1 Ιουλίου 1976: Η Ανελίζε Μίχελ πεθαίνει ήσυχα στον ύπνο της. Το σώμα της είναι καταπονημένο. Ζυγίζει μόλις 30 κιλά. Τα γόνατά της είναι ξεσκισμένα, το πρόσωπό της γεμάτο πληγές και μελανιές και τα δόντια της σπασμένα. Η επίσημη δήλωση από τους γιατρούς ήταν ότι η Ανελίζε πέθανε από υποσιτισμό και αφυδάτωση. Η οικογένειά της και οι επίσκοποι που ήταν υπεύθυνοι για τον εξορκισμό της, ήταν σίγουροι ότι τη σκότωσαν οι δαίμονες που την είχαν κυριέψει για περισσότερα από τρία χρόνια.
Η Ανελίζε Μίχελ γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1952 στην περιοχή Λείμπφινγκ στη Βαυαρία της Γερμανίας. Οι γονείς και τα αδέρφια της από μικρή ηλικία μεγάλωσαν σε ένα βαθιά θρησκευόμενο περιβάλλον. Έως το 1968, η Ανελίζε ζούσε μια τυπική εφηβική ζωή. Τότε, εντελώς ξαφνικά, η Ανελίζε εμφάνισε προβλήματα επικοινωνίας, ενώ οι πόνοι και οι κρίσεις δεν της επέτρεπαν να ελέγξει το κορμί της και να περπατήσει χωρίς τη βοήθεια κάποιου στηρίγματος. Οι γιατροί της διέγνωσαν επιληψία και για την ταχύτερη θεραπεία της, η Ανελίζε εισήχθη σε ψυχιατρικό νοσοκομείο. Η διαμονή της δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η Ανελίζε έπασχε κι από κατάθλιψη.
«Βλέπω στους τοίχους πρόσωπα δαιμονικά, με 7 στέμματα και 7 κέρατα»
Η Ανελίζε ακολουθούσε ιατρική περίθαλψη. Της είχαν χορηγηθεί αντι-επιληπτικά και αντικαταθλιπτικά χάπια. Ωστόσο, στη νεαρή κοπέλα δημιουργήθηκε η έμμονη ιδέα ότι υπάρχουν δαίμονες κι ότι τους βλέπει γύρω της και στους δρόμους. Το ανέφερε πολλές φορές στους γονείς και τον φίλο της. Επικεντρώθηκε στην καθολική πίστη και τις προσευχές.
Σύντομα όμως, απέκτησε μια αποστροφή σε ότι ήταν θρησκευτικό, ενώ σύμβολα όπως ο σταυρός της προκαλούσαν αηδία. Το 1973 η Ανελίζε κατάφερε να αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο, αλλά ήταν πλέον πεπεισμένη ότι είχε δαιμονιστεί. Η κατάσταση της υγείας της χειροτέρευε. Οι παραισθήσεις κατά τη διάρκεια των προσευχών της πλήθαιναν, ενώ όλο και πιο συχνά φώναζε ότι έχει «κυριευθεί από δαίμονες» κι ότι «θα σαπίσει στην κόλαση».
Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου ζήτησε να της κάνουν την τελετή του εξορκισμού. Τα πρώτα συμπτώματα Οι γονείς της Ανελίζε και κυρίως η μητέρα της, Ανν, ήταν θετικοί με την επιθυμία της κόρης τους. Το αίτημά τους στην Καθολική Εκκλησία για τέλεση εξορκισμού απορρίφθηκε πολλές φορές. Η Ανελίζε χρειάστηκε να επισκεφτεί πάρα πολλούς νευρολόγους και ψυχίατρους, ώστε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς της συνέβαινε.
Το Βατικανό δεν μπορούσε να επιτρέψει να γίνει ο εξορκισμός, μία επίπονη διαδικασία, αν τα συμπτώματα μπορούσαν να δικαιολογηθούν επιστημονικά. Οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι η Ανελίζε έπασχε από κάτι «παρόμοιο με την επιληψία» και ότι βέβαια δεν μπορούσε να θεραπευτεί με τον εξορκισμό. Έως τον θάνατό της, η Μίχελ έπαιρνε τα φάρμακα που της είχαν γράψει οι γιατροί της.
Για δύο χρόνια η Ανελίζε βασανιζόταν από συνεχείς κρίσεις. Η γελαστή, φιλική και αγαθή κοπέλα που όλοι γνώριζαν και συμπαθούσαν δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτό που είχε μετατραπεί η Ανελίζε. Έγινε επιθετική κι επικίνδυνη, βλάπτοντας σωματικά τους δικούς της και τον εαυτό της. Περνούσε ώρες κλεισμένη στο δωμάτιο της ουρλιάζοντας, τραυματίζοντας το σώμα της και σπάζοντας σταυρούς. Για τρία χρόνια κοιμόταν στο πέτρινο δάπεδο του σπιτιού της. Τα γόνατά της ήταν κομματιασμένα. Έσκιζε τα ρούχα της και κυκλοφορούσε γυμνή.
Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, όταν ξεκίνησε να τρέφεται με αράχνες κι άλλα έντομα και να πίνει τα ίδια της τα ούρα. Υπήρχαν στιγμές που είχε διαύγεια των πράξεων της, όμως κι αυτές τελικά λιγόστεψαν.
Τελικά η εκκλησία πείστηκε να γίνουν εξορκισμοί. Στις 24 Σεπτέμβρη του 1974, ξεκίνησε ο εξορκισμός της Μίχελ. Για δέκα συνεχόμενους μήνες υπέστη πάνω από 65 εξορκισμούς. Η Καθολική Εκκλησία, αφού πείστηκε ότι τα συμπτώματα της υποδήλωναν δαιμονισμό, ανέθεσε στον πατέρα Άρνολντ Ρεντς και τον πάστορα Ερνστ Αλτ τον «Μεγάλο Εξορκισμό» της Ανελίζε Μίχελ.
Ο εξορκισμός βασίστηκε στο «Rituale Romanum», την τελετή εξορκισμού που ακολουθούσε η Καθολική Εκκλησία από το 1614. Η εξάντληση και η μεταμόρφωση της κοπέλας κατά τη διάρκεια των εξορκισμών Ο εξορκισμός έγινε με άκρα μυστικότητα. Το πρόσωπο της είχε μεταμορφωθεί και κατά τη διάρκεια των τελετών, η κοπέλα μιλούσε με μία απόκοσμη, βαθιά φωνή.
Ο πατέρας Άρνολντ Ρεντς από κάποιο σημείο κι έπειτα ηχογράφησε τον εξορκισμό της κοπέλας, καθώς ήταν αδύνατο να απομνημονεύσει ό,τι έλεγε η Ανελίζε. Μεταξύ άλλων, η κοπέλα φώναζε ότι είχε κυριευθεί από δαίμονες που δεν μπορούσαν να φύγουν από το σώμα της.
Ο Άρνολντ Ρεντς μέσα από ερωτήσεις, όπως «ποιος είσαι» και «ποια είναι τα ονόματα σου», απευθυνόταν στους δαίμονες που βρίσκονταν στο σώμα της. Τελικά κατέληξε ότι έξι δαίμονες κυριαρχούσαν στην Ανελίζε. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο Εωσφόρος, ο Χίτλερ, ο έκπτωτος ιερέας Φλάισμαν, ο Νέρων κι ο Κάιν.
Υπήρχαν φορές που χρειάστηκε να αλυσοδέσουν την Ανελίζε προκειμένου να μη βλάψει τον εαυτό της και τους γύρω της, καθώς η δύναμή της ήταν τόση, που ακόμη και τρεις άνδρες δεν μπορούσαν να τη συγκρατήσουν. Μάρτυρες του εξορκισμού ανέφεραν ότι το σώμα της κοπέλας, κυριευμένο από παραφυσικά πλάσματα, είχε γεμίσει εκδορές και μελανιές, ενώ υπήρχαν φορές που το κορμί της αιωρούταν κι έπειτα έπεφτε με δύναμη στο πέτρινο δάπεδο. Στις 30 Ιουνίου του 1976 τελέστηκε ο τελευταίος εξορκισμός.
Το βράδυ, η εξαθλιωμένη Ανελίζε είπε στη μητέρα της ότι κάτι θα συμβεί. Το πρωί ήταν νεκρή. Τα τελευταία της λόγια προς τους εξορκιστές ήταν «ικετεύστε για την άφεση», ενώ στη μητέρα της είπε: «μητέρα, είμαι φοβισμένη».
Απόσπασμα από τον εξορκισμό της Ανελίζε Μίτσελ, από τις ηχογραφήσεις του πατέρα Άρνολντ Ρεντς:
Use Facebook to Comment on this Post