ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός (digital transformation) συνίσταται στον τρόπο με τον οποίο διασυνδέονται οι άνθρωποι, τα δεδομένα και οι διαδικασίες των επιχειρήσεων. Ο απώτερος σκοπός αυτού του μετασχηματισμού –που δεν πρέπει να συγχέεται με την ψηφιοποίηση (digitization)– είναι η προσαρμογή της επιχείρησης στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της και ιδανικά την απόκτηση συγκριτικού πλεονεκτήματος. Πρακτικά και στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού, οι επιχειρήσεις βελτιώνουν και συσσωματώνουν αποδοτικά τις εσωτερικές τους διαδικασίες αξιοποιώντας σύγχρονες τεχνολογίες, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας και του κόστους παροχής υπηρεσιών, ενώ παράλληλα αναβαθμίζουν το εσωτερικό τους περιβάλλον προσφέροντας διαφάνεια και ευελιξία σε όλες τους τις ενέργειες.
Η βιομηχανία ανήκει στους κλάδους της οικονομίας που ευνοείται σημαντικά από την υιοθέτηση της απόφασης για ψηφιακό μετασχηματισμό, δεδομένου ότι έχει ανάγκη από οικονομίες κλίμακας, είναι αναγκασμένη να ελέγχει προσεκτικά το κόστος παραγωγής, υπόκειται σε συγκεκριμένες παραγωγικές διαδικασίες, διαθέτει συγκεκριμένο πλαίσιο προδιαγραφών προϊόντων που καλείται να παράγει και αντιμετωπίζει την απειλή εναλλακτικών μεθόδων παραγωγής και ανταγωνιστικών προϊόντων που μπορούν να απειλήσουν τον κύκλο ζωής των υφιστάμενων. Η συνέπεια του μη ψηφιακού μετασχηματισμού στη βιομηχανία είναι φαινομενικά λιγότερο σημαντική απ’ ό,τι σε μια εταιρεία παροχής υπηρεσιών. Στην πράξη όμως, οι μη ψηφιακά μετασχηματισμένες βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν πολύ μεγαλύτερη επίπτωση στο κόστος και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων, ενώ μειώνουν σημαντικά τις δυνατότητες βελτίωσης της εθνικής οικονομίας. Το κυριότερο εμπόδιο στην πορεία του ψηφιακού μετασχηματισμού, ο οποίος δεν γίνεται εφάπαξ αλλά αποτελεί συνεχή διαδικασία βελτίωσης, είναι η αλλαγή κουλτούρας και η αντίδραση στην αλλαγή δεδομένου ότι οι οργανισμοί, και άρα οι άνθρωποι εντός αυτών, καλούνται να αλλάξουν χρόνιες συνήθειες και αντιλήψεις. Επιπρόσθετα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός δεν μπορεί να είναι a la carte ούτε να εντοπίζεται σε νησίδες αριστείας, αφού προϋποθέτει μια ολοκληρωμένη στρατηγική με στόχο συνολικά αποτελέσματα. Τα οφέλη όμως από την υλοποίηση ενός πραγματικού μετασχηματισμού είναι τόσο εμφανή, ώστε να προβάλλουν εκ των υστέρων την απόφαση για αλλαγή ως αυτονόητη αναγκαιότητα. Στην πορεία του μετασχηματισμού οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν σαφές πλεονέκτημα όσον αφορά την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και τη διασύνδεσή τους με τις διαδικασίες και τους ανθρώπους.
Η Ελλάδα κατατάσσεται 26η σε σύνολο 28 κρατών-μελών της Ε.Ε. σύμφωνα με τον δείκτη DESI (Digital Economy and Society Index) που παρακολουθεί την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα των κρατών-μελών της και όπως αυτός δημοσιεύθηκε τον περασμένο Ιούνιο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σημειώνοντας ελαφρώς μεγαλύτερη πρόοδο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Παρότι η μεγαλύτερη πρόοδος σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος σημειώθηκε στη διάσταση των ψηφιακών δημοσίων υπηρεσιών όπου η αύξηση ανήλθε στις 7,4 μονάδες (βλ. http://www.nationalcoalition.gov.gr/desi-2019/), η χώρα μας καθυστερεί στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και υπολείπεται στην προετοιμασία για τη νέα εποχή όπως τα δίκτυα 5G. Η συσχέτιση χαμηλής ψηφιακής και οικονομικής ανταγωνιστικότητας της χώρας είναι συνεπώς εύλογη και αυτή δεν αφορά μόνο το παρόν αλλά πολύ περισσότερο το μέλλον, αφού πέραν των τεχνικών δεξιοτήτων, ανασταλτικός παράγοντας στον ψηφιακό μετασχηματισμό είναι η έλλειψη τεχνικών υποδομών.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν κατανοήσει την ανάγκη για ψηφιακό μετασχηματισμό. Σύμφωνα με την έρευνα της People for Business με θέμα «Ηγεσία στην εποχή της Τεχνολογίας», που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα, το 51% των επιχειρήσεων έχει ήδη προχωρήσει σε ψηφιακό μετασχηματισμό, ενώ το 35% αναμένεται να το κάνει στο διάστημα 2019-2021. Το 20,61% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα αντιστοιχεί στην παραγωγή/μεταποίηση, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο του αριθμητικού συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων, πράγμα που ευνοεί την εκτίμηση ότι οι μεταποιητικές επιχειρήσεις υιοθετούν την κουλτούρα του ψηφιακού μετασχηματισμού σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με άλλους κλάδους που από τη φύση τους σχετίζονται με την εγχώρια δραστηριότητα.
Η βιομηχανία αποτελεί κατεξοχήν χώρο υλοποίησης του ψηφιακού μετασχηματισμού, καθώς η αδυναμία προσαρμογής της στα νέα δεδομένα ισοδυναμεί με τη σταδιακή απαξίωσή της. Διαδικασίες όπως η ευφυής διαχείριση ενέργειας και η προγνωστική ανάλυση σφαλμάτων μπορούν να αλλάξουν καθοριστικά την πορεία μιας βιομηχανικής επιχείρησης. Το κόστος υλοποίησης του μετασχηματισμού και μετάβασης στη νέα εποχή, σε μια χώρα όπου παραδοσιακά παρατηρείται πληθώρα αντικινήτρων, έρχεται να προσθέσει μια ακόμη πρόκληση στην προσπάθεια των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων να γίνουν αποδοτικότερες στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού. Η έλλειψη υποδομών σε δίκτυα αλλά και η κυβερνοασφάλεια είναι πρόσθετα ζητήματα που καλούνται να αντιμετωπισθούν από τη βιομηχανία και ειδικά αυτή που έχει διεθνή αναφορά δεδομένου ότι καλείται να διασυνδεθεί, μεταξύ των άλλων, με ξένους προμηθευτές, εξωτερικούς συνεργάτες και πελάτες αυξημένων απαιτήσεων.
Η ελληνική βιομηχανία μπορεί και πρέπει να κινηθεί ταχύτερα στην πορεία του ψηφιακού μετασχηματισμού, αλλά αυτό μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα εφόσον συμβαδίσει με μια γενικότερη εθνική στρατηγική που αντιμετωπίζει τον μετασχηματισμό ως βούληση και όχι ως ανάγκη. Η συνεισφορά της βιομηχανίας στην ψηφιακή μετάβαση έχει σημαντικό αποτύπωμα με όρους οικονομικούς, τεχνολογικούς και κοινωνικούς, ενώ μπορεί να προσδώσει και εθνικό συγκριτικό πλεονέκτημα.
* Ο κ. Π. Λώλος είναι μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Παραγωγής – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr