Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν την τιμή να επισκεφτούν την Υπερβόρεια, ανάμεσα στους οποίους βρίσκουμε τα ονόματα του Περσέα (καθοδηγούμενος από την Αθηνά) και του Ηρακλή (εκεί βρίσκονταν τα Μήλα των Εσπερίδων).
Στη σωζώμενη αρχαιοελληνική βιβλιογραφία συναντάει κανείς πλήθος αναφορών στη θρυλική χώρα, ο «απόηχος» των οποίων είναι αισθητός και στους συγγραφείς των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, χωρίς όμως ποτέ οι αναφορές αυτές να γίνονται συγκεκριμένες, ενώ δεν λείπουν και οι αντιφάσεις (κυρίως όσον αφορά στην ακριβή της τοποθεσία).
Το γεγονός αυτό ώθησε τους περισσότερους μεταγενέστερους αναλυτές στην εκτίμηση ότι επρόκειτο περισσότερο για μια ουτοπική, ιδανική κοινωνία, ένα κοινωνικό «παράδειγμα προς μίμηση» για τους Έλληνες, παρά για έναν υπαρκτό τόπο, τον οποίο θα μπορούσε κάποιος να ανακαλύψει και να επισκεφθεί.
Ωστόσο, στις συγκεκριμένες προφορικές παραδόσεις που συνοψίζει στο έργο του, βρίσκουμε και την αναφορά των Δηλίων ότι οι Υπερβόρειοι έστελναν κατά το παρελθόν τους πρώτους τους καρπούς στο ιερό νησί του Απόλλωνα, με τη συνοδεία πομπής δύο νεαρών παρθένων, της Υπέροχης και της Λαοδίκης, και πέντε ανδρών.
Μάλιστα, την εποχή, λοιπόν, που ο Ηρόδοτος συνέγραφε τα πολύτιμα ιστορικά και λαογραφικά του κείμενα, οι προσφορές των Υπερβορείων εξακολουθούσαν να μεταφέρονται από τους Σκύθες έως τη Δωδώνη και από εκεί κατέληγαν στη Δήλο, με ενδιάμεσους σταθμούς την Εύβοια, την Άνδρο και την Τήνο.
Μία άλλη σημαντική πληροφορία για τη χώρα των Υπερβορείων προέρχεται από τις ωδές του Πινδάρου και συγκεκριμένα από τα Ίσθμια (ωδή 6), προσδιορίζοντας όχι αυτή βρίσκεται στο τέλος του γνωστού κόσμου, ενώ ο Διόδωρος ο Σικελός (2.47.5) αναφέρει ότι «εχειν δε τους Υπερβορείους ιδίαν τινά διάλεκτον» (έχουν κάποια δική τους διάλεκτο).
Στη συνέχεια του κειμένου, ο ίδιος συγγραφέας παραθέτει ότι «προς τους Έλληνας οικειότατα διαχεϊσθαι, καί μάλιστα προς τους Αθηναίους καί τους Δηλίους, εκ παλαιών χρόνων» (αισθάνονται από παλαιότερες εποχές πολύ οικείους τους Έλληνες, ιδίως τους Αθηναίους και τους Δηλίους), για να καταλήξει στη συνέχεια ότι αφιερώνουν (στον Απόλλωνα;) «αναθήματα πολυτελή, γράμμα-σιν Έλληνικοίς έπιγεγραμμένα».
Ύστερα από τα παραπάνω, είναι δυνατόν να διατυπωθεί με ασφάλεια η υπόθεση ότι οι σοφοί, αλλά και ικανότατοι μάγοι, Υπερβόρειοι είναι ένα γένος, εάν όχι αμιγώς ελληνικό, σίγουρα συγγενικό προς την Ελλάδα και τους Έλληνες που έκαναν χρήση του ελληνικού αλφαβήτου στα ιερά τους αναθήματα.
Ενδεικτικός ως προς τα παραπάνω είναι ο διάλογος Φιλοψευδής ή Απιστιών του «παραμυθά» Λουκιανού (έργο από το οποίο ο Ντίσνεϋ εντέχνως «δανείστηκε» και την υπόθεση της περίφημης Φαντασίας του) σχετικά με έναν Υπερβόρειο, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Ελλάδα πετώντας και άφησε τους πάντες άφωνους πραγματοποιώντας διάφορα «θαύματα» – στο κείμενο αναφέρεται ότι περπατούσε στο νερό ή στον αέρα, περνούσε μέσα από τη φωτιά χωρίς να καίγεται, καλούσε δαίμονες και νεκρούς, είχε δημιουργήσει έναν αγγελιοφόρο από πηλό κ.λπ.
Η ιστορία του Λουκιανού εικάζεται ότι είχε ως αφετηρία ένα μάλλον πραγματικό -καθώς μνημονεύεται από πληθώρα αρχαίων συγγραφέων- περιστατικό, που δεν είναι άλλο από την επίσκεψη στην Ελλάδα του θρυλικού Υπερβορείου, Άβαρη (Άβαρις).
0 Αβάρις ήταν ένας ιερέας του Απόλλωνα, για τον οποίο ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι είχε κάνει τον γύρο του κόσμου πετώντας με το βέλος του Απόλλωνα και χωρίς να τρώει (4.36) ενώ, σύμφωνα με τη βιογραφία του Πυθαγόρα από τον Ιάμβλιχο, ήταν δάσκαλος του μεγάλου Έλληνα σοφού, με τον οποίο και εμφανίστηκε στην αυλή του τυράννου της Σικελίας, και είχε «καθαρίσει» τη Σπάρτη και την Κνωσό από επιδημίες. Τέλος, σύμφωνα με τον Παυσανία (9.10), σε αυτόν ήταν αφιερωμένος ένας ναός στην Σπάρτη.
Εάν δεχτούμε ως αληθείς τους ισχυρισμούς του Ιαμβλίχου, του Ηροδότου και του Πινδάρου, οι Υπερβόρειοι, εκτός από ευσεβείς και σεμνοί, θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα εξελιγμένοι και εγκεφαλικά/πνευματικά, σε σημείο ώστε να έχουν υπερβεί την ύλη – αυτό, τουλάχιστον, καταδεικνύουν οι μαρτυρίες ότι ήταν απρόσβλητοι από το γήρας και τις ασθένειες, ότι είχαν σε υψηλή εκτίμηση τις τέχνες και ότι ζούσαν σε απόλυτη κοινωνική αρμονία.
Πού βρισκόταν η Υπερβόρεια;
Οι μάλλον ασαφείς και συχνά αντιφατικές πληροφορίες της αρχαίας ελληνικής βιβλιογραφίας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η άγνωστη χώρα θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε στον μακρινά Βορρά, στα «πέρατα της Γης» για τον ελληνικό προκλασικό κόσμο. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάλυση του ζητήματος των Υπερβορείων θα μας αποκάλυπτε ότι οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς δεν αποτελούν τη μοναδική διαθέσιμη πηγή πληροφόρησης αναφορικά με τον εξελιγμένο αυτόν πολιτισμό.
Το 77 π.Χ., ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο πρεσβύτερος συνέγραψε ένα εντυπωσιακό πολύτομο έργο, την περίφημη Naturalis Historia (Φυσική Ιστορία), χρησιμοποιώντας, όπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογο του έργου, ως πηγές περίπου 20.000 πληροφορίες και ιστορικά γεγονότα, από 2.000 βιβλία 100 επίλεκτων συγγραφέων! Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πηγών του Ρωμαίου «σοφού» προέρχεται από Έλληνες συγγραφείς, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι σκοπός του φιλόδοξου αυτού εγχειρήματος ήταν η συγκέντρωση σε ένα ενιαίο έργο ολόκληρου του σώματος της γνώσης του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Στις συγκεκριμένες ενότητες βρίσκουμε και τα ακόλουθα (4.26):
«Πέρα από τον Aquilon, μπορεί κανείς να βρει έναν ευλογημένο λαό, τα μέλη του οποίου αποκαλούνται, σύμφωνα με την παράδοση, Υπερβόρειοι. Οι άνθρωποι αυτοί φτάνουν σε απίστευτη ηλικία. Πολλά θαυμαστά αναφέρονται για αυτό το έθνος. … Η χώρα είναι λουσμένη στο φως του Ηλίου και απολαμβάνει ευχάριστη θερμοκρασία.
Η δυσαρμονία εκεί είναι άγνωστη και το ίδιο συμβαίνει με την ασθένεια. Οι άνθρωποι εκεί δεν πεθαίνουν, παρά μόνο από την ‘κόπωση’ της ζωής. Μετά από ένα εορταστικό δείπνο, όποιος επιθυμεί να πεθάνει, χορτασμένος από τις χαρές της ζωής σε μεγάλη ηλικία, πηδάει στη θάλασσα από έναν απόκρημνο βράχο. Έτσι είναι γι’ αυτούς ο πιο ευτυχισμένος τρόπος να ζει κανείς. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη αυτής της χώρας, η οποία περιγράφεται από πολλές αυθεντίες».
Εδώ, ωστόσο, υπάρχει μια αξιοσημείωτη λεπτομέρεια: Η πληροφορία ότι η επικράτεια των Υπερβορείων περιλαμβάνει τα «όρια της πορείας των άστρων» έρχεται να προστεθεί στο «σχόλιο» του Πινδάρου ότι είναι αδύνα το να επισκεφθεί κανείς τη μυστηριώδη χώρα από στεριάς ή θαλάσσης κ.α., θίγοντας και το ενδεχόμενο η μυθική Υπερβόρεια να μη βρίσκεται καν στον πλανήτη μας.
Επιστρέφοντας τώρα στο απόσπασμα του Πλινίου, όσο κι αν ψάξει κανείς στην αρχαία βιβλιογραφία, πολύ δύσκολα θα βρει μία πληρέστερη περιγραφή σχετικά με την αινιγματική χώρα και τους κατοίκους της. Σύμφωνα με την επίσημη βιβλιογραφία, το όνομα Aquilon αναφέρεται στον Βόρειο Άνεμο, ακολουθώντας την Ελληνική παράδοση.
Βιβλιογραφία
• Ηρόδοτος, «Μελπωμένη», τόμος 4, εκδ. Κάκτος, 1992 • Διόδωρος Σικελιώτης, «Βιβλίο Β», εκδ, Κάκτος, 1997 • Λουκιανός, «Φιλοψευ-δής ή Απιστιών», εκδ. Πατάκη, 1998 • Πίνδαρος, Βακχυλίδης, «Λυ¬ρικοί Ποιητε’ς», τόμοι 2, 3, 4, 8, εκδ. Κάκτος, 2001, 2002 • Παυσανίας, Απαντα, εκδ. Κάκτος, 1992 • Trevor Murphy, «Pliny the Elder’s Natural History: The Empire in the Encyclopedia», εκδ, Oxford University Press, 2004 • Πυθαγόρας, «Προσωκρατικοί», τό¬μοι 4, 5, 6, εκδ. Κάκτος, 1999 • Στράβων, «Γεωγραφικά», τόμοι 4, 5, εκδ. Κάκτος, 1994 • Πλάτων, «Τίμαιος, Κριτίας», εκδ. Κάκτος, 1993 • Pierre Roland Giot, «Prehistory in Brittany», Editions d’Art, 1995