ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Διάβασα με ενδιαφέρον την κριτική του κ. Τάσου Κωστόπουλου στο βιβλίο μου που εξέδωσε η «Καθημερινή» με τίτλο « Ελεγχόμενες χρεοκοπίες, οικονομική κρίση και μνημόνια 2009-2019». Φυσικά, με ικανοποίησε το γεγονός ότι ο Τ.Κ. δεν αμφισβητεί τα στατιστικά στοιχεία. Τα έχει άλλωστε δεχθεί πλήρως και η τωρινή κυβέρνηση που υπέγραψε το 3ο κατά σειράν «μνημόνιο» και τα δύο «συμπληρώματά» του. Η συμφωνία για την ορθότητα των αριθμών είναι μια καλή αφετηρία για διάλογο. Θετικό στην κριτική βρήκα επίσης ότι μου υπενθύμισε ότι τα στοιχεία επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες που εξαρτώνται συχνά από τις θεωρητικές προσεγγίσεις που επιλέγει κανείς.
Αλλά, κατ’ αρχάς, ο Τ.Κ. παρερμηνεύει όσα γράφω. Η υπόδειξη ότι σε εκλογικά έτη διογκώνονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα (γνωστή ως οικονομικός-εκλογικός κύκλος) δεν στρέφεται κατά των… εκλογών και της Δημοκρατίας, αλλά κατά της κατάχρησης της δημόσιας οικονομίας από τις κυβερνήσεις για τη χειραγώγηση των ψηφοφόρων σε προεκλογικές περιόδους. Τέτοιες συμπεριφορές υπηρετούν βραχυχρόνιες εκλογικές σκοπιμότητες (που ευνοούν μερικούς) και έχουν μακροχρόνιες αρνητικές συνέπειες για το σύνολο. Με την έννοια αυτή είναι μυωπικές και ουδόλως διατηρήσιμες. Και, βεβαίως, τις ζούμε για πολλοστή φορά σήμερα με τις παροχές της κυβέρνησης. Τείνουν να ανατρέψουν τη δύσκολη και όντως επώδυνη δημοσιονομική προσαρμογή των τελευταίων ετών για να αυξήσουν κάπως τα ποσοστά του κυβερνώντος κόμματος. Το ίδιο είχε συμβεί το 2009.
Παρόμοιες συμπεριφορές της πολιτικής σημειώνονται και αλλού στη Δύση, με τη διαφορά ότι εδώ έχουν ακραίο χαρακτήρα. Αυτός ο ακραίος χαρακτήρας πρέπει να εξηγηθεί αν θέλουμε να συζητούμε σοβαρά. Μόνον έτσι επίσης θα κατανοήσουμε τη σημασία ισχυρών θεσμών και κανόνων σε μια Δημοκρατία. Προσθέτω ότι το γράφημα στο οποίο παραπέμπει ο Τ.Κ. δείχνει ακριβώς τη «στενή σχέση» μεταξύ αύξησης του ελλείμματος και εκλογικών αναμετρήσεων. Την επιβεβαίωσαν για την Ελλάδα δύο εξαιρετικοί ακαδημαϊκοί του ΟΠΑ, ο Σ. Σκούρας και ο Ν. Χριστοδουλάκης, στη μελέτη τους «Electoral Misgovernance Cycles: Evidence from wildfires and tax evasion in Greece and elsewhere». Ο δεύτερος μάλιστα έχει και την εμπειρία από τη θέση του υπουργού Οικονομίας της κυβέρνησης Κώστα Σημίτη. Η μελέτη τους ουσιαστικά επεκτείνει τις επιπτώσεις του εκλογικού κύκλου και πέραν της οικονομίας – π.χ. στις δασικές πυρκαγιές!
Οσον αφορά τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 1996 και του 2000 που υποτίθεται ότι παραλείφθηκαν σκοπίμως, σημειώνω τα εξής που άλλωστε έχω αναπτύξει σε άλλες ευκαιρίες: Την περίοδο εκείνη εθνικός στόχος (ναι, εθνικός) ήταν η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη με την τήρηση των δημοσιονομικών (και άλλων) κριτηρίων του Μάαστριχτ. Επομένως, ενόψει της εισόδου στην Ευρωζώνη, δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει δημοσιονομικός εκτροχιασμός… Αντίθετα, μετά την ένταξη, είχαμε αποτελέσματα που απεικονίζονται στο εν λόγω γράφημα…
Τέλος και συναφώς, ο Τ.Κ. δεν ασχολείται με την ουσία των επιχειρημάτων μου. Υπενθυμίζω λοιπόν ότι με το κείμενο αυτό προσπάθησα να δώσω μια θεωρητικά υποψιασμένη απάντηση σε ερωτήματα όπως τα εξής: Πώς εξηγείται η ελληνική χρεοκοπία που απλώς ελέγχθηκε χάρις σε νέα δάνεια; Και το σπουδαιότερο: Γιατί ήταν βαθύτερη από την ύφεση άλλων ευρωπαϊκών χωρών, γιατί είχε μεγαλύτερη διάρκεια και τέλος γιατί η επιστροφή στην ανάπτυξη είναι ασθενική, ενώ άλλοι που πέρασαν από τη δοκιμασία των μνημονίων (βλ. Κύπρο) ξέμπλεξαν ταχύτερα από αυτά και σήμερα τρέχουν;
Η απάντηση επιτροχάδην (για τις λεπτομέρειες και περαιτέρω στατιστικά στοιχεία βλέπε το κείμενο «Ελεγχόμενες χρεοκοπίες, οικονομική κρίση και μνημόνια 2009-2019»):
Η μακρά και βαθιά κρίση οφείλεται σε εξωτερικές και εσωτερικές αιτίες και κάθε μία εξηγεί διαφορετικές πτυχές της. Ως προς τις εξωτερικές σημειώνουμε κατ’ αρχάς ότι ήταν μέρος και αποτέλεσμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε το 2008. Επίσης, οι διεθνείς και ευρωπαϊκοί θεσμοί επέλεξαν αναποτελεσματικές πολιτικές μακροοικονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα (και αλλού) και, τέλος, η ίδια η ΟΝΕ δεν διέθετε μηχανισμούς αντιμετώπισης κρίσεων σε κράτη-μέλη της.
Από την άλλη πλευρά, δρούσαν και δρουν οι εσωτερικοί παράγοντες: Σχεδόν συστηματικά πολιτικές αποφάσεις αγνοούσαν τις αλληλεπιδράσεις των οικονομικών μεγεθών και, επομένως, αποδιοργάνωναν την οικονομία. Η πολιτική και οικονομική ηγεσία (ελίτ) του τόπου στήριζε δυσλειτουργικές δομές σε κράτος και οικονομία τις οποίες χαρακτήριζαν αποκλεισμοί και ανορθολογικότητα. Εφαρμόζοντας πελατειακές πρακτικές, διάφορες μερίδες της πολιτικής ελίτ εξασφάλιζαν τη δική τους νομιμοποίηση και τη «συνενοχή» της κοινωνίας για όσα αποφάσιζαν.
«Ατυπες συμπαιγνίες» με τις συντεχνίες απέφεραν αδικαιολόγητα οικονομικά οφέλη σε αυτές έναντι εκλογικής στήριξης. Ο όρος «διαπλοκή» υποδείκνυε ακόμα ότι ηγετικοί οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες είχαν σοβαρό μερίδιο ευθύνης για την κρίση. Βαθμιαία, οι συμπεριφορές αποκάλυπταν ένα βαθύτερο και ευεπίφορο για αυτές θεσμικό πλαίσιο και πολιτισμικό υπόστρωμα.
Στο βιβλίο εστιάζω κυρίως στους εσωτερικούς παράγοντες. Δεν υποτιμώ τη σημασία των εξωτερικών παραγόντων, στους οποίους αναφέρομαι κατά περίσταση, αλλά είναι οι εσωτερικοί παράγοντες εν ευρεία εννοία που εξηγούν κατά κύριο λόγο γιατί η ελληνική κρίση ήταν τόσο βαθιά και είχε μεγαλύτερη διάρκεια από τις κρίσεις άλλων χωρών όπως η Κύπρος και η Πορτογαλία. Με αυτά θα έπρεπε να ασχοληθεί ένας αντίλογος που θέλει να διαφωτίσει και όχι να υπερασπιστεί καταστάσεις που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία.
* Ο κ. Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Οικονομικών και Ευρωπαϊκών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr