«Όποιος καταλύει τους νόμους είναι φυσικό να θεωρείται διαφθορέας των νέων και των ανόητων ανθρώπων»Σωκράτης (από το ‘Κρίτων’ του Πλάτωνα, σελ.143)
Στην αρχαία Αθήνα, για την οποιαδήποτε εκτέλεση καταδικασμένου σε θάνατο έπρεπε να είναι παρόν το ιερό πλοίο της πόλης, η Πάραλος. Έτσι, μετά την καταδίκη του Σωκράτη μεσολάβησε ένας μήνας αναμονής της εκτέλεσης, αφού η Πάραλος άργησε λόγω κακοκαιρίας να επιστρέψει στην Αθήνα από τη Δήλο όπου είχε πάει για τις γιορτές του Απόλλωνα. Μόλις μαθεύτηκε ότι το πλοίο φάνηκε στο Σούνιο, ο Κρίτων, ένας φίλος του Σωκράτη, τον επισκέφτηκε μια τελευταία φορά. Προσπάθησε να τον πείσει να δραπετεύσει, τώρα που του έμενε μια τελευταία μέρα ζωής. Ο Κρίτων του είπε ότι μπορούσε να χρηματίσει κάποιους φρουρούς και να τον φυγαδεύσει στη Θεσσαλία, από όπου στη συνέχεια θα μπορούσε να πάει όπου αυτός επιθυμούσε, ή να μείνει εκεί, σε δικούς του φίλους που θα τον υποδέχονταν και θα τον φρόντιζαν μέχρι τις τελευταίες του μέρες.
Ο Σωκράτης με μια εξαιρετικά ψύχραιμη επιχειρηματολογία εξηγεί στον φίλο του γιατί είναι αναγκασμένος να αρνηθεί την προσφορά του, και μάλιστα του δίνει τους λόγους για τους οποίους είναι διατεθειμένος να δεχτεί την ποινή που του απέδωσαν οι Αθηναίοι, και πρόθυμα να πιει το κώνειο που θα τον θανατώσει.
Ο Σωκράτης εκθειάζει τους νόμους της πόλης, αφού αυτοί είναι που την κάνουν «την πιο μεγάλη και την πιο φημισμένη για τη σοφία της και τη δύναμή της πόλη»[2]σελ.59, την πιο εύνομη. Αυτοί είναι που του επέτρεψαν να ανατραφεί και να μορφωθεί, και να έχει ζήσει τόσο ευτυχισμένη ζωή που «μέχρι τώρα για κανέναν άνθρωπο δεν θα παραδεχόμουν ότι έχει ζήσει καλύτερα από μένα»[3]σελ.131. Τόσο πολύ αγαπάει την πόλη του ο Σωκράτης που «απουσίασε λιγότερο και από τους κουτσούς και από τους τυφλούς και τους άλλους ανάπηρους»[1]σελ.143 είτε για να πάει σαν ταξιδιώτης σε άλλες πόλεις είτε για να παρακολουθήσει αγώνες. Η μοναδική φορά που έφυγε από την Αττική ήταν όταν πήγε να πολεμήσει για χάρη της και να την υπερασπιστεί (είχε συμμετάσχει στις εκστρατείες στην Ποτίδαια, στην Αμφίπολη και στο Δήλιο). Ακόμα και για να παντρευτούν οι γονείς του έπρεπε να πάρουν την έγκριση της πόλης, άρα μέχρι και για την ίδια του τη γέννηση, την πόλη έχει να ευγνωμονεί. Πώς λοιπόν τώρα, που οι ίδιοι αυτοί νόμοι τυχαίνει να στρέφονται εις βάρος του, θα τους αρνηθεί και θα δραπετεύσει; Η δίκη και η καταδίκη του έγιναν όπως οι νόμοι πρόσταζαν, το δικαστήριο είχε νόμιμη συγκρότηση και συνεδρίασε όπως επιβαλλόταν από το νομοθέτη. Δεν υπήρχε παρατυπία ούτε κατάχρηση της νομικής διαδικασίας. Η κατηγορία ήρθε από κάποιους που θεωρούσαν πως ο Σωκράτης δεν σεβόταν τους θεούς της πόλης, πως τους αρνήθηκε και πρότεινε καινούργιους, και πως διέφθειρε τους νέους. Στη συνέχεια, 500 από τους πολίτες αποφάσισαν νόμιμα και ελεύθερα την ενοχή του. Και εξάλλου ο Σωκράτης ποτέ δεν αναγκάστηκε να αποδεχτεί τους νόμους – συμφώνησε ελεύθερα να ζει έννομα – αλλά μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να φύγει από την πόλη αν πίστευε ότι οι νόμοι δεν ήταν δίκαιοι, παίρνοντας μαζί του την οικογένειά του και όποια περιουσία είχε. Αν φύγει, δεν θα τον έχουν αδικήσει οι νόμοι, αλλά οι άνθρωποι (γιατί ο ίδιος φυσικά ήξερε ότι είναι αθώος). Αν δραπετεύσει «με τόσο αισχρό τρόπο αποδίδοντας το άδικο και το κακό»[1]σελ.147 οι νόμοι του Άδη θα τον δεχτούν «με άσχημο τρόπο», επειδή προσπάθησε, όσο μπορούσε, να καταλύσει τους νόμους της πόλης.
Η γέννηση, λοιπόν, η ανατροφή και η μόρφωση του Σωκράτη οφείλονται στην πόλη, που με τους νόμους της του έδωσε την ευκαιρία να γίνει ο καλύτερος που μπορούσε να γίνει. Αν τώρα αποφασίσει να τους παραβιάσει, θα ακυρώσει το άρρητο συμβόλαιό του με αυτήν, δείχνοντας πως είναι προδότης και ασυνεπής στις υποχρεώσεις του προς τους Αθηναίους. Θα χάσει την τιμή και την υπόληψή του. Θα σήμαινε, αν ξέφευγε από την τιμωρία, πως κάνει «όσα θα έκανε ο πιο τιποτένιος δούλος»[1]σελ.141, επιχειρώντας να «αποδράσει παρά τις συμφωνίες και τις υποσχέσεις»[1]σελ.141 του ότι θα ζει σύμφωνα με όσα ορίζουν οι νόμοι. Γιατί, και να φυγαδευτεί σε άλλη πόλη, πώς θα ζήσει μεταξύ άλλων ανθρώπων, όταν θα ξέρουν ότι αυτός άλλα λέει και άλλα κάνει; Ποιος θα τον ακούει και θα τον σέβεται, αφού θα ξέρει ότι ο λόγος του δε μετράει και άρα τα λόγια του δεν έχουν σημασία; Θα καταντήσει, για να γίνεται αρεστός, να κολακεύει τους πάντες και να μην ενοχλεί κανέναν, κάτι που όμως δεν προτίθεται να κάνει. Θα πρέπει να σταματήσει να ενοχλεί με τις ερωτήσεις του που μέχρι τώρα ξεμπρόστιαζαν όποιους παρίσταναν τους σοφούς χωρίς πραγματικά να ξέρουν τίποτα, μην γνωρίζοντας καν το μέγεθος της άγνοιάς τους. «Είναι αδύνατο να ζω ήσυχος»[2]σελ.81 είπε στην Απολογία του.
Τόσο πολύ είναι αφοσιωμένος στους νόμους ο Σωκράτης, που πιστεύει ότι παραβιάζοντάς τους θα συμβάλλει στην κατάλυσή τους και του πολιτεύματος, και στην καταστροφή όλης της πόλης. «Ή νομίζεις», λέει, «ότι είναι δυνατό να υπάρχει ακόμα, και να μην έχει ανατραπεί εκείνη η πόλη, στην οποία οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεν ισχύουν, αλλά καθίστανται άκυρες και ανατρέπονται από ιδιώτες;»[1]σελ.133. Είτε, λέει, μας στείλει η πόλη στον πόλεμο για να πληγωθούμε ή να σκοτωθούμε είτε μας ρίξει στη φυλακή, αν δεν την πείσουμε για να γίνει αλλιώς, πρέπει να την υπακούσουμε, και δεν θα πράξουμε δίκαια αν αποφύγουμε τη στράτευση, αν υποχωρήσουμε ή αν λιποτακτήσουμε στον πόλεμο ή αν αποφύγουμε τιμωρία του δικαστηρίου. «Είναι ανόσιο να συμπεριφερόμαστε βίαια στη μητέρα και τον πατέρα, αλλά πολύ περισσότερο δεν είναι να φερόμαστε έτσι στην πατρίδα;»[1]σελ.137.
Δεν μπορούμε εδώ παρά να διακρίνουμε μια τάση εξιδανίκευσης στα λόγια του Σωκράτη. Είναι δυνατόν να αξίζουν οι νόμοι τόσα πολλά, που να είναι πρόθυμος να θυσιάσει τη ζωή του (και μάλιστα «την καλύτερη δυνατή ζωή») απλά και μόνο επειδή έτσι προτάσσουν αυτοί; Και είναι δυνατόν να μιλούσε κυριολεκτικά όταν έλεγε πως η ακεραιότητα των νόμων και το μέλλον της πόλης ολόκληρης εξαρτάται από τις δικές του πράξεις; Αν αυτή η στάση του Σωκράτη μας φαίνεται ακραία ή και ιδεαλιστική, είναι γιατί στη σύγχρονη εποχή, οι νόμοι δεν είναι οι δικοί μας νόμοι, αλλά νόμοι άλλων. Στην αρχαία Αθήνα, οι νόμοι ορίζονταν από τους πολίτες με ψηφοφορία, όχι πίσω από κλειστές πόρτες. Στη σημερινή κοινωνία υπάρχει αποξένωση από τους νόμους (όπως την εννοεί και ο Καστοριάδης), γι’ αυτό και δεν υπάρχει σεβασμός προς αυτούς, αφού επιβάλλονται, δεν πείθουν. Ο Σωκράτης θα μπορούσε εύκολα να αποφύγει τον θάνατο, είτε δραπετεύοντας εκμεταλλευόμενος τη βοήθεια των φίλων του είτε δεχόμενος, στη δίκη του, την εξορία σαν εναλλακτική τιμωρία από αυτήν του θανάτου. Αυτή του η απόλυτη θέση είναι που μας ξενίζει.
Γι’ αυτό και αυτά που λέει ο Σωκράτης, θα μπορούσαν να παρεξηγηθούν σαν ένα δόγμα πλήρους παράδοσης στο κράτος, άκριτης υποταγής σε μια απόφαση δικαστηρίου και ολοκληρωτικού ελέγχου του πολίτη μέσω των νόμων. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε την αποδοχή μιας δικαστικής απόφασης που ο ίδιος ο Σωκράτης ξέρει ότι είναι άδικη, όταν μάλιστα το αντίτιμο είναι ο θάνατός του; Μήπως ο Σωκράτης θέλει να μας πείσει ότι πρέπει να υπακούμε τυφλά σε ό,τι προστάζει το κράτος; Να δοθούμε ολοκληρωτικά σε αυτό; Να δώσουμε μέχρι και τη ζωή μας, αν μας το ζητήσει;
Ο Σωκράτης, βέβαια, δεν είναι τόσο αφελής για να προτείνει μια τόσο ολοκληρωτική εκδοχή της σχέσης ατόμου-κράτους. Δεν κηρύττει την άκριτη υποταγή του πολίτη σε αυτό, και δεν μας εκβιάζει με το να προτείνει ότι οφείλουμε την ανάπτυξή μας και τη μόρφωσή μας (ακόμα και την ύπαρξή μας) στους νόμους της χώρας. Κι αυτό γιατί πριν από την παράδοσή του στην ισχύ των νόμων, ο Σωκράτης τους έχει πρώτα αποδεχτεί ελεύθερα. Έχει ήδη δηλώσει ότι θεωρεί τους νόμους της Αθήνας έγκυρους και δίκαιους˙ τους έχει αναγνωρίσει σαν τους καλύτερους από κάθε άλλης πόλης. Δεν έχει βιώσει την σημερινή μας αποξένωση από τους νόμους και την εξουσία. Δεν του επιβάλλονται και δεν τον καταπιέζουν. Έχει συμφωνήσει με αυτούς, και αυτό, λέει, φαίνεται απλά και μόνο με το ότι ζει και διαπρέπει στην πόλη αυτή. Αν δεν συμφωνούσε θα όφειλε να προσπαθήσει να τους αλλάξει και αν δεν κατάφερνε να πείσει την Αθήνα γι’ αυτό, ήταν ελεύθερος να φύγει στην Λακεδαιμόνα ή στην Κρήτη, που τις θεωρούσε εύνομες πόλεις. Οι νόμοι που του επέτρεψαν να γίνει αυτό που είναι, τους οποίους συμφώνησε να τηρεί και που εκμεταλλεύτηκε επί χρόνια στην προσωπική και δημόσια ζωή του, τώρα του ζητάνε ένα αντάλλαγμα. Το αντάλλαγμα δεν είναι ο θάνατός του, το αντάλλαγμα είναι να μην συμβάλλει, στον βαθμό που θα μπορούσε, στην κατάλυσή τους. Και αν το τίμημα είναι ο θάνατος, τότε συμφωνεί να πεθάνει.
Η συνείδησή του είναι λοιπόν (ή το «δαιμόνιό» του) που δεν του επιτρέπει να δραπετεύσει από τη φυλακή και να γλιτώσει τον θάνατο, όχι η ισχύς του κράτους. Βάζει τους (δίκαιους) νόμους πάνω απ’ όλα, και απορρίπτει το δικαίωμα παράβασής τους στην περίπτωση που τυχαίνει η απόφασή τους να είναι εναντίον του, πόσο μάλλον όταν σε ολόκληρη τη ζωή του τους επικαλούνταν και τους εκμεταλλευόταν προς όφελός του. Γιατί η ισχύς και η εγκυρότητα των νόμων υφίστανται μόνο όταν είναι σταθεροί, και υποδαυλίζονται, ή και καταλύονται, όταν οι αποφάσεις τους γίνονται δεκτές περιστασιακά μόνο, όταν δηλαδή κάποιος, εφόσον μπορεί και τον συμφέρει, αποφεύγει την τιμωρία τους με τη θέλησή του ή επειδή έχει λεφτά ή επιρροή. Αυτό μας το θυμίζει σχεδόν 20 αιώνες αργότερα και ο Τόμας Μορ, ένας άλλος «άνθρωπος για όλες τις εποχές», όταν, αντιμέτωπος με φυλάκιση και θανατική καταδίκη για την υπεράσπιση του (θεϊκού σ’ αυτήν την περίπτωση) νόμου, τον ρωτάει ένας εμπιστευτικός του αν θα έδινε το πλεονέκτημα του νόμου ακόμα και στον Διάβολο (αναφερόμενος στον κληρικό που τον κυνηγάει με εντολή του Βασιλιά). «Ναι», του απαντάει, «εσύ τι θα έκανες, θα παρέκαμπτες το νόμο για να νικήσεις τον Διάβολο;». «Ναι», του λέει εμφατικά, «θα κατέλυα κάθε νόμο της Αγγλίας για να το καταφέρω!» – «Και όταν θα έχει πέσει και ο τελευταίος νόμος της χώρας και ο Διάβολος γυρίσει εναντίον σου, πού θα κρυφτείς, με όλους τους νόμους κατεστραμμένους˙ πώς θα αμυνθείς εναντίον του Διαβόλου;…Ναι λοιπόν, θα δώσω και στον Διάβολο το πλεονέκτημα του νόμου – για το δικό μου καλό»!
Ούτε είναι τόσο αφελής ο Σωκράτης που να πιστεύει ότι το πολίτευμα της Αθήνας της εποχής του ήταν χωρίς ατέλειες. Δεν είναι ιδεαλιστής που εθελοτυφλεί, βλέποντας στην Αθήνα μια τέλεια κοινωνία με τέλειους νόμους είτε στη σύλληψή τους είτε στην εκτέλεσή τους. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού την ίδια στιγμή που λέει όλα αυτά περιμένει την θανάτωσή του ενώ δεν έχει κάνει άδικο; Το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. οι διώξεις πνευματικών ανθρώπων εντάθηκαν, και ιδιαιτέρως για θέματα θρησκείας. Κάποιοι για να γλιτώσουν έφυγαν από την Αθήνα, ενώ άλλοι όπως ο Αναξαγόρας, ο Διαγόρας και ο Πρωταγόρας διώχτηκαν για τις ιδέες τους. Και στην Απολογία του ο Σωκράτης αναφέρει ένα περιστατικό του παρελθόντος, όταν οι Αθηναίοι ήθελαν να δικάσουν κάποιους στρατηγούς (επειδή δεν μάζεψαν τους ναυαγούς μιας ναυμαχίας) όλους μαζί, ενώ ο νόμος ήθελε δίκη χωριστά του καθενός, με το ειρωνικό σχόλιο: «και όλα αυτά συνέβαιναν την εποχή που υπήρχε δημοκρατία στην πόλη»[2]σελ.67. Πράγμα που σημαίνει ότι όχι μόνο τώρα δεν υπάρχει (καλή) δημοκρατία, αλλά και όταν υπήρχε, η οργή του λαού μπορούσε να οδηγήσει σε εγκλήματα, ακριβώς με το να μην ακολουθήται το γράμμα του νόμου, που είναι και αυτό που εδώ υπερασπίζεται ο Σωκράτης. Ούτε οι νόμοι της εποχής του λοιπόν δεν είναι οι «τέλειοι νόμοι» ούτε εφαρμόζονται πάντα όπως πρέπει. Μα τότε γιατί είναι έτοιμος να χάσει τα πάντα, για κάτι που ο ίδιος βλέπει σαν κάλπικο; Ίσως να φαίνεται ότι ο Σωκράτης αντιφάσκει, αλλά νομίζω πως η επιχειρηματολογία του παραμένει λογική. Κι αυτό γιατί όταν μιλάει για συμφωνία μεταξύ του εαυτού του και των νόμων, εννοεί τους νόμους συνολικά, σαν το μέσο που κρατάει την κοινωνία δεμένη και την κάνει δίκαιη, όχι τον κάθε νόμο χωριστά. Ακόμα κι αν κάποιοι δεν λειτουργούν όπως θα έπρεπε, στο σύνολό τους κάνουν την Αθήνα την πιο εύνομη πόλη. Αν παραβιάσει έναν νόμο θα είναι σαν να επιτίθεται στην εγκυρότητα ολόκληρου το νομικού συστήματος, και θα τους ριψοκινδυνέψει όλους – αφού ο Σωκράτης κατέλυσε τον τάδε νόμο, γιατί κάποιος να μην καταλύσει μετά κάποιον άλλο;
Οι νόμοι λοιπόν, μας προστατεύουν μόνο μέσω της συνολικής και συστηματικής τους λειτουργίας, μέσω της απόλυτης ισχύς τους, αλλά και της σταθερότητάς τους. Ο Αριστοτέλης το πήγε ακόμα πιο μακριά (αν και ταυτόχρονα το δικό του σκεπτικό μας φαίνεται πιο ρεαλιστικό), όταν στα Πολιτικά είπε ότι ακόμα και αν μπορούμε να αλλάξουμε έναν νόμο με άλλον, καλύτερο, ίσως θα πρέπει να αποφύγουμε την αλλαγή, αν έτσι θα ριψοκινδυνεύαμε την εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτόν. Η συνεχής αλλαγή ενός νόμου, του αποσπάει βαρύτητα και τον σεβασμό των ανθρώπων («Η ευκολία στη μεταβολή από τους υπάρχοντες νόμους σε άλλους καινούργιους είναι δυνατό να εξασθενήσει τη δύναμη του νόμου»).Γιατί να υπακούσει κάποιος σε ένα νόμο, αφού έτσι κι αλλιώς σε λίγο καιρό ίσως αλλάξει; Και γιατί αν κάποιος με λεφτά, δύναμη ή διασυνδέσεις μπορεί να αποφύγει το χέρι του νόμου, ακόμα κι αν όντως έχει αδικήσει, να συνεχίζουν οι υπόλοιποι να ακολουθούν τους κανόνες της κοινωνίας και να μην προσπαθούν να εκμεταλλευτούν κάθε δυνατότητα που έχουν να τους παρακάμψουν; Γιατί να μην το κάνουν, αφού τόσοι άλλοι το κάνουν έτσι κι αλλιώς;
Ο Σωκράτης λοιπόν μας παρουσιάζει μια ιδανική εικόνα της αντιμετώπισης των υποχρεώσεών μας απέναντι στο νόμο, ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει το πρόβλημα πιο ρεαλιστικά, ο Τόμας Μορ δεν μας κρύβει την ωφελιμιστική διάθεσή του, και ο Καστοριάδης παρουσιάζει την πλήρη καταστροφή της εμπιστοσύνης του λαού απέναντι στο νομοθέτη. Κι εμείς; Εμείς παρακολουθούμε κάθε χρόνο τη σύνταξη ενός καινούργιου φορολογικού νομοσχεδίου και απορούμε αν ο λόγος της νέας συγγραφής ήταν η βελτίωση του νόμου ή η αύξηση της δυσκολίας φοροδιαφυγής, που θεωρείται δεδομένη. Άραγε πόσο καλύτερη είναι η σχέση μας με το νόμο σε σχέση με πέρυσι; Εδώ, θα μας ήταν χρήσιμη η Σωκρατική ειρωνεία. Εμείς όμως, έχουμε γίνει μόνο κυνικοί.
Πηγές: