Όμως, ο ύπνος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, βιολογικούς και παραγοντικούς. Συνεπώς, οι γενετικοί δεν έχουν κατ» ανάγκη καθοριστική επίδραση, ενώ ακόμη δεν εντοπίστηκε κάποιο συγκεκριμένο γονίδιο που να φέρνει αϋπνία ή υπνηλία.
Οι ερευνητές της κοινοπραξίας CHARGE, με επικεφαλής τον δρα Ντάνιελ Γκότλιμπ του Κέντρου Διαταραχών Ύπνου της Βοστώνης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ψυχιατρικής «Molecular Psychiatry», εξέτασαν στοιχεία για πάνω από 47.000 ανθρώπους από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία. Οι ερευνητές συσχέτισαν τη μέση διάρκεια του ύπνου τα βράδια, με τις γενετικές πληροφορίες από την ανάλυση του DNA.
Η μελέτη έφερε στο φως δύο περιοχές του DNA, η μία από τις οποίες είναι πιο κοινή σε όσους κοιμούνται πάνω από τον μέσο όρο και η άλλη, αντίστροφα, είναι πολύ συχνότερη σε εκείνους που κοιμούνται λιγότερο από τον μέσο όρο. Προηγούμενες έρευνες είχαν συνδέσει την πρώτη περιοχή με τον καλύτερο μεταβολισμό της γλυκόζης και με μειωμένη πιθανότητα διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), ενώ τη δεύτερη περιοχή με αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης και σχιζοφρένειας.
«Οι συνήθειες του ύπνου επηρεάζονται από τις γενετικές διαφορές», δήλωσε ο Ντάνιελ Γκότλιμπ και επεσήμανε ότι η μελέτη του είναι μια από τις πρώτες που προσπαθούν να εντοπίσουν το γενετικό υπόβαθρο αυτών των διαφορών, καθώς και τη σχέση τους με χρόνιες παθήσεις όπως ο διαβήτης ή με ψυχικές διαταραχές.
Προηγούμενες έρευνες έχουν συνδέσει τόσο τον πολύ, όσο και -κυρίως- τον λίγο ύπνο με προβλήματα υγείας, όπως παχυσαρκία, διαβήτη, υπέρταση, καρδιοπάθεια, ψυχικές ασθένειες και πρόωρη θνησιμότητα. Για παράδειγμα, μια περυσινή μελέτη διαπίστωσε ότι όσοι κοιμούνται λιγότερες από έξι ώρες τη νύχτα, έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2 κατά 30%, σε σχέση με όσους κοιμούνται επτά ώρες.
Μια άλλη επίσης περυσινή έρευνα είχε βρει ότι ο ύπνος διάρκειας λιγότερης των έξι ωρών ή μεγαλύτερης των δέκα ωρών συνδέεται με μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου, εγκεφαλικού και διαβήτη, σε σχέση με όσους κοιμούνται επτά έως εννέα ώρες το βράδυ. Τέλος, μια άλλη μελέτη του 2013 είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όσοι κοιμούνται κάτω από έξι ώρες, κινδυνεύουν να πεθάνουν πρόωρα.
Προς το παρόν, οι ερευνητές δεν ξέρουν ποιοί ακριβώς βιολογικοί μηχανισμοί εξηγούν την σχέση ανάμεσα στη διάρκεια του ύπνου και στις δύο περιοχές του DNA που εντοπίστηκαν. Σκοπεύουν, πάντως, όπως είπε ο Ντάνιελ Γκότλιμπ, να κάνουν περαιτέρω έρευνα αυτών των δύο γενετικών περιοχών.
Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι εν λόγω γενετικές περιοχές έχουν να κάνουν με τη ρύθμιση των ορμονών του θυρεοειδούς. Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι με υποθυρεοειδισμό (δηλαδή ανεπαρκή παραγωγή ορμονών από τον αδένα του θυρεοειδούς) έχουν την τάση να κοιμούνται πολύ, ενώ αντίστροφα όσοι έχουν υπερθυρεοειδισμό (υπερβολική παραγωγή ορμονών) κοιμούνται λιγότερο ή έχουν τάση αϋπνίας.