Ο Φαέθοντας που τον λένε και Φαέθωνα, ήταν ένας ωραίος και τολμηρός νέος που ζούσε με τη μητέρα του την Κλυμένη στη γή. Θαύμαζε τον πατέρα του και το ωραίο του έργο και πάντα ονειρευόταν να ..βρει μια…ευκαιρία να πετάξει ψηλά στον ουρανό με το ολόχρυσο άρμα του Ήλιου. Μια μέρα ο Έπαφος, ο γιος του Δία και της Ιώς, της βασιλοπούλας του Άργους, πρόσβαλε το γιο της Κλυμένης.Πολύ υπερηφανευόταν ο Έπαφος για την καταγωγή του και για να πειράξει τον Φαέθοντα, είπε:
– Ψέμματα σου λέει η μάνα σου. Δεν είσαι γιος του Ήλιου. Και το χειρότερο είναι πως ποτέ δε θα μπορέσεις να μάθεις ποιανού θνητού πατέρα είσαι γιος. Για τον νεαρό γιο της Κλυμένης η προσβολή ήταν αβάσταχτη. «Καλύτερα μια σαϊτιά στο στήθος παρά τα λόγια που άκουσα», ψιθύρισε με πόνο κι αμέσως έτρεξε στη μητέρα του και της είπε για τα προσβλητικά λόγια που του πέταξε ο Έπαφος.
– Δε θα το ‘χα ποτέ για ντροπή να είμαι γιος ενός θνητού.
Μα ντρέπομαι αφάνταστα στη σκέψη πως μ’ έχει κοροϊδέψει η ίδια μου η μάνα.
– Παιδί μου, τι είναι αυτά που λες! Μπορούσα εγώ ποτέ να σε γελάσω;
Πήγαινε απόψε κιόλας στο παλάτι του πατέρα σου, του Ήλιου, για να στο πει και μόνος του, να μη στενοχωριέσαι, γιε μου.
Έτρεξε ο Φαέθοντας στα ολόχρυσα παλάτια του φωτεινού θεού και μόλις βλέπει τον πατέρα του, του λέει:
– Ήλιε λαμπρέ, πατέρα σ’ έλεγα πάντα, μα δεν ξέρω αν πρέπει να σε λέω έτσι κι από δω κι εμπρός.
Και του είπε για την υποψία που σφηνώθηκε στο νου του.
– Ποιός είναι αυτός που σου ΄πε τέτοια λόγια; Και θα τον κάψω αμέσως για να δουν όλοι πως δεν μπορεί κανένας να προσβάλλει το γιο του Ήλιου!
– Δε θέλω να τον κάψεις πατέρα, μα θέλω να μου δώσεις αποδείξεις που θα βουλώσουν το στόμα αυτουνού του παλιο-Έπαφου.
– Χα, χα, χα, έκανε ο Ήλιος, ο Έπαφος, ο χωρατατζής. Μα αξίζει να σκας για ένα αστείο του Έπαφου;
– Δεν ήταν αστείο, πατέρα. Μιλούσε σοβαρά. Δεν μπορώ πια να τον ξαναντικρίσω.
Καλύτερα να χαθώ για πάντα, παρά να με χλευάζουνε και να μου λένε πως ποτέ δε θα μπορέσω να μάθω ποιανού πατέρα είμαι γιος.
– Να το φωνάζεις σ’ όλους πως είσαι γιος μου και μάνα σου η Κλυμένη. Αυτό να κάνεις.
– Ναι, αλλά εμένα ποιος θα με πιστέψει;
– Και τι μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω; Λέει με πόνο ο Ήλιος στο παιδί του.
– Ορκίσου πρώτα πως θα μου κάνεις όποια χάρη σου ζητήσω.
– Δεν πιστεύω πως αξίζει να ορκιστώ, μα σε βλέπω τόσο ταραγμένο και για να ηρεμήσεις, ναι, στ’ ορκίζομαι.
Ορκίζομαι στα ιερά νερά της Στύγας πως θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις. Και τότε ο τολμηρός νέος είπε:
– Θέλω να οδηγήσω μια μονάχα μέρα το άρμα σου μέσα απ’ τον ουράνιο δρόμο. – Ω! Τι μου ζήτησες, Φαέθοντα, παιδί μου! Ούτε ο ίδιος ο Δίας, που είναι ο πιο δυνατός απ’ όλους τους θεούς, δεν μπορεί να οδηγήσει αυτό το άρμα. Ό,τι άλλο θέλεις ζήτησέ μου.Μη μου γυρεύεις όμως το χαμό σου.
– Δε ζητώ το χαμό μου. Να πετάξω θέλω κι ορκίστηκες πως θα μ’ αφήσεις.
– Ναι, ορκίστηκα. Κι απλή υπόσχεση να είχα δώσει δε θα μπορούσα να την πάρω πίσω.
Πώς λοιπόν να πάρω πίσω τον όρκο που έδωσα πάνω στα ιερά νερά της Στύγας; Μα άλλο σου λέω.
Άλλαξε εσύ αυτό που ζητάς. Χιλιάδες είναι τα δώρα που θα μπορούσα να σου κάνω κι εσύ διάλεξες αυτό που είναι η καταστροφή σου και το τέλος σου.
– Δεν έχω τίποτ’ άλλο να ζητήσω. Αν είμαι γιος σου δώσε μου το άρμα να πετάξω ψηλά στον ουρανό, τον κόσμο να φωτίσω κι ήλιος να γίνω, έστω και μια μέρα μόνο. Κι ύστερα, αυτό είναι σίγουρο, κανένας δε θα τολμήσει πια να με προσβάλει.
– Έχεις ορμή και τόλμη, γιέ μου, μα είσαι παιδί και θα χαθείς, και είναι κρίμα. Στο λέω ξανά.
Δεν είναι αργά. Άλλαξε γνώμη! Δε σ’ ακούνε αυτά τ’ άλογα. Κατάλαβέ το!
Τέρατα απαίσια θα σε τρομάξουν και σαν λοξοδρομήσεις θα τελειώσουν όλα.
Μα ο Φαέθοντας έπεσε κλαίγοντας στα γόνατα του πατέρα του και τον παρακαλούσε.
Κι εκείνος, που’χε δώσει όρκο ιερό, κατάλαβε πως δε μπορούσε πια να κάνει τίποτ’ άλλο παρά μόνο να συντρέξει, αλίμονο, στο χαμό του γιου του.
Αν και δεν πίστευε πως υπάρχει τρόπος να τον σώσει, πήρε μια μαγική αλοιφή κι άλειψε όλο το σώμα του παιδιού του για να μη μπορούν να του κάψουν οι φλόγες το κορμί κι ύστερα, απελπισμένος είπε:
– Σφιχτά να κρατάς τα χαλινάρια, μην καταλάβουν τ’ άλογα πως έχουν αδύναμο αναβάτη. Μη χρησιμοποιήσεις καθόλου το μαστίγιο και τ’ αγριέψεις.
Οδήγησέ τα μέσα από τις αρματοτροχιές που θα δεις στον ουρανό. Πρόσεχε όταν θ’ ανεβαίνεις, μη λοξοδρομήσεις και χαθείς. Σαν φτάσεις ψηλά, μην κοιτάς κάτω και ζαλιστείς. Και στον κατήφορο τράβα δυνατά τα χαλινάρια μην κατρακυλήσει το άρμα σου και συντριβεί στη γη. Μα ανώφελα λόγια είναι όλα τούτα σου λέω. Άσε να οδηγήσω εγώ το άρμα. Ήρθε η ώρα να φωτίσουμε τη γη. Να, η Ηώ άνοιξε την πόρτα. Γρήγορος όμως ο Φαέθοντας πηδάει στο άρμα, αρπάζει τα χαλινάρια και τα τραβάει με δύναμη.
Αποχαιρετά βιαστικά τον πατέρα του, ενώ τ’ άλογα ανοίγουν τα λευκά φτερά τους κι αλαφροπατώντας βγαίνουν απ΄τη μεγάλη πύλη των παλατιών του Ήλιου. – Πού πας, Φαέθοντα, παιδί μου! Φωνάζει τρέχοντας πίσω του ο ΄Ηλιος. Φαέθοντα! γύρνα πίσω! θα χαθείς! Αχ, νιάτα, παράτολμα νιάτα! Πως σας τραβάει το άγνωστο, το βάθος τ’ ουρανού, το φως του ήλιου! Ω, πόσο είναι άδικο μια τέτοια τόλμη να χαθεί μέσα στον κατασκότεινο Άδη! Φαέθοντα! Φαέθοντα! Μ’ ακούς; Γύρνα πίσω! Εκείνος όμως δεν τον ακούει πια. Τ΄άλογα αρχίζουν ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό και η χαρά του δε λέγεται. Ο Έπαφος δε θα τολμήσει ποτέ να τον ξαναπροσβάλει! Μα γι’ αυτό δε νοιάζεται πια. Για κάτι άλλο που έχει πιο μεγάλη αξία τον νοιάζει τώρα καθώς το φωτεινό άρμα αφήνει τη γη και οι χρυσές αχτίδες του ήλιου χαρίζουν στον κόσμο φως, ζεστασιά, ζωή. «Αλήθεια, πόσο σπουδαίο πράγμα είναι να μπορείς να κάνεις το καλό», σκέφτεται ο Φαέθοντας.
«Αχ, ας γινόταν να οδηγούσα πιο συχνά αυτό το άρμα!»
Αλλά μ’ αυτές τις σκέψεις ο γιος του Ήλιου ξεχάστηκε.. Τ΄άλογα νιώσαν ακυβέρνητα.
Κατάλαβαν πως το άρμα είναι πιο ελαφρύ κι άρχισαν να τρέχουν καλπάζοντας και βγήκαν απ’ το δρόμο τους.
Έχασε ο Φαέθοντας τις αρματοτροχιές από τα μάτια του και τότε κατάλαβε τι κίνδυνος τον απειλούσε.
Προσπάθησε ν’ άλλάξει την πορεία του, μα τ’ άλογα δεν τον ακούν και τρέχουν για το άγνωστο.
Ξαφνικά ένας τεράστιος σκορπιός σαλεύει στον ουρανό.
Ο Φαέθοντας τα χάνει και τρομαγμένος αφήνει τα χαλινάρια, κι αυτό ήταν η αρχή του τέλους.
Τ΄άλογα λεύτερα τρέχουν όπου θέλουν. Πότε κατεβαίνουν χαμηλά και τότε η γη αρπάζει φωτιά, πότε ανεβαίνουν ψηλά και τότε πυρπολείται ο ουρανός.
Ο παράτολμος νέος πνίγεται καθώς αναπνέει τον πυρωμένο αέρα. Τίποτα πια δε μπορεί να κάνει. Ούτε το δρόμο ξέρει, ούτε τ’ άλογα μπορεί να δαμάσει. Μετανοεί πικρά που δεν άκουσε τις συμβουλές του πατέρα του, μα είναι πια πολύ αργά. Τώρα όλη η πλάση είναι μια κόλαση. Η γη κάτω καίγεται. Οι φλόγες τυλίγουν τον δίκορφο Παρνασσό. Πήρε φωτικά ήδη η Ίδη και το ισκιωμένο Πήλιο.
Καίγεται ο δασωμένος Ελικώνας και ο ψηλός Ταϋγετος. Πυρπολίζεται κι ο Καύκασος μ’ όλα τα δάση της Ασίας. Αφανίζονται πολιτείες και λαοί.
Ξεραίνονται οι πηγές και τα ρυάκια, κι οι νύμφες τρέχουν να κρυφτούν στις πιο βαθιές σπηλιές. Κοχλάζουν και τα πιο μεγάλα ποτάμια, ακόμα κι αυτός ο Νείλος κι ο Ευφράτης. Όλη η θάλασσα βράζει κι η γη ξεραίνεται και σχίζεται βαθιά, τόσο βαθιά που οι φλογερές αχτίδες του ήλιου φτάνουν και σ’ αυτόν τον κατασκότεινο Άδη.
Σηκώνεται τότε η θεά Γη, η μητέρα όλων και βροντοφωνάζει στον Όλυμπο:
– Δία βασιλιά, εσύ που κυβερνάς αυτόν τον κόσμο, δε βλέπεις τη φωτιά που τύλιξε τη γη!
Πρέπει να χαθώ κι εγώ με τα ποτάμια και τα ισκιωμένα δάση! Πρέπει να χαθούν όλες οι φυλές των ανθρώπων κι ό,τι ζωντανό τρέφεται στα χώματά μου! Θέλεις να βασιλέψει πάλι το χάος το πρωταρχικό, κι ό,τι έγινε ως τώρα να χαθεί: γη κι ουρανός, θεοί και άνθρωποι, ζωή κι αγάπη!
Δία τρανέ, κυρίαρχε του κόσμου, σώσε τώρα τη γη απ’ τη φωτιά, γιατί σε λίγο θα είναι πια πολύ αργά. Και ξαφνικά ξεπροβάλλει πάνω από ένα σύννεφο ο μεγάλος Δίας.
Και σηκώνοντας το δεξί του χέρι, αμολάει μια αστραπή, που έσβησε αμέσως την πυρκαγιά σ’ ολόκληρη τη γη. Ύστερα ρίχνει έναν κεραυνό που χτυπά το άρμα του Φαέθοντα και το κάνει συντρίμμια.
Σαν πεφταστέρι τινάζεται ο γιος του Ήλιου και με τα μαλλιά να φλέγονται πέφτει στον ποταμό Ηριδανό στην άκρη του κόσμου.
Με αβάσταχτο πόνο οι θεές Εσπερίδες τρέξανε και μάζεψαν τον νεκρό Φαέθοντα και με κλάματα τον θάψανε στην ακροποταμιά.
Την άλλη μέρα ο λαμπερός Ήλιος δε φάνηκε στον ουρανό.
Θρηνούσε το γιο του που ήθελε να πετάξει ψηλά και χάθηκε γιατί δεν πίστεψε πως του έλειπε η δύναμη να το κάνει.
Μα ο μεγάλος θεός έχει και μια κρυφή περηφάνεια. Αν ο Φαέθοντας πέθανε, η ανάμνησή του θα μείνει για πάντα στην καρδιά των ανθρώπων.
Ο θεός Ήλιος ξέρει πως χάρη στους τολμηρούς και τους άφοβους έγινε ό,τι καλό υπάρχει σ’ αυτή τη γη. Μα αν ο Ήλιος άντεχε τον πόνο του, η μάνα του Φαέθοντα θρηνούσε απαρηγόρητα.
Σαν τρελή έψαχνε να βρει το κουφάρι του γιου της. Κάποτε βρήκε τον τάφο του κι απάνω εκεί έκλαψε απελπισμένα. Οι κόρες της, οι Ηλιάδες, οι αδελφές του Φαέθοντα, θρηνούσαν κι αυτές με δάκρυα πικρά πλάι στον τάφο του αδερφού τους κι εκεί κλαίγανε ατέλειωτα μερόνυχτα, ώσπου οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε ιτιές.
Οι ιτιές – Ηλιάδες ρίζωσαν στην ακροποταμιά και γείραν τα κλαδιά τους πάνω από τις όχθες του Ηριδανού για να στάζουν τα δάκρυά τους στο ποτάμι. Κι είναι από τότε που αυτά τα δέντρα ονομάζονται κλαίουσες ιτιές.
Αυτός είναι ο μύθος του Φαέθοντα, του τολμηρού νέου που χάθηκε γιατί δεν άκουσε τη συμβουλή του πατέρα του, του παντογνώστη Ήλιου.
Αν τύχει όμως και ξαναδιαβάσετε κάπου αλλού αυτόν τον μύθο, μπορεί εκεί να δείτε πως μητέρα του Φαέθοντα δεν ήταν η Κλυμένη, αλλά η Ρόδη.
Μα αυτό δεν έχει καμιά σημασία γιατί όλοι οι μύθοι αλλάζουν λίγο ή πολύ από τόπο σε τόπο και η Ρόδος είχε κάθε λόγο να έχει ένα δικό της μύθο για τον Ήλιο.
Η Ρόδη ήταν μια νύμφη που ο Ήλιος τη γνώρισε και την αγάπησε στο νησί που αργότερα πήρε τ’ όνομά της.
Τη Ρόδο. Με τη Ρόδη ο Ήλιος έκανε πολλά παιδιά.
Ένα από αυτά, μερικοί λέγανε, πως ήταν κι ο Φαέθοντας. Τρεις εγγονοί του Ήλιου και της Ρόδης ήταν ο Λίνδος,
ο Ιαλυσός και ο Κάμειρος που έχτισαν τις τρεις ροδίτικες πόλεις που έχουν τα ονόματά τους.
Στη Ρόδο, ο Ήλιος λατρευόταν όσο κανένας άλλος θεός. Στην πόλη της Ρόδου του έχτισαν ολόλαμπρο ναό και για να τον δοξάσουν έκαναν κάθε πέντε χρόνια μεγάλες γιορτές: τα Ηλίεια με αθλητικούς αγώνες, αρματοδρομίες και καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς.
Ο περίφημος κολοσσός της Ρόδου, που ήταν το μεγαλύτερο άγαλμα που υπήρχε στην Ελλάδα, παρίστανε το θεό ΄Ηλιο. Ήταν έργο του Χάρη από τη Λίνδο και θεωρήθηκε ένα από τα εφτά θαύματα του κόσμου.
Με άλλα λόγια, η Ρόδος ήταν ένα νησί αφιερωμένο στο μεγάλο θεό της ημέρας.
Ο Ήλιος κέρδισε τη Ρόδο κάπως περίεργα.
Όταν οι θεοί μοίρασαν τον κόσμο, εκείνος έλειπε και ξέχασαν να του βγάλουν μερίδιο.
Μα ο θεός που σκορπά τη ζεστασιά στον κόσμο δεν κακοκάρδισε.
– Δεν πειράζει, είπε. Σήμερα, όταν ήμουν μεσοστρατίς στον ουρανό, είδα ένα νέο νησί να βγαίνει από τη θάλασσα.
Αν μου το δώσετε, θα μείνω πολύ ευχαριστημένος.
Οι θεοί φυσικά του το έδωσαν πρόθυμα, γιατί αλλιώς θα έπρεπε να ξανακάνουν διανομή.
Το νησί αυτό είναι η σημερινή μαγευτική και ηλιόλουστη Ρόδος.
Ο αστεροειδής 3200 Φαέθων (3200 Phaethon), που ανακαλύφθηκε το 1983 και πλησιάζει πολύ τον Ήλιο, πήρε το όνομά του από τον μυθικό αυτό γιο του Ηλίου.
Use Facebook to Comment on this Post