ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
1. Η συμφωνία των Πρεσπών, ενόψει του άρθρου 28 παρ. 1 Σ, έχει, ως διεθνής σύμβαση, ισχύ υπέρτερη του τυπικού νόμου. Ετσι, νόμος ψηφιζόμενος από τη Βουλή δεν μπορεί να αγγίξει το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής. Τι μπορεί λοιπόν να γίνει μετά την κύρωση; Το άρθρο 41 παρ. 2 Σ ορίζει: «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη Βουλή, με πρόταση της κυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπισθεί [από την επόμενη Βουλή] εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας». Η δε επίλυση του Σκοπιανού προφανώς αποτελεί «εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας» που ουδείς εχέφρων δύναται να αμφισβητήσει.
2. Εφόσον λοιπόν ανακύψει τέτοιο θέμα, η έννοια του άρθρου 41 παρ. 2 Σ είναι ότι επ’ αυτού πρέπει να πάρει θέση το εκλογικό σώμα, όχι δε η κυβέρνηση η οποία είναι υποχρεωμένη, εν προκειμένω, να προτείνει στον ΠτΔ τη διάλυση της ενεστώσης Βουλής, ώστε για το θέμα αυτό να έχουν την ευκαιρία να τοποθετηθούν όλα τα κόμματα κατά την ακολουθούσα προεκλογική περίοδο και ο λαός, με την ψήφο του, να επιλέξει το κόμμα εκείνο που προσεγγίζει περισσότερο σε αυτό που θέλει η πλειοψηφία των πολιτών. Με άλλες λέξεις, το Σύνταγμα αρνείται στην κυβέρνηση που ασκούσε την εξουσία όταν ανέκυψε «εθνικό θέμα» να το λύσει μόνη της, όταν μάλιστα ούτε αυτή ούτε και τα άλλα κόμματα είχαν τοποθετηθεί επ’ αυτού πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών του 2015. Αρα, το Σύνταγμα αντιλαμβάνεται την επίλυση του εθνικού αυτού θέματος μόνον μέσω της παρεμβολής εκλογών, συνεπώς η προηγούμενη Βουλή δεν είχε αρμοδιότητα να το λύσει.
3. Τα παραπάνω δεν ανατρέπονται από το γεγονός ότι έχει γίνει επίκληση του ως άνω άρθρου εννέα φορές για την πρόωρη διάλυση της Βουλής, χωρίς όμως ποτέ να συντρέχει τέτοιος εξαιρετικός λόγος, φαίνεται δε κρατούσα η άποψη ότι είναι εντεύθεν ανέλεγκτη η εξ αυτού του λόγου πρόταση διάλυσης της Βουλής. Εν προκειμένω όμως, όπου για πρώτη φορά συντρέχει αδιαμφισβήτητα «εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας», δεν ανήκει πλέον στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης η εφαρμογή ή μη του άρθρου 41 παρ. 2 Σ, αλλά αυτή υποχρεούται να προτείνει στον ΠτΔ τη διάλυση της Βουλής. Το ότι καταχρηστικώς γινόταν επίκληση του άρθρου αυτού για πρόωρη διάλυση της Βουλής, δεν σημαίνει ότι τώρα που συντρέχουν οι προϋποθέσεις η κυβέρνηση, παρά ταύτα, δεν υποχρεούται να το εφαρμόσει. Εδώ διαπιστώνεται μία λογική ανακολουθία (unlogisch) και η κυβέρνηση έχει παραβιάσει το άρθρο 41 παρ. 2 Σ που προφανώς θέτει επιτακτικό κανόνα και σοφά τέθηκε, αφού στοχεύει στην κατά το δυνατόν μη διατάραξη της συνοχής της ελληνικής κοινωνίας.
4. Αλλωστε, ενόψει της δημοκρατικής αρχής, ασαφείς διατάξεις του Συντάγματος, όπως η παραπάνω, πρέπει να ερμηνεύονται υπέρ του κυρίαρχου λαού που εκφράζεται κατά τις εκλογές και μέσα στη Βουλή, όχι δε υπέρ της περαιτέρω ενίσχυσης του πρωθυπουργοκεντρικού χαρακτήρα του πολιτεύματος. Τούτο όμως θα συμβαίνει αν δεχθούμε ότι, ακόμη και όταν συντρέχει «εθνικό θέμα», η διάλυση της Βουλής ανήκει, και τότε, στη διακριτική εξουσία της κυβέρνησης! Μα, το άρθρο 41 παρ. 2 Σ δεν τέθηκε για να παραβιάζεται, αλλά για να εφαρμόζεται εφόσον συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Το Σύνταγμα αξιώνει εδώ την ανανέωση της λαϊκής εντολής που όμως δεν έγινε. Αρα, η συμφωνία των Πρεσπών τελικά υπεγράφη και κυρώθηκε από αναρμόδια όργανα.
5. Στην περίπτωση αυτή, η Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969) προβλέπει, ως προς την αρμοδιότητα του οργάνου για διεθνή δέσμευση της χώρας, τα εξής: Στο άρθρο 46, η αναρμοδιότητα είναι ο πρώτος λόγος ακυρότητας (nullité) της σύμβασης, η ανάλυση του οποίου καταλήγει στους εξής κυρίως κανόνες: α) το κράτος δεν μπορεί να επικαλείται την εσωτερική του νομοθεσία για τη μη δέσμευσή του από διεθνή σύμβαση, β) κατ’ εξαίρεση ο ως άνω κανόνας κάμπτεται σε περίπτωση αναρμοδιότητας, γ) για να υπάρχει αναρμοδιότητα, πρέπει ο παραβιασθείς συνταγματικός κανόνας να έχει θεμελιώδη χαρακτήρα, δ) η συμμετοχή του νομοθετικού οργάνου στη διαδικασία σύναψης διεθνούς σύμβασης αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της δημοκρατικής αρχής, δηλαδή έχει θεμελιώδη χαρακτήρα, ε) η παραβίαση όμως πρέπει να είναι και πρόδηλη (manifeste), εφόσον γι’ αυτό πείθεται ένας τρίτος (διαιτητής ή δικαστήριο) που πρέπει να αποφαίνεται σύμφωνα με την καλή πίστη (βλ. στον Michael Bothe, ερμ. του άρθρου 46 στο τρίτομο έργο της Συνθήκης της Βιέννης των Olivier Corten/Pierre Klein, Bruylant, 2006).
6. Εν προκειμένω, η πλευρά των Σκοπίων προφανώς γνώριζε ότι η κυβέρνηση Τσίπρα δεν εξέφραζε την πλειοψηφία της Βουλής, αφού διέθετε μόνον 145 βουλευτές, ενώ και πριν από την υπογραφή της συμφωνίας ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ διαλαλούσε ότι το κόμμα του θα καταψηφίσει τη συμφωνία στη Βουλή. Φαίνεται όμως ότι η κυβέρνηση είχε έγκαιρα διαβεβαιώσει τον Ζάεφ ότι τελικά η Βουλή θα υπερψήφιζε τη συμφωνία, όπως και έγινε, με παροχή υπουργικών αξιωμάτων και θέσεων σε βουλευτές άλλων κομμάτων.
7. Υπήρχε λοιπόν εσκεμμένη και έκδηλη αναρμοδιότητα της κυβέρνησης και της Βουλής που τη στηρίζει, διότι με τις παραπάνω μεθοδεύσεις παρακάμφθηκε η αρμοδιότητα της επόμενης Βουλής να αποφασίσει, με τη νέα κυβερνητική πλειοψηφία, για την τύχη των διαπραγματεύσεων. Αρα, η συμφωνία των Πρεσπών είναι άκυρη και η Ελλάδα δεν δεσμεύεται από αυτήν.
8. Πρέπει, λοιπόν, η χώρα μας να γνωστοποιήσει στα Σκόπια ότι η συμφωνία είναι άκυρη, διότι παραβιάζει τον κανόνα περί αρμοδιότητας του νομοθετικού οργάνου που έχει θεμελιώδη χαρακτήρα. Αν δε οι Σκοπιανοί έχουν αντιρρήσεις, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 3 της Συνθήκης της Βιέννης, να ζητήσουν τη λύση της διαφοράς σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 33 του Χάρτη του ΟΗΕ, π.χ. διαπραγματεύσεις ή μεσολάβηση τρίτου ως διαιτητή ή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Τα εκτεθέντα αφορούν τον ορθό «νομικό» χειρισμό της συμφωνίας των Πρεσπών. Αλλο είναι το θέμα πώς μεταγενέστερη κυβέρνηση θα θελήσει να αντιμετωπίσει το ζήτημα αυτό (που γι’ αυτήν θα είναι ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο), δοθέντος ότι οι πολιτικές και διπλωματικές παράμετροι είναι εδώ προφανείς.
* Ο κ. Πέτρος Ι. Παραράς είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, επίτιμος αντιπρόεδρος Συμβ. Επικρατείας.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr