναρκτήριο μάθημα στην Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οποία αποδέχεται, με ισχυρά και τεκμηριωμένα στοιχεία, την ελληνοκρητική καταγωγή των Φιλισταίων! Μάλιστα, σε υποσημείωσή του γράφει: «Διαφωτιστική οπωσδήποτε επί του προκειμένου είναι και η παρ’ Ομήρω (Οδύσσεια Τ 177) μαρτυρία καθ’ ην μεταξύ άλλων λαών κατοικούντων την παλαιάν Κρήτην ήσαν και οι Πελασγοί»!…
Η ομιλία του αρχίζει ως εξής:
Αρχόμενος των καθηγητικών μου εν τω ανωτάτω εθνικώ ημών πανδιδακτηρίω παραδόσεων, εκφράζω και εντεύθεν, κατ’ έθος τε ακαδημεικόν και κατά καθήκον, την βαθείαν μου ευγνωμοσύνην πρώτιστα μεν πάντων προς τον πατέρα των φώτων και παντός αγαθού δοτήρα, έπειτα δε προς τους εκθρέψαντάς με γονείς και διδασκάλους, προς την περίσεμνον των θεολόγων Σχολήν, την τιμήσασάν με ομοθύμως διά της ψήφου αυτής και προς την σεβ. Κυβέρνησιν, την εγκρίνασαν και κυρώσασαν την εκλογήν μου. Επ’ ίσης αισθάνομαι την υποχρέωσιν, όπως και κατά την επίσημον ταύτην στιγμήν μακαρίσω την μνήμην του προώρως το πανεπιστήμιον απορφανίσαντος σοφού και λίαν προσφιλούς μοι διδασκάλου Εμμανουήλ Ζολώτα, όστις ού μόνον πρώτος εδίδαξε το μάθημα της Βιβλικής Ιστορίας εν τη ημετέρα Σχολή, αλλά και εις εμέ αυτόν, μετά τον σεβ. Μοι καθηγητήν κ. Ν. Παπαγιαννόπουλον, εγένετο ο έτερος των δύο πρώτον άμα και πολυτίμων εις τον λαβύρινθον της βιβλικής επιστήμης χειραγωγών.
Εκ των σπουδαιοτάτων επιτευγμάτων της καθ’ όλου επιστήμης κατά την τελευταίαν ενενηκονταετίαν τυγχάνουσιν αναμφιλέκτως και αι εν τη παμμερεί εξερευνήσει της παλαιάς Εγγύς Ανατολής επιτελεσθείσαι αξιοθαύμαστοι πρόοδοι, αι οφειλόμεναι προς τοις άλλοις και εις το άφθονον φως, όπερ επί της ιστορίας της αρχαιότητος ακαταπαύστως επιχύνεται από των εν ταις χώραις εκείνη αρχαιολογικών ανασκαφών. Των δε προόδων τούτων, ως ήτο εύλογον, δεν παρέμεινεν άγευστος ουδέ η περί την Βίβλον επιστήμη. Και δη υπό το φως, όπερ διά της αρχαιολογικής σκαπάνης προέκυψεν, ου μόνον πλείστα όσα σημεία ιστορικά της Βίλου, της τε παλαιάς και της καινής, διευκρινούνται και κάλλιον κατανοούνται, αλλά και ουκ ολίγα υπ’ εκείνης εκτιθέμενα ή οπωσδήποτε μαρτυρούμενα ιστορικά γεγονότα περιφανή ευρίσκουσιν επιβεβαίωσιν. Ως εύγλωττον επί του προκειμένου παράδειγμα δύναται να χρησιμεύση κάλλιστα η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ, του εκ της μικράς μαθητικής ηλικίας γνωρίμου και ΑΣΥΜΠΑΘΟΥΣ ίσως ημίν, αλλ’ εκλεκτού και πολλαχώς σήμερον περισπουδάστου τούτου λαού, περί ου, ως και περί της δι’ αυτού διαδόσεως και καλλιεργίας του ΑΙΓΑΙΟΚΡΗΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΕΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ έσται ημίν σήμερον ο λόγος.
Περί των Φιλισταίων και του πολιτισμού αυτών πληροφορούσιν ημάς σήμερον, προς τη Π. Διαθήκη, κυρίως μεν τα αιγυπτιακά μνημεία και τα εν Παλαιστίνη και Κρήτη αρχαιολογικά ευρήματα, κατά δεύτερον δε λόγον τα ασσυριακά μνημεία, μάλιστα δε τα από των Ασαρχαδδών και Ασσουρβανιπάλ, ο Ιουδαίος ιστοριογράφος Ιώσηπος και ο ημέτερος Ηρόδοτος μετ’ άλλων τινών μεταγενεστέρων συγγραφέων (Στράβωνος, Διοδώρου του Σικελιώτου, Πτολεμαίου, Λουκιανού κ.ά.).
ΤΕΛΙΚΩΣ: ΟΙ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ ΗΤΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΠΙΟ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΠΟ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ.
Μιλούσαν ελληνικά, έγραφαν ελληνικά σε συλλαβική γραφή (από το 1.600 π.Χ. ! – 400 χρόνια πριν την εποχή του Τρωϊκού πολέμου), ίδια με την συλλαβική γραφή Α και Β της Κρήτης και της Πύλου, έκτισαν όμορφες πόλεις στην Παλαιστίνη, με ωραίους δρόμους, όμορφα οικοδομήματα και ναούς, καλλιεργούσαν σιτηρά (οι Φιλισταίοι λάτρευαν τον Θεό Δαγών, που στα εβραϊκά θα πεί σιτάρι και οι σύγχρονοι ιστορικοί τον αναφέρουν σαν τον Αρότριο Δία των Ελλήνων), λαχανικά, αμπέλια, ελιές και ζούσαν μία πολιτισμένη ελληνική ζωή, πριν τους τα αρπάξουν με δόλο και δηλητηριοχρησία, οι εισβολείς από την Αίγυπτο. Οι εργατικοί Έλληνες Φιλισταίοι, όπως με ζήλια έγραφαν οι μοχθηροί περιτετμημένοι στα «ιερά» τους βιβλία, είχαν κάνει την πατρίδα τους, την γη Χαναάν (= χώρα του κόκκινου), τόσο όμορφη και παραγωγική, ώστε «η γη έρεε μέλι και γάλα».
Χαναάν σημαίνει «χώρα της πορφύρας», το όνομα δηλαδή προέρχεται από το ερυθρό χρώμα που εξάγεται από την επεξεργασία της πορφύρας. Στις επιστολές της Αμάρνα του 14ου αιώνα π. Χ. οι κάτοικοι της Χαναάν αποκαλούνται «Kinanuh» ή «kinahhu», δηλαδή «Χαναναίοι = Πορφυροί – κόκκινοι». Το ὄνομα Φοίνικες (=πορφυροί) δόθηκε στους Χαναναίους του Λιβάνου από τους Μυκηναίους (Φιλισταίους), οι οποίοι είχαν συνάψει, από το 1700 π.Χ. εμπορικές σχέσεις με τους λαούς της παράκτιας ζώνης της Παλαιστίνης και μετά πολλοί Αχαιοί είχαν ΜΟΝΙΜΑ εγκατασταθεί εκεῖ με το όνομα Φιλισταίοι, Πουλεσάτι, Πελασγοί. Για παράδειγμα ο γίγαντας Γολιάθ (=Καλεάδης) ήταν Φιλισταίος – Πελασγός, δηλαδή Μυκηναίος κάτοικος της Παλαιστίνης. Οι Φιλισταίοι–Μυκηναίοι μεταφράζοντας στη δική τους Ελληνική Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα τη σημιτική λέξη Kinanuh (= Χαναάν), ονόμασαν τους συγκατοίκους τους, της βόρειας Παλαιστίνης, Φοίνικες. Σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο η Φοινίκη (ο σημερινός Λίβανος) και η Παλαιστίνη μαζί ονομαζόταν και Χνα ( = Χαναάν).
Διαβάζοντας τον στίχο 17,4 – 17,7, από το βιβλίο των εβραίων «Βασιλειών Α’» που είναι η περιγραφή της αρματωσιάς του Γολιάθ (ΚΑΛΕΑΔΗΣ), νομίζει κανείς ότι διαβάζει ΙΛΙΑΔΑ.
«Καὶ ἐξῆλθεν ἀνὴρ δυνατὸς ἐκ τῆς παρατάξεως τῶν ἀλλοφύλων Γολιὰθ ὄνομα αὐτῶν ἐκ Γέθ, ὕψος αὐτοῦ τεσσάρων πήχεων καὶ σπιθαμῆς·
καὶ περικεφαλαία ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ θώρακα ἁλυσιδωτὸν αὐτὸς ἐνδεδυκώς, καὶ ὁ σταθμὸς τοῦ θώρακος αὐτοῦ πέντε χιλιάδες σίκλων χαλκοῦ καὶ σιδήρου·
καὶ κνημῖδες χαλκαῖ ἐπὶ τῶν σκελῶν αὐτοῦ, καὶ ἀσπὶς χαλκῆ ἀνὰ μέσον τῶν ὤμων αὐτοῦ·
καὶ ὁ κοντὸς τοῦ δόρατος αὐτοῦ ὡσεὶ μέσακλον ὑφαινόντων, καὶ ἡ λόγχη αὐτοῦ ἑξακοσίων σίκλων σιδήρου· καὶ ὁ αἴρων τὰ ὅπλα αὐτοῦ προεπορεύετο αὐτοῦ».
ΑΥΤΟΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ.
Ενας ελληνικός λαός που ζούσε ειρηνικά στην χώρα του, στην γη των Φιλιστιείμ = παλαιστιείμ = Παλαιστίνη (από το ΠΕΛΑΣΓΟΣ = περιπλανώμενος στο πέλαγος).
Τώρα πώς μάθαμε από το σχολείο να μισούμε αυτόν τον λαό, να μισούμε μία ελληνική φυλή, έχει να κάνει με την γνωστή ιστορία.
Ο λαός αυτός κατηγορήθηκε και αναθεματίσθηκε εις τον αιώνα τον άπαντα, γιατί προσπάθησε να υπερασπισθεί την γη του, τα χωράφια του και το βιός του, από τον εισβολέα και άρπαγα περιούσιο λαό του θεού.