xOrisOria News

Οι φιλόσοφοι της Αλεξανδρινής και Ελληνορωμαϊκής εποχής (φωτό)

1Οι κατακτήσεις του Μεγαλέξανδρου προκάλεσαν μεγάλες αλλαγές στον Ελληνισμό. Ως τότε ο ελληνικός κόσμος παρουσίαζε μιαν ομαλή και ισοζυγιασμένη εικόνα. Υπήρχε ένας πυρήνας, ο ελλαδικός χώρος, ενώ πέρα από τις θάλασσες, στα παράλια της Μεσογείου και του Πόντου, οι αποικισμοί είχαν δημιουργήσει ένα περιφερειακό στεφάνι από ελληνικές εγκαταστάσεις.

Ο πυρήνας στήριζε και τροφοδοτούσε την περιφέρεια και η περιφέρεια στήριζε και τροφοδοτούσε τον πυρήνα. Ακόμα, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στις περιφερειακές εγκαταστάσεις, οι πληθυσμοί είχαν κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία, ήθη και έθιμα – όλα ελληνικά.

Πολιτική μονάδα αποτελούσε η πόλη-κράτος και μόνο το πολίτευμα παράλλαζε από τόπο σε τόπο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην περιφέρεια, όπου μάλιστα οι ελληνικές πόλεις στη Μικρασία τύχαινε και να βρεθούν υποταγμένες παλαιότερα στους Πέρσες.

Κι απ᾽ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ᾽ εμείς·
ελληνικός καινούργιος κόσμος, μέγας.
Κ. Καβάφης, «Στα 200 π.Χ.»

Αυτά τώρα άλλαξαν καθώς ο Μεγαλέξανδρος κατάλυσε το περσικό κράτος και οδήγησε τον Ελληνισμό ανατολικά ως τον Ινδό ποταμό και νότια ως την Αίγυπτο. Έτσι οι Έλληνες κυριάρχησαν σε πλήθος ξένους, αλλόγλωσσους και αλλόθρησκους λαούς – λαούς που ως ένα σημείο θέλησαν, ως ένα σημείο υποχρεώθηκαν να ελληνίσουν, δηλαδή να μάθουν ελληνικά και να δεχτούν κάθε λογής ελληνικές πολιτισμικές επιδράσεις. Από αυτούς τους ελληνίζοντες ξένους πήρε το όνομά της η Ελληνιστική εποχή, που όμως συχνά την ονομάζουμε και Αλεξανδρινή – όχι από τον Μεγαλέξανδρο, αλλά από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που για αιώνες αποτέλεσε το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο.

Μετά τον θάνατο του Βασιλέως Αλεξάνδρου,του Μέγα  το 323 π.Χ., οι κατακτήσεις του μοιράστηκαν, όχι χωρίς αμφισβητήσεις και πολέμους, στους Διαδόχους. Από τα βασίλεια που δημιουργήθηκαν ξεχώρισαν με την ακμή τους το βασίλειο των Σελευκιδών στη Συρία, με πρωτεύουσα την Αντιόχεια, το βασίλειο των Ατταλιδών στη Μικρασία, με πρωτεύουσα την Πέργαμο, και το βασίλειο των Πτολεμαίων στη βόρεια Αφρική, με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια. Σημαντικό κέντρο στάθηκε για ένα διάστημα και η μακεδονική Πέλλα, πρωτεύουσα του βασιλείου των Αντιγονιδών.
Αυτός ο «καινούργιος κόσμος» ήταν πραγματικά «μέγας»: απέραντες οι επικράτειες, πελώριες οι αποστάσεις, αμέτρητα τα πλήθη των λαών, πολυάνθρωπες οι πολιτείες, τεράστια η κλίμακα των εμπορικών και άλλων επιχειρήσεων. Τα ελληνικά προϊόντα είχαν ζήτηση στην Ανατολή, όπως και πολλά ανατολικά προϊόντα είχαν ζήτηση στις ελληνικές περιοχές.
Έτσι, οι βιοτεχνίες πολλαπλασίασαν την παραγωγή τους, οι μεταφορές, ιδιαίτερα οι θαλασσινές, αναπτύχθηκαν και οι εμπορικές και τραπεζικές επιχειρήσεις πρόσφεραν ευκαιρίες για κέρδη αμύθητα.

Αποφασιστικό ιστορικό φαινόμενο της εποχής ήταν η ανάδειξη και η ραγδαία προέλαση των Ρωμαίων, που υπόταξαν τη μια μετά την άλλη πρώτα τις ελληνικές, ύστερα και τις ελληνοκρατούμενες χώρες: η υποταγή των ελληνικών περιοχών της Κάτω Ιταλίας ολοκληρώθηκε το 270 π.Χ., της Σικελίας το 210 π.Χ., της Μακεδονίας και της Ηπείρου το 148 π.Χ. και της υπόλοιπης Ελλάδας το 146 π.Χ.

Το 133 π.Χ. ο βασιλιάς της Περγάμου κληροδότησε το μικρασιατικό βασίλειο του στους Ρωμαίους· το 64 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατάκτησαν τη Συρία και το 31 π.Χ., μετά τη νίκη του στη ναυμαχία του Ακτίου, ο Οκταβιανός Αύγουστος κατάλυσε οριστικά και την εξουσία των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο. Η τελευταία αυτή χρονολογία αποτελεί το συμβατικό όριο ανάμεσα στην Ελληνιστική ή Αλεξανδρινή εποχή και στην Ελληνορωμαϊκή που ακολούθησε.

Φιλοσοφία

Σημαντικότερο πνευματικό κέντρο στάθηκε αναμφίβολα στην Ελληνιστική εποχή η Αλεξάνδρεια· όμως για τη φιλοσοφία παγκόσμιο κέντρο έμεινε η Αθήνα, όπου όχι μόνο συνέχισαν να λειτουργούν η Ακαδημία και το Λύκειο αλλά ιδρύθηκαν και νέες σχολές. Η ολοκληρωμένη έκθεση των φιλοσοφικών θεωριών δεν είναι έργο της Γραμματολογίας, που περιορίζεται σε μια γενική παρουσίαση των σχολών, των σπουδαιότερων εκπροσώπων τους και του συγγραφικού τους έργου.[Για την ελληνιστική φιλοσοφία βλ. Γ. Ζωγραφίδης και Β. Κάλφας, Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι, κεφ. 9 κ.εξ..]

Η Ακαδημία του Πλάτωνος -Ψηφιδωτό Πομπηία

Η Ακαδημία συνέχισε την πλατωνική παράδοση, δίνοντας βαρύτητα στις ιδέες και στους ιδεατούς αριθμούς περισσότερο παρά στον πραγματικό κόσμο. Παράλληλα, οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας ήρθε στιγμή να επιστρέψουν στη σωκρατική παράδοση, εστιάζοντας τα ενδιαφέροντά τους στην ηθική, αλλά και αμφισβητώντας ακόμα και τη δυνατότητα της αληθινής γνώσης. Για να περιγράψουν την εξέλιξη της ακαδημαϊκής σκέψης, οι ιστορικοί της φιλοσοφίας ξεχώρισαν μετά την Παλαιά Ακαδημία (του Πλάτωνα), δύο ακόμα φάσεις: τη Μέση και τη Νέα Ακαδημία.

Η Ακαδημία του Πλάτωνος στην Αθήνα

Σημαντικός μετά τον Σπεύσιππο και τον Ξενοκράτη (σ. 172) σχολάρχης της Ακαδημίας (314-270 π.Χ.) στάθηκε ο Πολέμων ο Αθηναίος, που υποστήριξε ότι στη συμπεριφορά του ανθρώπου η αρετή πρέπει να συμβαδίζει με τη φύση. Έγραψε αρκετά, μας πληροφορεί ο Διογένης Λαέρτιος,[Ο Διογένης ο Λαέρτιος, συγγραφέας του 3ου μ.Χ. αιώνα (σ. 275), έγραψε τη Φιλοσόφων βίων καὶ δογμάτων συναγωγή, που αποτελεί την καλύτερή μας πηγή για τη ζωή και τις θεωρίες των αρχαίων φιλοσόφων.] αλλά έμειναν ανέκδοτα και χάθηκαν με την καταστροφή της Ακαδημίας.
Μαθητής του Πολέμωνα, και διάδοχός του στη διεύθυνση της Ακαδημίας, ο Κράτης ο Αθηναίος, που «άφησε πίσω του βιβλία (άλλα φιλοσοφικά, άλλα για την κωμωδία, άλλα με ομιλίες δημόσιες και πρεσβευτικές) αλλά και μαθητές αξιόλογους, ανάμεσά τους τον Αρκεσίλαο…» (Διογένης Λαέρτιος 4.23).

Αρκεσίλαος και Καρνεάδης -Ο Αρκεσίλαος ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και ιδρυτής της Μέσης ή Δεύτερης Ακαδημίας. Ήταν μαθητής του Θεόφραστου, του περιπατητικού, όπως επίσης και του Πολέμωνα και του Κράτη.
Ο Αρκεσίλαος από τη μικρασιατική Πιτάνη (316-242 π.Χ.), μαθητής του περιπατητικού Θεόφραστου αλλά και του Πολέμωνα και του Κράτη, σηματοδότησε τη στροφή από την Παλαιά στη Μέση Ακαδημία. Συγκεκριμένα, αντιδρώντας στον δογματισμό των Στωικών, ο Αρκεσίλαος ξαναγύρισε στους σωκρατικούς διαλεκτικούς τρόπους: πρόβαλλε επιχειρήματα ενισχύοντας ή αναιρώντας κάθε θέση χωρίς να καταλήγει πουθενά. Μόνη σωστή στάση ήταν κατά τη γνώμη του η ἐποχή, όπως την εδίδασκε ο Πύρρων (σ. 221), δηλαδή η αναστολή κάθε οριστικής κρίσης – και γι᾽ αυτό δεν έγραψε τίποτα!

Για τον ίδιο λόγο, πιστεύοντας στην ἐποχή, δεν άφησε συγγραφικό έργο και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Μέσης Ακαδημίας, ο Καρνεάδης από την Κυρήνη (214-129 π.Χ.), άνθρωπος φιλόπονος με σημαντικά ρητορικά προσόντα, που ως αποσταλμένος στη Ρώμη[Το 156 π.Χ. οι Αθηναίοι, για να υποστηρίξουν τη θέση τους σε μια διαφορά που είχαν με τους κατοίκους του Ωρωπού, έστειλαν στη Ρώμη αντί για άλλους εκπροσώπους τρεις φιλοσόφους: τον ακαδημαϊκό Καρνεάδη, τον στωικό Διογένη και τον περιπατητικό Κριτόλαο. Οι τρεις τους εντυπωσίασαν με τη σοφία και την ευγλωττία τους τους Ρωμαίους τόσο, ώστε ορισμένοι συντηρητικοί κύκλοι φοβήθηκαν πως θα διαφθείρουν τους νέους και φρόντισαν να τους ξαποστείλουν το γρηγορότερο.] είχε αγορεύσει τη μια μέρα υπέρ και την άλλη εναντίον της δικαιοσύνης.
Ωστόσο, αν και πίστευε πως κάθε σταθερή θέση είναι άσκοπη, γιατί δεν υπάρχει οριστικό κριτήριο της αλήθειας, πάλι δίδασκε ότι μπορεί κανείς μελετώντας τις πιθανότητες να αποφύγει τα μεγάλα λάθη.

O Καρνεάδης ο Κυρηναίος

O Καρνεάδης ο Κυρηναίος ήταν αρχαίος Έλληνας σκεπτικιστής φιλόσοφος του δευτέρου αιώνα π.Χ.. Γεννήθηκε το έτος 214 ή 213 π.Χ. στην ελληνική πόλη Κυρήνη της βόρειας Αφρικής. Νέος ακόμη ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στην Ακαδημία του Πλάτωνα, όπου διακρίθηκε και τοποθετήθηκε προϊστάμενός της.Κύρια πηγή βιογραφικών πληροφοριών για τον Καρνεάδη είναι το έργο του Διογένη Λαέρτιου, Βίοι φιλοσόφων.[Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, Βιβλίο Δ΄].
Ο Καρνεάδης γεννήθηκε στην Κυρήνη της Λιβύης το 214 ή 213 π.Χ. και σύντομα ήρθε στην Αθήνα, όπου εντάχθηκε στην ακαδημία. Στην Αθήνα, σπούδασε με τον Ηγησίνο της Περγάμου ο οποίος, στη συνέχεια, έγινε επικεφαλής την Ακαδημία ως Σχολάρχης.[2] Καταπιάστηκε εντατικά με τις διδασκαλίες του Στωικών, ειδικά με το έργο του εκλιπόντος σημαντικού στωικού φιλόσοφου Χρύσιππου. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα σχετικά με τη διαλεκτική από τον Διογένη τον Σελεύκιο (γνωστός και ως Διογένης ο Βαβυλώνιος) ο οποίος ήταν τότε ο επικεφαλής της στωικής σχολής στην Αθήνα. Σε κάποιο σημείο πριν από 155 διορίστηκε, ως διάδοχος Ηγησίνου, σχολάρχης της Ακαδημίας του Πλάτωνα.Το 155 π.Χ. επισκέφτηκαν τη Ρώμη ως πρεσβευτές της Αθήνας ο ίδιος, ο Κριτόλαος ο Περιπατητικός και ο στωικός σχολάρχης Διογένης ο Σελεύκιος. Αιτία ήταν η διαπραγμάτευση ενός προστίμου 500 ταλάντων το οποίο είχε επιβληθεί στην πόλη των Αθηνών για την καταστροφή και λεηλασία της πόλης του Ωρωπού. Έργο των αγγελιοφόρων ήταν να επιτύχουν την κατάργηση ή τουλάχιστον τη μείωση της ποινής. Εκεί εισήγαγαν με διαλέξεις τις φιλοσοφικές τους ιδέες στην καρδιά της Ιταλίας. Ο Καρνεάδης στη Ρώμη έδωσε δύο διαλέξεις με θέμα τη δικαιοσύνη. Στην πρώτη την εγκωμίαζε ενώ στη δεύτερη την κατέκρινε. Έτσι απέσπασε τον θαυμασμό της ρωμαϊκής νεολαίας με την άστατη διαλεκτική συλλογιστική του. Αποτέλεσμα ήταν η μείωση της ποινής σε 100 τάλαντα.

Αλλά ο φιλόσοφος έδινε επίσης διαλέξεις στην πόλη και η δημόσια εμφάνιση του Καρνεάδη προσέλκυσε μεγάλη προσοχή. Η ρωμαϊκή Σύγκλητος με τον εκπρόσωπό της Κάτων τον πρεσβύτερο πίεσε για την απομάκρυνση από τη Ρώμη, για να μη διαφθείρει τη νεολαία.
Ο Καρνεάδης στις διαλέξεις του διακηρύττει την αποτυχία της μεταφυσικής εν γένει, καυτηριάζει όλα ανεξαιρέτως τα φιλοσοφικά δόγματα και σχολές, αρνείται την ύπαρξη φυσικού νόμου, θεωρεί εγγενώς ασαφή και απροσδιόριστη την έννοια της δικαιοσύνης και, επομένως, τη συσχέτιση οποιουδήποτε νομικού συστήματος με αυτήν, ενώ πιστεύει στη γνωσιολογική ακαταλληλότητα τόσο των αισθήσεων όσο και της λογικής.
Σύμφωνα με τον Καρνεάδη, ο οποίος συστηματοποιεί περαιτέρω τις διδασκαλίες του Αρκεσίλαου του Πιτιναίου, η απόλυτη γνώση είναι μία ψευδαίσθηση ενώ οι άνθρωποι δεν κατέχουν, ούτε μπορούν να κατέχουν, κανένα κριτήριο αλήθειας και άρα δε γίνεται ποτέ να είναι πραγματικά βέβαιοι για οτιδήποτε, παρά μόνον δέσμιοι πιθανοκρατικών γνωσιολογικών ενδεχομένων.
Η εύρεση των πιο ευλογοφανών από αυτά τα ενδεχόμενα είναι ένα ακανθώδες μονοπάτι το οποίο ελίσσεται ανάμεσα στην απόλυτη αμφισβήτηση και τον παρακινδυνευμένο δογματισμό. Με τον Καρνεάδη η Ακαδημία του Πλάτωνα πέρασε σε μία νέα φάση σύντονου σκεπτικισμού που απορρίπτει κάθε δόγμα και μέσο προσέγγισης της απόλυτης αλήθειας.
Δεν άφησε γραπτά και πολλές από τις απόψεις του είναι γνωστές μόνο μέσω του διαδόχου του στην Ακαδημία (127/126 π.Χ.) Κλειτόμαχου. Ο Καρνεάδης πέθανε σε βαθιά γεράματα στην Αθήνα, το έτος 129 ή 128 π.Χ.

 Από τον χώρο του Λυκείου στην Αθήνα

Η στροφή προς τη Νέα Ακαδημία σημειώθηκε μετά την καταστροφή της σχολής, της βιβλιοθήκης και του αρχείου της από τον Σύλλα (84 π.Χ.), όταν επικεφαλής ήταν ο Αντίοχος από την Ασκάλωνα της Συρίας (πρ. βασίλειο των Σελευκιδών). Ως φιλόσοφος ο Αντίοχος μπορεί και πρέπει να χαρακτηριστεί εκλεκτικός, καθώς η διδασκαλία του βασίστηκε σε θέματα όπου οι ακαδημαϊκοί, οι περιπατητικοί και οι στωικοί φιλόσοφοι σε γενικές γραμμές συμφωνούσαν.
Ο εκλεκτισμός του μεταδόθηκε και στον διασημότερο μαθητή του, τον Κικέρωνα, που παρακολούθησε μαθήματά του όταν επισκέφτηκε την Αθήνα, το 77 π.Χ.
Από τα έργα των παραπάνω διαδόχων του Πλάτωνα σώζονται μόνο περιορισμένα αποσπάσματα και πληροφορίες.
Το Λύκειο συνέχισε την περιπατητική φιλοσοφική παράδοση του ιδρυτή του, τον εμπειρισμό και την καλλιέργεια των επιμέρους επιστημών. Ενώ όμως το διδακτικό και ερευνητικό έργο εξακολούθησε για αιώνες σε αυτό το πραγματικό παν-επιστήμιο, η φιλοσοφική θεωρία του Αριστοτέλη παραμελήθηκε και τα συγγράμματά του, εξαιρώντας κάποιους εξωτερικούς διάλογους, έμεναν άγνωστα.
Σταθμό και ανανέωση της περιπατητικής φιλοσοφίας αποτέλεσε, τον 1ο π.Χ. αιώνα, η ανεύρεση και η έκδοση των έργων του Αριστοτέλη από τον τότε επικεφαλής του Λυκείου, τον Ανδρόνικο από τη Ρόδο (σ. 276).

Μαθητής του Αριστοτέλη ο Εύδημος (4ος/3ος π.Χ. αι.) γύρισε, μετά τον θάνατο του δασκάλου του, στην πατρίδα του τη Ρόδο, όπου ίδρυσε δική του σχολή. Όπως ο Θεόφραστος (σ. 176), έτσι και ο Εύδημος έμεινε πιστός στην αριστοτελική διδασκαλία. Από τα πολλά του λογικά, μαθηματικά, αστρονομικά κ.ά. έργα πιο γνωστά μας είναι τα Φυσικά, όπου με ελάχιστες παραλλαγές επαναλάμβανε και διευκρίνιζε το ομώνυμο έργο του Αριστοτέλη.

Μαθητής του Αριστοτέλη ήταν και ο Δημήτριος ο Φαληρέας (4ος/3ος π.Χ. αι.), ρήτορας, πολιτικός και νομοθέτης, που ως εκπρόσωπος του Κασσάνδρου κυβέρνησε για δέκα χρόνια την Αθήνα και θέλησε, ως ένα σημείο και πέτυχε, να επιβάλει στους Αθηναίους τις περιπατητικές ηθικές και πολιτικές αρχές. Αντίστοιχα, στο μεγάλο πλήθος των έργων του περιλαμβάνονταν διατριβές Περὶ νόμων, Περὶ τῆς δεκαετίας, Περὶ δημαγωγίας, Περὶ ῥητορικῆς κ.ά.π.

Ο Στράτων από τη Λάμψακο ήταν για πολλά χρόνια δάσκαλος του Πτολεμαίου Β’ πριν διαδεχτεί τον Θεόφραστο στη διεύθυνση του Λυκείου (287 π.Χ.). Από τα πολλά και ποικίλα έργα που παραδίδεται ότι έγραψε πιο γνωστές ήταν οι διατριβές του σε θέματα κοσμολογίας και φυσικής, ίσως γιατί σε αυτές δε δίστασε να διαφωνήσει με τον Αριστοτέλη.
Ο Κριτόλαος από τη μικρασιατική Φάσηλη ήταν διευθυντής του Λυκείου από το 180 ως το 170 π.Χ. Αξιοσημείωτη ήταν η τάση του να υποτιμά τους πολιτικούς ρήτορες και γενικά τη ρητορική, που τη θεωρούσε «περισσότερο κακοτεχνία παρά τέχνη». Αξία είχαν γι᾽ αυτόν οι θεωρητικοί φιλόσοφοι ως διδάσκαλοι κάθε αρετής.
Από τα έργα των μετά τον Θεόφραστο περιπατητικών φιλοσόφων της Ελληνιστικής εποχής δε σώζονται παρά περιορισμένα αποσπάσματα και πληροφορίες.

Ο Επίκουρος

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ (341-271 π.Χ.)[Περισσότερα για τον Επίκουρο και τη φιλοσοφία του βλ. Γ. Ζωγραφίδης και Β. Κάλφας, Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, κεφ. 10.]
Λάθε βιώσας.[«Ζήσε αθόρυβα (μακριά από την πολιτική), να μη σε καταλάβουν.»]
Γεννήθηκε στη Σάμο από Αθηναίους γονείς, αλλά αργότερα μετακόμισε με την οικογένειά του στην Κολοφώνα. [Η Κολοφώνα ήταν αρχαία πόλη της Ιωνίας, χτισμένη κοντά στις ακτές της Μικράς Ασίας, ανάμεσα στην Λέβεδο και την Εφέσο]  Κατά την παράδοση μαθήτευσε στον Ναυσιφάνη, οπαδό του Δημόκριτου, και στον Πάμφιλο, οπαδό του Πλάτωνα.
Νέος έζησε στη Μυτιλήνη και στη Λάμψακο, όπου ίδρυσε και την πρώτη του σχολή. Τριάντα πέντε χρονών πήγε στην Αθήνα, αγόρασε ένα σπιτάκι με κήπο στην περιφέρεια της πόλης και εγκατάστησε τη σχολή του, τον Κήπο, περισσότερο μια φιλική κοινότητα όπου μπορούσε ο καθένας να έρθει να συμφιλοσοφήσει παρά σχολή με τη συνηθισμένη έννοια.
Η διδασκαλία του είχε επιτυχία, γιατί ανταποκρινόταν στις ανάγκες των ανθρώπων της εποχής και γιατί ο ίδιος με την προσωπικότητα και τον τρόπο ζωής του αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα ατάραχου και ευτυχισμένου ανθρώπου: μάρτυρες «η ευγνωμοσύνη στους γονείς του, η συμπαράσταση στους αδελφούς του, η καλοσύνη του στους υποτακτικούς […], γενικά η φιλάνθρωπη στάση του απέναντι σε όλους. Δεν περιγράφονται με λόγια η ευσέβειά του προς τους θεούς και η φιλοπατρία του» (Διογένης Λαέρτιος 10.10).

Ο Επίκουρος πίστευε ότι σκοπός της φιλοσοφίας δεν είναι να προσφέρει γνώσεις και ικανότητες, αλλά να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους. Έτσι η στάση του ήταν αρνητική απέναντι στη ρητορική, τη λογική, τα μαθηματικά και τα άλλα νοητικά πεδία, καθώς μεγαλύτερη αξία από τον νου είχαν, πίστευε, οι αισθήσεις. Θετικές έννοιες στη διδασκαλία του ήταν η αυτάρκεια, που χαρίζει ελευθερία, η φιλία, που συμβάλλει στην ασφάλεια, η φρόνηση, η ψυχική αταραξία, πάνω απ᾽ όλα η ηδονή, σε αντίθεση με τον πόνο, τον φόβο, τη λύπη και τη στέρηση.
Την ηδονή ο Επίκουρος τη θεωρούσε σύδδετη με την ανθρώπινη φύση και δεν την ξεχώριζε από την αρετή. Χαρακτηριστική και η διδασκαλία του για τον θάνατο, που δεν πρέπει, έλεγε, καθόλου να τον φοβόμαστε, γιατί «όσο υπάρχουμε εμείς δεν είναι παρών ο θάνατος, και όταν είναι παρών ο θάνατος, δεν υπάρχουμε εμείς» (Διογένης Λαέρτιος 10.125).

Το συγγραφικό έργο του Επίκουρου ήταν τεράστιο: πάνω από 40 διατριβές, ανάμεσά τους μία Περὶ Φύσεως σε 37 βιβλία. Στα χέρια μας έφτασαν (α) το έργο ΔΕΣ: Κύριαι δόξαι, όπου είχαν καταγραφεί για διδακτική χρήση, καλοδιατυπωμένες σε απλό λόγο, ορισμένες βασικές του θέσεις,[Ένα νεότερο γνωμολόγιο του Επίκουρου σώζεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού.] (β) η διαθήκη του, και (γ) τρεις επιστολές – σημαντικές, καθώς στη μία εκθέτει συμπυκνωμένες τις απόψεις του για τη φυσική, στην άλλη για τα ουράνια φαινόμενα, και στην τρίτη για την ηθική.
Πληροφορίες για τη διδασκαλία και αποσπάσματα από έργα του Επίκουρου μας διασώζουν πλήθος ακόμα πηγές, π.χ. οι καρβουνιασμένοι πάπυροι της έπαυλης του Πίσωνα στο Ηράκλειο, κοντά στην Πομπηία, που όταν διαβάζονται μας αποκαλύπτουν κομμάτια από τα συγγράμματα του Φιλόδημου.[Ο Φιλόδημος από τα Γάδαρα της Συρίας (περ. 110-40 π.Χ.), φιλόσοφος και ποιητής, έζησε για ένα διάστημα στη Νεάπολη της Κάτω Ιταλίας, όπου με τη διδασκαλία, τις γνωριμίες και τα πολλά του συγγράμματα βοήθησε να διαδοθεί η φιλοσοφία του Επίκουρου.]

Διάδοχοι του Επίκουρου υπήρξαν πολλοί, η σχολή του κρατήθηκε ζωντανή ως και τον 1ο π.Χ. αιώνα, και η διδασκαλία του πολύ περισσότερο. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η διάδοση της επικούρειας φιλοσοφίας στη Ρώμη, όπου ανάμεσα στους φίλους και οπαδούς της συγκαταλέγονταν προσωπικότητες όπως ο Οράτιος, ο Σενέκας, ο Λουκρήτιος πάνω απ᾽ όλους, που το έργο του «Για τη φύση των πραγμάτων» (De rerum natura) αποτελεί ολοκληρωμένη έκθεση της φυσικής θεωρίας του Επίκουρου.

Ανταγωνιστική, ναι και εχθρική, προς τον Κήπο στάθηκε η δεύτερη φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε και άκμασε στα ελληνιστικά χρόνια, η Στοά. Η εξαιρετικά μεγάλη της διάρκεια και οι μεταλλαγές της οδήγησαν τους ιστορικούς της φιλοσοφίας να ξεχωρίζουν, όπως και στην περίπτωση της Ακαδημίας, τρεις φάσεις: την Αρχαία και τη Μέση Στοά στην Ελληνιστική εποχή, και τη Νέα Στοά στους ρωμαϊκούς χρόνους.[Περισσότερα για τη φιλοσοφία της Στοάς στο βιβλίο των Γ. Ζωγραφίδη και Β. Κάλφα, Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, κεφ. 11.]

Ζήνων ο Κιτιεύς

ΖΗΝΩΝ (332-261 π.Χ.)
Γεννήθηκε στο Κίτιο της Κύπρου, αλλά η καταγωγή του ήταν από (το πρ. βασίλειο των Σελευκιδών) στην  Φοινίκη. Είκοσι χρονών βρέθηκε στην Αθήνα, όπου για δέκα χρόνια μαθήτεψε στον Κράτη τον κυνικό, στον Στίλπωνα τον μεγαρικό (σ. 168) και στον Πολέμωνα της Ακαδημίας (σ. 214). Στα τριάντα του άρχισε να δίνει ο ίδιος μαθήματα στην Ποικίλη στοά,[Ποικίλη (πολύχρωμη) ονομαζόταν μια από τις στοές της αθηναϊκής αγοράς, γιατί την κοσμούσαν πλήθος τοιχογραφίες, ανάμεσά τους και η περίφημη «Ιλίου πέρσις» του Πολύγνωτου.] απ᾽ όπου πήρε και το όνομά της η σχολή του. Η διδασκαλία του είχε εξαρχής μεγάλη επιτυχία και συγκέντρωνε πολλούς και σημαντικούς μαθητές.

Οι Αθηναίοι τον στεφάνωσαν όσο ζούσε, και όταν πέθανε του παραχώρησαν, αν και ήταν ξένος(όχι Αθηναίος πολίτης) , δημόσιο τάφο στον Κεραμεικό – για να ξέρουν όλοι, έγραφε το ψήφισμα, ότι ὁ δῆμος τῶν Ἀθηναίων τοὺς ἀγαθοὺς καὶ ζῶντας τιμᾷ καὶ τελευτήσαντας (Διογένης Λαέρτιος 7.12). Η φιλοσοφία του είχε δεχτεί έντονες επιδράσεις, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να διαφέρει σημαντικά τόσο από τα κλασικά συστήματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη όσο και από τη σύγχρονη διδασκαλία του Επίκουρου και των σκεπτικών.
Δική του ήταν η διαίρεση της φιλοσοφίας σε (α) Λογική, με περιεχόμενο τη γνωσιολογία, τη γραμματική, τη ρητορική και τη λογική, (β) Φυσική, με περιεχόμενο την οντολογία, την κοσμολογία, την ψυχολογία και τη θεολογία, και (γ) Ηθική, όπου έδινε και το μεγαλύτερο βάρος. Στόχος της φιλοσοφίας ήταν (τι άλλο;) η ευδαιμονία, με απαραίτητη προϋπόθεση την αρετή.
Μια γνώμη του δείχνει πόσο η σκέψη του ήταν συνταιριασμένη με τις τάσεις της εποχής: «Μη ζούμε οργανωμένοι χώρια σε πόλεις και σε δήμους, έχοντας καθορίσει δικά μας κάθε τόπος δίκαια, αλλά όλους τους ανθρώπους να τους θεωρούμε συνδημότες και συμπολίτες· ένας να είναι ο τρόπος της ζωής και μία η τάξη, όπως σε ένα κοπάδι που συμβόσκει και συντρέφεται ολόκληρο με τον ίδιο κανονισμό.»[Μὴ κατὰ πόλεις μηδὲ δήμους οἰκῶμεν ἰδίοις ἕκαστοι διωρισμένοις δικαίοις, ἀλλὰ πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα δημότας καὶ πολίτας· εἷς δὲ βίος ᾗ καὶ κόσμος, ὥσπερ ἀγέλης συννόμου νόμῳ κοινῷ συντρεφομένης (απόσπ. 262 = Πλούταρχος, Ηθικά 329a-b).]
Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονταν, εκτός από τις φιλοσοφικές του διατριβές Περὶ τοῦ κατὰ φύσιν βίου, Περὶ παθῶν κλπ., και έργα φιλολογικά: Περὶ λέξεων, Περὶ ποιητικῆς ἀκροάσεως και πέντε βιβλία Ὁμηρικῶν προβλημάτων – όλα, εκτός από ελάχιστα αποσπάσματα, χαμένα.

Το Ζήνωνα διαδέχτηκε στη Στοά ο Κλεάνθης από την Άσσο της Τρωάδας (330-232 π.Χ.). Στην Αθήνα είχε έρθει ως φτωχός πυγμάχος, αλλά ενθουσιάστηκε με τη διδασκαλία του Ζήνωνα τόσο ώστε τη νύχτα να δουλεύει στα περιβόλια και την ημέρα να σπουδάζει. Ως επικεφαλής της σχολής ἐφιλοσόφησε γενναιότατα: έμεινε πιστός στις θεωρίες του δασκάλου του, έγραψε πλήθος βιβλία να τις στηρίξει και να τις συμπληρώσει, ανάπτυξε τη στωική θεολογία και συνέθεσε έναν τεχνικά άρτιο και φιλοσοφικά μεστό Ύμνο στον Δία, που μας σώζεται. Ωστόσο, στα χρόνια του η στωική φιλοσοφία αμφισβητήθηκε από πολλές πλευρές και η σχολή ίσως να είχε διαλυθεί, αν δεν τύχαινε ο επόμενος σχολάρχης της, ο Χρύσιππος, να αποδειχτεί τόσο δυναμικός και αξιόλογος.

Χρύσιππος ο Σολεύς Ο φιλόσοφος Χρύσιππος, γιος του Απολλωνίου από την Ταρσό, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους της Στωικής σχολής, θεωρούμενος ως ένας από τους θεμελιωτές της. Γεννήθηκε στους Σόλους ή στην Ταρσό της Κιλικίας

ΧΡΥΣΙΠΠΟΣ (περ. 280-205 π.Χ.)
Εἰ μὴ γὰρ ἦν Χρύσιππος, οὐκ ἂν ἦν στοά.[«Αν δεν υπήρχε ο Χρύσιππος, δε θα υπήρχε ούτε η στοά.»]
Διογένης Λαέρτιος 7.183
Καταγόταν από τους Σόλους της Κιλικίας. Νέος ήρθε στην Αθήνα και αρχικά σπούδασε στην Ακαδημία. Αργότερα προσχώρησε στον στωικισμό και αναδείχτηκε, σε δύσκολους καιρούς, ικανός σχολάρχης και σωτήρας της Στοάς. Άνθρωπος «ευφυής και απότομος […] τσακώθηκε με τον Ζήνωνα, αλλά και με τον Κλεάνθη. Στον τελευταίο έλεγε συχνά ότι του φτάνει να διδάσκεται τα δόγματα· τις αποδείξεις θα τις βρει μονάχος» (Διογένης Λαέρτιος 7.179).
Πραγματικά, η διαλεκτική άνεση που είχε αποχτήσει στην Ακαδημία κγφαι οι συλλογιστικές του ικανότητες τον βοήθησαν πρώτος αυτός να συστηματοποιήσει τη στωική διδασκαλία και να τη στηρίξει σε στέρεες ορθολογικές βάσεις.
Η παράδοση του αποδίδει πάνω από 700 διατριβές, που αφορούσαν όλα σχεδόν τα πεδία της φιλοσοφίας. Έτσι, δεν απορούμε όταν μαθαίνουμε ότι τα συγγράμματά του ήταν συνθεμένα ανέμελα, γεμάτα επαναλήψεις, παλινωδίες και παραθέματα από άλλους συγγραφείς.

Η στροφή της Αρχαίας προς τη Μέση Στοά πραγματοποιήθηκε με τον Παναίτιο από τη Ρόδο (περ. 185-109 π.Χ.). Πριν ενταχθεί στη Στοά, ο Παναίτιος είχε μαθητέψει στον Κράτη, τον άξιο φιλόλογο της Περγάμου (σ. 227). Έζησε στη Ρόδο, όπου ήταν ιερέας του Ποσειδώνα, στη Ρώμη, όπου συντρόφεψε με τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό, και στην Αθήνα, όπου τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του ως επικεφαλής της Στοάς προσέλκυσε και δίδαξε πλήθος αξιόλογους μαθητές. Η φιλοσοφία του, λιγότερο αυστηρή από των προκατόχων του, αποδεχόταν ορισμένες από τις προτάσεις της Ακαδημίας και του Περιπάτου· και σε θέματα ηθικής η διδασκαλία του ήταν προσαρμοσμένη στα ιδανικά των (ρωμαίων) πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών. Τα συγγράμματα του Παναίτιου έχουν χαθεί· όμως το έργο του Κικέρωνα De officiis ακολουθεί σε πολλά τη δική του ομότιτλη διατριβή Περὶ τοῦ καθήκοντος.

Ο Ποσειδώνιος ο Ρόδιος ή ο Απαμεύς ήταν Έλληνας πολυμαθής Στωικός φιλόσοφος, αστρονόμος, γεωγράφος, πολιτικός, ιστορικός και δάσκαλος που γεννήθηκε στην Απάμεια της Συρίας. Τον θεωρούσαν τον πολυμαθέστερο άνθρωπο του κόσμου για την εποχή του

ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟΣ (περ. 135-50 π.Χ.)
Ο Ποσειδώνιος από την Απάμεια ,της Συρίας (πρ. βασίλειο των Σελευκιδών), ήταν μαθητής του Παναίτιου. Για πολλά χρόνια ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γαλατία και τη Βόρεια Αφρική, ώσπου τελικά εγκαταστάθηκε και δίδαξε στη Ρόδο, όπου παρακολούθησαν για λίγο τα μαθήματά του και αναγνώρισαν την αξία του πρώτα ο Κικέρωνας (77 π.Χ.), αργότερα και ο Πομπήιος (66 και 62 π.Χ.).[Χαρακτηριστικό ότι, όταν ο Ποσειδώνιος έγραψε μια ξεχωριστή Περὶ Πομπήιον ἱστορίαν, ο Κικέρωνας ζήλεψε και του έστειλε μιαν έκθεση της δικής του προσωπικής δράσης· όμως η ελπίδα να τον τιμήσει και αυτόν ο φιλόσοφος με ένα του έργο διαψεύστηκε.]
Τα ενδιαφέροντα, αντίστοιχα και τα συγγράμματα, του Ποσειδώνιου δεν περιορίζονταν στην ηθική, τη λογική και τα άλλα καθαυτό φιλοσοφικά πεδία, αλλά επεκτείνονταν και στη θεολογία, την κοσμολογία, την αστρονομία, τη φυσιογνωσία, τη γεωγραφία, την εθνογραφία και την ιστορία. Στο τελευταίο αυτό πεδίο ο Ποσειδώνιος αποφάσισε να συνεχίσει το ιστορικό έργο του Πολύβιου (σ. 207) και έγραψε τη Μετὰ Πολύβιον ἱστορίην σε 56 βιβλία, καλύπτοντας τα χρόνια από το 146 ως το 88 π.Χ.
Το πλάτος των ενδιαφερόντων και η ανθρωπολογική πολυμάθεια του Ποσειδώνιου τον βοήθησαν να διαμορφώσει ένα φιλοσοφικό σύστημα οικουμενικό, ταιριαστό με την ιστορική εικόνα της εποχής, όπου η ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατείχε και καθόριζε τα πάντα. Ενιαίο και ταχτικό το σύμπαν του Ποσειδώνιου περιελάμβανε τους θεούς, τους ανθρώπους και τον φυσικό κόσμο, όλα σε αρμονική συνύπαρξη και συνεργασία, δεμένα με αυτό που οι στωικοί ονόμαζαν συμπάθειαν.
Από τα πάμπολλα έργα του Ποσειδώνιου δε μας σώθηκε κανένα. Μόνο πληροφορίες έχουμε, κάποια παραθέματα και αναφορές, που δείχνουν τη μεγάλη του επίδραση στους μεταγενέστερους στοχαστές, Έλληνες και Ρωμαίους.

Τα έργα του Ποσειδώνιου δεν ήταν τα μόνα που χάθηκαν. Αν εξαιρέσουμε τον Ύμνο στον Δία του Κλεάνθη, από την πλούσια παραγωγή της Αρχαίας και τη Μέσης Στοάς κανένα έργο δε μας έχει σωθεί. Παράξενο, γιατί οι έμμεσες αναφορές και πληροφορίες δείχνουν πως η στωική διδασκαλία είχε μεγάλη απήχηση στη σκέψη όχι μόνο της Ελληνιστικής εποχής αλλά και των αιώνων που ακολούθησαν.
Η τρίτη φιλοσοφική κατεύθυνση που αναπτύχθηκε στα αλεξανδρινά χρόνια, η Σκέψις, δεν οργανώθηκε σε σχολή με την κυριολεκτική έννοια, αλλά βασίστηκε στην προφορική διδασκαλία του Πύρρωνα, όπως διαμορφώθηκε και συμπληρώθηκε από τους μαθητές του.

Ο Πύρρων ο Ηλείος ήταν Έλληνας φιλόσοφος, ιδρυτής της Σχολής του Σκεπτικισμού

ΠΥΡΡΩΝ (περ. 360-270 π.Χ.)
Παντὶ λόγῳ λόγος ἀντίκειται.[«Ο κάθε λόγος έχει (ισότιμο) αντίλογο».]
Διογένης Λαέρτιος 9.74
Γεννήθηκε στην Ηλεία και κατά την παράδοση ακολούθησε τον Μεγαλέξανδρο στην εκστρατεία του ως τις Ινδίες, όπου γνώρισε τη φιλοσοφία των Γυμνοσοφιστών και των Μάγων. Βέβαιο είναι μόνο ότι για πολλά χρόνια έζησε φτωχός και τιμημένος στην πατρίδα του ως ανεξάρτητος δάσκαλος της φιλοσοφίας.
Ο Πύρρων δεν άφησε πίσω του κανένα σύγγραμμα – φυσικά, θα λέγαμε, αφού πίστευε ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια της αλήθειας, ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο και ότι ο κάθε λόγος ισχύει ακριβώς όσο και ο αντίθετός του, δηλαδή καθόλου. Το μόνο που μπορεί και πρέπει να κάνει κανείς είναι να σκέπτεται (δηλαδή να παρατηρεί) τα φαινόμενα, παραμένοντας αδιάφορος, ατάραχος και κατά συνέπεια ευτυχισμένος.
Πρόδρομοι του σκεπτικισμού[Σκεπτικισμός ονομάζεται στην ιστορία της φιλοσοφίας η θεωρία του Πύρρωνα και Σκεπτικοί (φιλόσοφοι) οι οπαδοί της. Ωστόσο, στη νεότερη γλώσσα ο όρος σκεπτικισμός χρησιμοποιείται γενικότερα με τη σημασία της «αμφιβολίας,» της «αμφισβήτησης», ακόμα και της «δυσπιστίας» απέναντι σε κάθε ισχυρισμό· και όσοι τηρούν αυτή τη στάση ονομάζονται «σκεπτικιστές».] μπορούν να θεωρηθούν όλοι όσοι κατά καιρούς είχαν αμφισβητήσει είτε την ίδια την ύπαρξη της αλήθειας είτε τη δυνατότητα των ανθρώπων να την καθορίσουν· όμως η απόλυτη ἐποχή, δηλαδή η άρνηση του σοφού να εκφέρει οποιαδήποτε κρίση, πρέπει να αποδοθεί στη διδασκαλία του Πύρρωνα, απ᾽ όπου και την υιοθέτησαν ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης της Μέσης Ακαδημίας (σ. 214).

Η διδασκαλία του Πύρρωνα συστηματοποιήθηκε και καταγράφηκε πολύ αργότερα, τον 1ο π.Χ. αιώνα, από τον κρητικό Αινεσίδημο που δίδασκε φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια. Τα Πυρρωνείων λόγων ὀκτὼ βιβλία που έγραψε έχουν στο μεγαλύτερο μέρος τους χαθεί· όμως το περιεχόμενό τους μας είναι λίγο πολύ γνωστό από άλλους συγγραφείς, σύγχρονους όπως ο Κικέρων, ή μεταγενέστερους όπως ο Σέξτος ο εμπειρικός (σ. 281).
Στο κεφάλαιο της αλεξανδρινής φιλοσοφίας εντάσσονται τρεις ακόμα συγγραφείς, που προτίμησαν να φιλοσοφήσουν με σατιρική διάθεση, και σε στίχους:

Ο Τίμων από τη Φλιούντα (περ. 320-230 π.Χ.) ήταν μαθητής του Πύρρωνα. Έγραψε πλήθος έργα, πεζά και ποιητικά, ανάμεσά τους και σατιρικούς σίλλους, όπου διακωμωδούσε τα ποικίλα φιλοσοφικά συστήματα και τους εκπροσώπους τους.

Ο Κερκίδας από τη Μεγαλόπολη (περ. 290-220 π.Χ.), πολιτικός, νομοθέτης και θαυμαστής του κυνικού Διογένη, έγραψε ηθικοπλαστικούς Μελιάμβους σε δωρική διάλεκτο, όπου επαινούσε τον Έρωτα όταν έρχεται ευνοϊκός, αλλά κατηγορούσε τον πλούτο και τους θεούς που δεν τον μοιράζουν σωστά.
Σύγχρονος του Κερκίδα και μαθητής των κυνικών ήταν ο Μένιππος από τα Γάδαρα της Συρίας, που με τη σειρά του διακωμώδησε τα φιλοσοφικά συστήματα και τους φιλοσόφους. Τα έργα του, όπου ο πεζός λόγος διανθιζόταν με στίχους, έχουν χαθεί, αλλά η ολοφάνερη επίδρασή τους σε κατοπινούς Έλληνες και Ρωμαίους σατιρικούς συγγραφείς μας επιτρέπει να μαντέψουμε την ευστοχία και την ευρηματικότητά τους.

Ελληνορωμαϊκή εποχή (31 π.Χ.-330 μ.Χ.)
 Ιστορικές συνθήκες

Το 30 π.Χ., με την ενσωμάτωση της Αιγύπτου στην επικράτεια τους, οι Ρωμαίοι ουσιαστικά ολοκλήρωσαν την κατακτητική τους εξόρμηση σε Ανατολή και Δύση. Εξαιρώντας κάποιες περιφερειακές περιοχές, που και αυτές δεν άργησαν να κατακτηθούν, όλος ο γνωστός κόσμος είχε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο αποδεχτεί τη ρωμαϊκή κυριαρχία.
Σύγχρονη με την ενσωμάτωση της Αιγύπτου, και σημαντικότερη ως ιστορικό γεγονός, ήταν η μετατροπή της ιδιότυπης ρωμαϊκής δημοκρατίας σε μονοκρατορία, με πρώτον αυτοκράτορα τον Οκταβιανό Αύγουστο, που κυβέρνησε με επιτυχία από το 29 π.Χ. ως το 14 μ.Χ. – σαράντα τρία χρόνια. Ακολούθησαν σε αδιάσπαστη σειρά περισσότεροι από πενήντα αυτοκράτορες, άλλοι καλοί, άλλοι κακοί, ώσπου στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ο Μέγας εγκαινίασε ως πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τη Νέα Ρώμη, που αργότερα μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπολη.
Φοβεροί στον πόλεμο, οι Ρωμαίοι ήταν σε καιρό ειρήνης συμβιβαστικοί, σχεδόν μεγαλόψυχοι απέναντι στους κατακτημένους, και συχνά τους άφηναν, τουλάχιστο φαινομενικά, να κυβερνιούνται με τους δικούς τους νόμους[Ήδη το 194 π.Χ. ο ρωμαίος έπαρχος Τίτος Κοΐντιος Φλαμινίνος, μετά τη νίκη του στον δεύτερο Μακεδονικό πόλεμο, είχε διακηρύξει ότι αφήνει ἐλευθέρους καὶ ἀφρούρους καὶ ἀφορολογήτους, νόμοις χρωμένοις τοῖς πατρίοις, Κορινθίους, Φωκεῖς, Λοκρούς, Εὐβοέας κ.ά. (Πλούταρχος, Τίτος 10) – αλλά βέβαια η πραγματικότητα αποδείχτηκε διαφορετική. Το ίδιο διακήρυξε το 66 μ.Χ. και ο Νέρων για όλους τους Έλληνες, αλλά λίγα χρόνια αργότερα η απόφασή του ακυρώθηκε από τον Βεσπασιανό.] – φτάνει να μην έθιγαν τα ρωμαϊκά συμφέροντα και να πείθονταν στις επιταγές του αυτοκράτορα, της Συγκλήτου και των διορισμένων εκπροσώπων τους.[Ο Πλούταρχος συμβούλευε όποιον σχεδίαζε να ασχοληθεί με την πολιτική να λέει στον εαυτό του: «Κυβερνιέσαι ο ίδιος, και κυβερνάς πόλη υποταγμένη στους ανθύπατους, τους επιτρόπους του αυτοκράτορα» (Πολιτικὰ παραγγέλματα 17).] Ευεργετική για τους υποτελείς, άτομα και πολιτείες, ήταν η απαλλαγή τους από τη φορολογία, ενώ ύψιστη επιβράβευση για όσους αποδείκνυαν έμπρακτα την αφοσίωσή τους στη Ρώμη ήταν να τους απονεμηθεί ο τίτλος και να τους αναγνωριστούν τα δικαιώματα του ρωμαίου πολίτη. Το τελευταίο γινόταν όλο και συχνότερα όσο προχωρούσαν τα χρόνια, ώσπου το 212 μ.Χ. να ονομαστούν, με διάταγμα του Καρακάλλα, ρωμαίοι πολίτες όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της αυτοκρατορίας.
Η σχετική επιείκεια των Ρωμαίων δεν εμπόδιζε οι κατακτημένες περιοχές να υποφέρουν τα πάνδεινα από τους κατακτητές, που ισοπέδωναν πολιτείες ολόκληρες, καταλήστευαν τους καλλιτεχνικούς και άλλους θησαυρούς και εκμεταλλεύονταν το οικονομικό δυναμικό τους. Φτωχό αντιστάθμισμα στις τόσες συμφορές ήταν για τις ελληνικές περιοχές ο σεβασμός και η εύνοια που έδειχναν ορισμένοι αυτοκράτορες απέναντι στην Αθήνα, την Έφεσο, τους Δελφούς, την Ελευσίνα και άλλα θρησκευτικά και πολιτισμικά κέντρα.
Αξιόλογη δύναμη εκτός από τη Ρώμη δεν υπήρχε στην Ελληνορωμαϊκή εποχή, ούτε και θα μπορούσε να αναπτυχτεί, καθώς πια η Ρώμη επιβαλλόταν με το μέγεθός της και μόνο. Δε σταμάτησαν βέβαια ποτέ τελείως οι πολεμικές επιχειρήσεις στην περιφέρεια, ούτε οι εσωτερικές συγκρούσεις, όταν η διαδοχή των αυτοκρατόρων δεν εξελισσόταν ομαλά· όμως εξεγέρσεις έγιναν ελάχιστες  και σε γενικές γραμμές η ρωμαϊκή ειρήνη κράτησε αιώνες.
Τη γενικότερη πολιτική κατάσταση μπορούμε να την καταλάβουμε καλύτερα διαβάζοντας μια φράση που έγραψε γύρω στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. ένας για μας ανώνυμος συγγραφέας: «Όσο διατηρείται η μνήμη της ελευθερίας και απασχολεί τον υπόδουλο, ο λαός θέλει και προβάλλει ισχυρή αντίσταση· όταν όμως υπερισχύσει το κακό και οι άνθρωποι δε συζητούν πια πώς θα το βγάλουν από πάνω τους αλλά πώς θα ζήσουν ευκολότερα μαζί του, τότε η καταστροφή είναι ολοκληρωτική» (Χίων, Επιστολή 14.2). Μην ξεχνούμε, ωστόσο, ότι κιόλας από τον καιρό του Μεγαλέξανδρου οι λαοί ζούσαν στο πλαίσιο μεγάλων μονοκρατοριών, και ότι η ρωμαϊκή κυριαρχία, όσο δυσάρεστη και αν ήταν, αποτελούσε εγγύηση για την ειρήνη, τον νόμο και την τάξη.

 Φιλοσοφία

Η Αθήνα εξακολούθησε και στα ελληνορωμαϊκά χρόνια να αποτελεί κέντρο φιλοσοφικών σπουδών και ο ρόλος της ενισχύθηκε, όταν το 176 μ.Χ. ο αυτοκράτορας και φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος (σ. 280) φρόντισε να ιδρυθούν στην Αθήνα τέσσερις φιλοσοφικές έδρες, από μία για την Ακαδημία, τον Περίπατο, τη Στοά και τους επικούρειους – όχι φυσικά για τους σκεπτικούς, που αμφισβητούσαν τα πάντα.
Οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές ή κατευθύνσεις εξακολούθησαν να υπάρχουν, με τους εκπροσώπους τους να διδάσκουν, να ερμηνεύουν, να συμπληρώνουν αν όχι και να προάγουν τη σκέψη του ιδρυτή της σχολής και των διαδόχων του. Ωστόσο, ήδη από τα τελευταία ελληνιστικά χρόνια οι φιλόσοφοι είχαν αρχίσει να παραμερίζουν τις διαφορές τους και να συγκλίνουν, φαινόμενο που τώρα, στην Ελληνορωμαϊκή εποχή, γενικεύτηκε: οι οπαδοί μιας σχολής δε δίσταζαν να υιοθετούν ιδέες από άλλες κατευθύνσεις, και η φιλοσοφική σκέψη έτεινε να ενοποιηθεί σε ένα και μόνο σύστημα, εκλεκτικό.
Μην ξεχνούμε ότι στα ελληνορωμαϊκά χρόνια δίπλα στη φιλοσοφία αναπτυσσόταν μια νέα θρησκεία, ο χριστιανισμός, που η αποκαλυπτική διδασκαλία του δεν έλυνε μόνο τα ηθικά προβλήματα και υπαγόρευε έναν ενάρετο τρόπο ζωής, αλλά ακόμα ικανοποιούσε τις μεταφυσικές ανάγκες των πιστών και ξάνοιγε προοπτικές για μια καλύτερη μεταθανάτια ζωή στο υπερπέραν.
Υποχρεωμένη να τον συναγωνιστεί, η φιλοσοφία φυσικό ήταν να δώσει και αυτή έμφαση στις υπερβατικές και μυστηριακές της όψεις. Έτσι, για ένα διάστημα άνθισε πάλι ο πυθαγορισμός· έτσι, στο φιλοσοφικό πεδίο κυριάρχησε τελικά ο νεοπλατωνισμός, που είχε αφομοιώσει πλήθος στοιχεία από άλλες σχολές και παρουσίαζε έντονα μεταφυσικές και μυστικιστικές τάσεις.

Η ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (30 π.Χ.)
Σταθμό στο κατώφλι της Ελληνορωμαϊκής εποχής αποτέλεσε η έκδοση των έργων του Αριστοτέλη από τον Ανδρόνικο (σ. 174 σημ. 156). Όπως ήταν φυσικό, η έκδοση, όπου για πρώτη φορά η αριστοτελική φιλοσοφία παρουσιαζόταν σε όλη της την έκταση και ως ολοκληρωμένο σύστημα (που δεν ήταν, σ. 175), έδωσε στο Λύκειο νέα ζωή – και απασχόληση.

Οι αριστοτελικές πραγματείες ήταν συνοπτικές και δυσνόητες τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη γλώσσα. Έτσι, στις δεκαετίες που ακολούθησαν την έκδοση, μια ολόκληρη σειρά από περιπατητικούς φιλοσόφους ασχολήθηκαν με το να μελετήσουν, να σχολιάσουν, να ερμηνέψουν και να παραφράσουν τα αριστοτελικά έργα, που χωρίς τη φροντίδα τους θα εξακολουθούσαν να μένουν άγνωστα.
Πρώτος ο ίδιος ο Ανδρόνικος από τη Ρόδο ενσωμάτωσε στην έκδοση μια δική του εισαγωγή και πρόσθεσε τη βιογραφία του Αριστοτέλη, έναν κατάλογο των έργων του και ορισμένα σχόλια. Ακολούθησαν ο μαθητής του Βόηθος από τη Σιδώνα, που σχολίασε τα Φυσικά, τις Κατηγορίες και τα Ἀναλυτικὰ πρότερα, ο Ξέναρχος από τη Σελεύκεια, που αν και περιπατητικός διαφωνούσε με βασικές αριστοτελικές θέσεις, ο Νικόλαος από τη Δαμασκό, που τον γνωρίσαμε και ως ιστορικό (σ. 264) κ.ά. Κοινό τους γνώρισμα η τάση να εισάγουν στην αριστοτελική φιλοσοφία, όπως την ερμήνευαν, στοιχεία από την ακαδημαϊκή και στωική θεωρία.

Σημαντικό πνευματικό κέντρο ήταν από τα ελληνιστικά χρόνια, και διατηρήθηκε στην Ελληνορωμαϊκή εποχή, και η Αλεξάνδρεια. Εκεί, όπου η ιουδαϊκή παροικία ήταν, θυμίζουμε, η μεγαλύτερη μετά την ελληνική, πραγματοποιήθηκε, τέλος του 1ου π.Χ. και αρχές του 1ου μ.Χ. αιώνα, μια σημαντική, προχριστιανική, προσέγγιση του ιουδαϊσμού με την ελληνική φιλοσοφία.
(Σ .ΑΡΧΑΙΟΓΝ/ .ή Αλεξάνδρεια ήταν ελληνικότατη  και η  φρουρά της ρωμαϊκής λεγεώνας  αποτελείται κύρια από Έλληνες στρατιώτες ,όπως και με τις λεγεώνες στην Ανατολική Μεσόγειο και δεν είχε απλά μια μεγάλη ελληνική παροικία )

ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ (1ος π.Χ/1ος μ.Χ. αι.)
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από οικογένεια που ήταν οικονομικά ανεξάρτητη, πολιτικά ισχυρή και γλωσσικά εξελληνισμένη, τόσο ώστε ο Φίλων να μη γνωρίζει καν τα εβραϊκά και να συγγράφει τα θεολογικά και φιλοσοφικά του έργα στην Κοινή Ελληνική. Το μόνο που ξέρουμε για τη ζωή του είναι ότι επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ και τη Ρώμη, όπου το 40 μ.Χ. υπερασπίστηκε ως διπλωματικός αποσταλμένος τα συμφέροντα των Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας.
Αφετηρία του είχε πάντα την Παλαιά Διαθήκη, όπως τη γνώριζε από τη μετάφραση των Εβδομήκοντα, και η προσήλωσή του στην ιουδαϊκή πνευματική παράδοση έστεκε ακλόνητη. Ωστόσο, ο ίδιος έδωσε σε δύο από τα έργα του, στον Ἀλέξανδρον και στο Περὶ προνοίας, τη χαρακτηριστικά πλατωνική διαλογική μορφή και δε δίστασε, ερμηνεύοντας τα ιουδαϊκά ιερά κείμενα, να χρησιμοποιήσει ελληνικούς τρόπους προσέγγισης, όπως στο Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίαι, και να υιοθετήσει ελληνικές, στωικές ή άλλες ιδέες, όπως στο Περὶ τὸ πάντα σπουδαῖον εἶναι ἐλεύθερον.
Από τα πάμπολλα έργα του, άλλα, όπως το Περὶ βίου Μωυσέως, διασώθηκαν αυτούσια· άλλα, όπως ορισμένα υπομνήματα στην Πεντάτευχο, σε αρμενική μετάφραση· άλλα, όπως η Ἀπολογία ὑπὲρ Ἰουδαίων, δε μας είναι γνωστά παρά από αποσπάσματα που παράθεσαν στα συγγράμματά τους νεότεροι χριστιανοί συγγραφείς.

Ο Απολλώνιος ο Τυανέας ήταν Έλληνας νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος από τα Τύανα της ρωμαϊκής επαρχίας της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία

ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΤΥΑΝΕΥΣ
Ο Απολλώνιος από τα Τύανα της Κιλικίας (1ος μ.Χ. αι.) ταξίδεψε απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη την αυτοκρατορία κηρύσσοντας τον πυθαγόρειο τρόπο ζωής: την ευσέβεια, την προσευχή, τη λιτότητα, τη χορτοφαγία, τη σεξουαλική εγκράτεια κ.τ.ό. Ο ίδιος δεν έχουμε λόγο να πιστέψουμε πως ήταν απατεώνας, όπως τον χαρακτήρισε, πάντα κακόγλωσσος, ο Λουκιανός. Σίγουρα όμως δεν είχε τα υπερφυσικά χαρίσματα που του απόδιδαν οι οπαδοί του, όταν υποστήριζαν ότι μπορούσε να συνομιλεί με τα ζώα, να διώχνει τα δαιμόνια, να ανασταίνει νεκρούς και, φυλακισμένος, να λύνει τα δεσμά του. Η φήμη του έμεινε ζωντανή και τον 2ο μ.Χ. αιώνα η αυτοκράτειρα Ιουλία Δόμνα ανάθεσε στον Φλάβιο Φιλόστρατο να συγγράψει Τὰ εἰς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον (σ. 261), βιογραφικό έργο όπου τα ιστορικά δεδομένα φυσικό ήταν να έχουν υποχωρήσει μπροστά στον κυρίαρχο θρύλο.
Από τα δικά του έργα το Τελευταὶ ἢ περὶ θυσιῶν και το Περὶ τοῦ πυθαγορικοῦ βίου έχουν χαθεί. Σώθηκαν όμως 77 επιστολές, ανάμεσά τους και μερικές που δεν αποκλείεται να τις έχει γράψει ο ίδιος.
Ο Απολλώνιος δεν ήταν ο μόνος που κήρυξε με επιτυχία την πυθαγόρεια φιλοσοφία.
Οι μυστικιστικές-θεολογικές διαστάσεις της διδασκαλίας του Πυθαγόρα φυσικό ήταν να έχουν απήχηση σε μια κοινωνία που αναζητούσε μεταφυσικά στηρίγματα. Έτσι, δεν απορούμε όταν στα ελληνορωμαϊκά χρόνια κυκλοφορούσαν ευρύτατα, άγνωστο πότε και από ποιον γραμμένα, τα Χρυσᾶ ἔπη (αποφθέγματα) του Πυθαγόρα, ή όταν ορισμένοι (νεο)πυθαγόρειοι φιλόσοφοι,[Είναι άραγε σύμπτωση όταν οι τρεις σπουδαιότεροι, ο Μοδεράτος από τα Γάδαρα (1ος μ.Χ. αι.), ο Νικόμαχος από τα Γέρασα (1ος/2ος μ.Χ. αι.) και ο Νουμήνιος από την Απάμεια (2ος μ.Χ. αι.), κατάγονταν όλοι από τη Συρία;] συνδυάζοντας στα έργα τους την πυθαγόρεια με την πλατωνική θεωρία, άνοιξαν δρόμους προς τον νεοπλατωνισμό.

Η στωική φιλοσοφία αντιπροσωπεύτηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα με μια ομάδα από φιλοσόφους που όλοι τους, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, κινήθηκαν στα πεδία της αλληγορίας. Ο Κορνούτος από τη Λέπτη της Λιβύης ερμήνευσε το ελληνικό θεολογικό σύστημα ταυτίζοντας τον Δία με την ψυχή, την Ήρα με τον αέρα, την Αθηνά με τη σοφία κλπ.· ο ψευδεπίγραφος Κέβητος Θηβαίου Πίναξ, δεν ανήκει βέβαια στον Κέβη τον σωκρατικό (σ. 167) αλλά σε έναν για μας ανώνυμο φιλόσοφο που θέλησε, ερμηνεύοντας μιαν ολοφάνερα φανταστική, αλληγορική εικόνα, να συστήσει τον στωικό δρόμο προς την ευδαιμονία, όπου κανείς δε φτάνει με την ψευδοπαιδείαν της μουσικής, της αριθμητικής, της ρητορικής κλπ., αλλά μόνο με την εγκράτεια, την καρτερία και τις άλλες ηθικές αρετές· στα χέρια μας έφτασε και το Ὁμηρικαὶ ἀλληγορίαι του Ηράκλειτου από τον Πόντο (;), όπου π.χ. υποστηρίζεται ότι τα βέλη του Απόλλωνα στην αρχή της Ιλιάδας άλλο δεν είναι από τις ακτίνες του ήλιου, που προκαλούν επιδημίες και ξηρασία.

ΠΗΓΗ: theancientwebgreece.wordpress.com

Use Facebook to Comment on this Post