της Ελένης Λαδιά*
Ο Νόννος ο Παναπολίτης, επικός ποιητής του 5ου μ.Χ. αι., γεννήθηκε στην Πανόπολη (το σημερινό Αχμίμ της Άνω Αιγύπτου) και αναφέρεται πως έζησε στην Αλεξάνδρεια. Μολονότι ειδωλολάτρης, στο τέλος της ζωής του εκχριστιανίσθηκε και έκανε μάλιστα την παράφραση του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Από τα Διονυσιακά του, που θεωρείται το μεγαλύτερο έπος της αρχαιότητας (48 ραψωδίες σε 21.000 δακτυλικούς στίχους,) και έχει θέμα την εκστρατεία του θεού Διονύσου στις Ινδίες, ξεχωρίζω μερικά σημαντικά μυθολογικά επεισόδια, εμβόλιμα στο έπος, που το διανθίζουν και το λαμπρύνουν. Σε αυτά τα επεισόδια θα χρησιμοποιήσω για το καθένα δικό μου υπότιτλο. Δημοσιεύονται σε συνέχειες.
4. Αστραίος ο αστρολόγος
Οι Ορφικοί δέχονται για την Περσεφόνη δυo σημαντικά γεγονότα στην ζωή της: την αρπαγή από τον Πλούτωνα και τον βιασμό της από τον Δία. (Ο. Kern, OF, 58)
Στην πέμπτη και έκτη ραψωδία του Νόννου περιγράφεται ο έρωτας του Διός για την θυγατέρα του Περσεφόνη. Όταν η κοπέλα έφτασε σε ηλικία γάμου, όλοι οι άρρενες Ολύμπιοι θεοί ήταν ερωτευμένοι με αυτήν, αλλά ο Ζευς βαριά ερωτοχτυπημένος. Οι θεοί γοητευμένοι από την Περσεφόνη πρόσφεραν δώρα για το σμίξιμο μαζί της: ο Ερμής χάριζε την ράβδον του, ο Απόλλων την «εύυμνον» λύρα του, ο Άρης δόρυ, θώρακα και ασπίδα κι ο χωλός Ήφαιστος περιδέραιο ποικιλόχρωμο. Ο Ζευς όμως παράφορος για τα θέλγητρα της Κόρης και την ωραία εφηβική της μορφή, την κατασκόπευε με μάτια που έγιναν πομποί του έρωτα. Κάποια φορά είδε το πρόσωπό της, όταν εκείνη διασκέδαζε με ένα χάλκινο κάτοπτρο, και γέλαγε βλέποντας στην σκοτεινή του επιφάνεια την τέλεια απεικόνισή της. Κι όπως παρατηρούσε το «αυτοχάρακτον άγαλμα», το απεικονιζόμενο ομοίωμά της, έβλεπε την απομίμηση της ψεύτικης Περσεφόνης [1]. Την επόμενη φορά είδε το σώμα της, καθώς την παραμόνευε, γιατί η Κόρη πετώντας την σαΐτα του αργαλειού, ιδρωμένη από την ζέστη και τον κάματο, μπήκε στα νερά να δροσισθεί.
Κι αυτός που κυβερνούσε τον κόσμο και τον ουρανό, έσκυψε το κεφάλι μπροστά στον πόθο. (και μεδέων κόσμοιο και ούρανόν ηνιοχεύων / εις πόθον αυχένα κάμψεν ο τηλίκος·)
Άφησε την Ήρα, εγκατέλειψε την Διώνη, παράτησε την Θέμιδα, απαρνήθηκε την Λητώ κι απέρριψε τον έρωτα της Δηούς. Καημός του μέγας ο έρωτας για την Περσεφόνη. Η Δηώ (Δήμητρα) έτρεμε και φοβόταν για την θυγατέρα της, θλιβόταν και μούσκευαν οι παρειές της από ασυγκράτητα δάκρυα. Φοβόταν τους θεϊκούς μνηστήρες και περισσότερο τον Ήφαιστο, γιατί δεν ήθελε χωλό γαμπρό. Τότε σκέφτηκε να πάει στην κατοικία του Αστραίου, του προφητικού δαίμονα. Και καθώς έτρεχε, ανέμιζε η ξέπλεκη κόμη της. Την ανήγγειλε ο Εωσφόρος (Αυγερινός). Εκείνη την ώρα ο Αστραίος χάραζε γραμμές σε ένα τραπέζι καλυμμένο με σκούρα σκόνη, όπου πάνω της ζωγράφιζε, πατώντας με δύναμη το σιδερένιο ακιδωτό εργαλείο, ένα τετράγωνο και εντός του ισόπλευρον τρίγωνον. Όμως τα άφησε όλα, για να καλωσορίσει την Δήμητρα, ενώ ο προπορευόμενος Έσπερος έβαλε την θεά να καθίσει στο θρόνο κοντά στον πατέρα του. Οι άνεμοι, οι άλλοι υιοί του Αστραίου, πρόσφεραν κούπες γεμάτες νέκταρ στην θεά αλλά εκείνη αρνήθηκε να πιεί, και η απόφασή της μας θυμίζει την σκηνή στο ανάκτορο της Μετάνειρας στην Ελευσίνα, όπου η Δήμητρα παρέμενε αγέλαστη και νηστική από τροφή κι από νερό.
Στην ραψωδία του Νόννου υπάρχει μια εκπληκτική έκφραση: «μουνοτόκοι γαρ / τηλυγέτους δια παίδας αεί τρομέουσι τοκήες» («διότι οι γονείς ενός μοναδικού τέκνου, πάντοτε τρέμουν για τα πεφιλημένα τέκνα τους»). Έτσι η Δήμητρα, τσακισμένη από θλίψη για την Περσεφόνη δεν θέλησε να πιει. Στο τέλος όμως ο Αστραίος την έπεισε κι ευθύς στρώθηκε πλούσιο τραπέζι με υπηρέτες τους τέσσερις ανέμους. Μετά το δείπνο η θλιμμένη Δήμητρα έπιασε τα γόνατα και το γένι του φιλόστοργου γέροντα, μιλώντας του για τους μνηστήρες που γυρόφερναν την κόρη της. Κι εδώ υπάρχει μια άλλη έκφραση του Νόννου αιωνόβιας χρήσης. «μαντοσύναι γαρ / ελπίσιν εσσομένησιν υποκλέπτουσιν ανίας» («γιατί οι μαντείες εξαπατούν τις στεναχώριες με μελλοντικές ελπίδες»). Τότε ο Αστραίος ρώτησε τον ακριβή χρόνο και την εποχή για την γέννηση της μοναχοκόρης, και λογάριασε με τα δάκτυλά του μετρώντας μπρος πίσω δυο φορές. Φώναξε τον βοηθό του Αστερίωνα, ο οποίος σήκωσε μια σφαίρα περασμένη σε άξονα, με το σχήμα του ουρανού και την αποτύπωση του κόσμου, και την τοποθέτησε στο κάλυμμα ενός κιβωτίου. Εκεί πήγε ο Αστραίος για να εργασθεί. Στριφογύρισε την σφαίρα στον άξονά της και κοίταξε στον Ζωδιακό κύκλο, παρατηρώντας πότε πότε τους αστέρες («απλανέας») και τους πλανήτες («αλήτας»). Στριφογυρνούσε την σφαίρα και μαζί της στροβιλίζονταν και τα τεχνητά αστέρια. Και εξετάζοντάς τα ανακάλυψε πως η ολόγιομη Σελήνη διέσχιζε τον κυκλικό της σύνδεσμο, ενώ ο ισομερής Ήλιος βρισκόταν απέναντί της μισοκρυμμένος στο κέντρο της Γης, ώσπου μια κωνοειδής στήλη καπνού αναπήδησε από την Γη αντίκρυ από τον Ήλιο, και σκέπασε ολόκληρη την Σελήνη.
Όταν τελείωσε την εργασία του ξανάκρυψε την ανάγλυφη σφαίρα σε μια κόγχη του κιβωτίου. Κι απάντησε στην Δήμητρα που τον ρωτούσε με έναν τριπλό χρησμό: «Φιλότεκνη Δήμητρα, την ώρα που η Σελήνη θα μείνει σκοτεινή, προφυλάξου από νυμφίον άρπαγα, ληστή κρυφό της Περσεφόνης. Πριν όμως από αυτόν τον γάμο, θα δεις έναν λαθραίο σύζυγο, πανούργο, θηριώδη, δράκοντα κατά το ήμισυ, αφού βλέπω στο κέντρο της Δύσης, κοντά στην Αφροδίτη, να περπατά ο λαθραίος εραστής Άρης, ενώ πίσω τους παρατηρώ την εμφάνιση του δράκοντα. Κι εσένα θα σε ονομάσω μακαρία, γιατί σε όλον τον κόσμο θα είσαι γνωστή ως δρεπανηφόρος, θεά των λαμπρών καρπών, και σε εσένα η παρθένος Αστραία θα απλώσει το χέρι της γεμάτο στάχυα». Όταν η θεά έφθασε στο παλάτι της, έσφιξε με χαλινάρι τον αυχένα των δύο θηρίων, στερεώνοντας γερά τα δρακοντόφιδα με λουριά. Και μόλις ετοίμασε το άρμα της, οδήγησε την κόρη της, την καλυπτόμενη με γαλάζιο συννεφένιο κεφαλόδεσμο μακριά, για να την κρύψει. Ο Βορριάς που φυσούσε άγρια δυσκόλευε τον δρόμο της, κι αυτή ανταπαντούσε με τα χτυπήματα του μαστιγίου πάνω στην άμαξα που την έσερναν τα θηρία. Τελικώς έφθασε στην Σικελία και σε μια πέτρινη κρυψώνα έβαλε την κόρη της, ενώ για φύλακές της άφησε στις παραστάδες της πέτρινης θύρας τους δράκοντες. Όμως ο Ζευς μεταμορφωμένος σε δράκοντα τρύπωσε στην παρθενική κάμαρα. Εκεί έσμιξε με την θυγατέρα του Περσεφόνη, γεγονός που αναφέρεται και στον ορφικό ύμνο: «Ω Ευβουλέα, πολυστόχαστε, απ’ του Διός και Περσεφόνης / τ’ ανόσια πλαγιάσματα που εγεννήθης, αθάνατε θεέ» [3].
Από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Διόνυσος Ζαγρεύς, (ο μεγάλος κυνηγός) ο πρώτος Διόνυσος, το κερασφόρο βρέφος, το μόνο που κάθισε στον ουράνιο θρόνο του Διός, ο κατασπαραγμένος από τους Τιτάνες θεός. Οι Τιτάνες κατακεραυνώθηκαν από τον Δία κι από την τέφρα τους γεννήθηκε το ανθρώπινο γένος. Από τον θεό σώθηκε μόνον η πάλλουσα καρδιά του, που χρησιμοποιήθηκε για την γέννηση του δεύτερου Διονύσου. Στο θέμα του κατασπαραγμού βασίστηκε η ορφική θεολογία για το δισυπόστατο του ανθρώπου. Το τιτανικό, δηλαδή το γήινο, και το θεϊκό, επειδή οι Τιτάνες κατασπάραξαν και έφαγαν τον Διόνυσο.
(9 και 10 Ιανουαρίου 2018)
Σημειώσεις
[1] Νόννου Ε. και ΣΤ ραψωδία, μετάφραση Ευγενίας Δαρβίρη, εκδόσεις Γεωργιάδης, Αθήνα 2002
[2] Ελένης Λαδιά, «Περσεφόνη», στο: Σημερινές Ελληνίδες με πανάρχαια ονόματα, εκδόσεις Αρμός 2015
[3] Ορφικός ύμνος «του Διονύσου» (30), μτφρ. Δ. Π. Παπαδίτσα – Ελένης Λαδιά, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1997
*Η Ελένη Λαδιά είναι πεζογράφος.
diastixo.gr
Labels Άρθρα, Αρχαία Ελλάδαksipnistere.com