ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Η εθνική μας τελετουργία, εκτός των άλλων εορτών, περιλαμβάνει και μία ακόμη άτυπη, του Αυγούστου. Είναι η ημέρα που ανακοινώνονται τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Σύσσωμη σχεδόν η κοινωνία, ο πολιτικός και δημοσιογραφικός κόσμος παρακολουθούν, σχολιάζουν, αναλύουν. Την Τρίτη 27.08, λοιπόν, ήρθε εκ νέου αυτή η «εορταστική» ημέρα.
Πατάει κανείς με ενδιαφέρον τον ιστοσύνδεσμο που κατεβάζει το αρχείο με τις βάσεις εισαγωγής. Νομίζω ότι είναι μια ενέργεια την οποία θα πρέπει να κάνει κάθε ανήσυχος και διερευνητικός πολίτης. Πρόκειται για μια κοινωνικοεκπαιδευτική εικόνα της 18χρονης νεολαίας μας, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Οπως όλες οι «αναγνώσεις» εικόνων, έγκειται και αυτή στη ματιά του παρατηρητή της. Καλός είναι ο σχετικισμός, αλλά υπάρχουν και μερικά στοιχεία που προβάλλουν απαρασάλευτα. Και τότε η εορτή μετατρέπεται σε κατήφεια. Από την πλευρά μου, θα πρόσθετα και σε θυμό. Οι λόγοι, πολλοί. Εδώ θα αρκεστώ στον πιο σημαντικό.
Αριθμός υποψηφίων εφέτος: 103.963. Αριθμός εισακτέων: 80.696 θέσεις (περίπου 79.400 σε ΑΕΙ και 1.296 σε στρατιωτικές σχολές και σχολές Αστυνομίας και Πυροσβεστικής). Πρώτο συμπέρασμα: Ενας σημαντικός αριθμός τελειόφοιτων, οι 23.367, δεν μπορεί (ή και δεν θέλει, για λόγους που ποικίλλουν από την αδυναμία ή την αδιαφορία για σπουδές έως την επίλυση της επιθυμίας για σπουδές με οδούς του εξωτερικού και άλλους τρόπους) να ανταποκριθεί στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Επίσης, συμφώνως και με την ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας, το 25% των επιτυχόντων από τα Γενικά Λύκεια της χώρας έχουν συγκεντρώσει βαθμολογία κάτω από τα 10.000 μόρια. Ενας επιπλέον αριθμός επιτυχόντων, το 40% που είχε φοιτήσει σε Επαγγελματικά Λύκεια, επίσης συγκέντρωσε την ίδια ιδιαιτέρως χαμηλή βαθμολογία. Χάριν απλούστευσης, ας πούμε ότι, αθροιστικά, αυτός ο αριθμός είναι περίπου 25.000 νέοι φοιτητές. Παρότι κατόρθωσαν να εισαχθούν (ή μήπως κατόρθωσε το εξεταστικό σύστημα να τους εισάγει;), δύσκολα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε για τους φοιτητές αυτούς ότι επέτυχαν και στις εξετάσεις. Εφόσον εξετάσεις ορίσουμε μια διαδικασία ελέγχου των γνώσεων και όχι έναν συγκριτικό και πολυπαραγοντικό αριθμό.
Από εδώ απορρέει ένα βασικό ερώτημα: Και τι θα κάνουν όλα αυτά τα παιδιά κατά τη φοίτησή τους στο πανεπιστήμιο; Φυσικά, μερικά θα καλύψουν το χαμένο έδαφος. Πάντα υπάρχουν οι εξαιρετικές –το εννοώ δίσημα, ποιοτικά και ποσοτικά– περιπτώσεις. Η πλειονότητα, όμως, πότε θα καλύψει τα γνωστικά κενά, ακόμη και στα βασικότερα ζητήματα, της έκφρασης γνώμης, της επίλυσης προβλημάτων, της οργανωμένης παράθεσης γνώσεων; Τα πανεπιστημιακά τμήματα που θα χρειαστεί να διαχειριστούν τα ελλείμματα αυτών των παιδιών πώς θα μπορέσουν να ανταποκριθούν; Με ένα άνισο μείγμα: με ανάληψη γνωστικών υποχρεώσεων που δεν θα έπρεπε να επιφορτιστούν και, κυρίως, με περιορισμό των απαιτήσεών τους και με διαρκώς ελαστικότερη διάθεση στις αξιολογήσεις τους. Μαγευτικά είναι συχνά, όταν δεν γίνονται επικίνδυνα, ορισμένα φυσικά φαινόμενα, όπως οι χιονοστιβάδες. Ομως, η εκπαιδευτική χιονοστιβάδα προκαλεί τρόμο. Τρόμο, που ενισχύεται σε μια κοινωνία η οποία έχει ανάγκη από εντατική προσπάθεια. Σε μια κοινωνία που πλήρωσε και πληρώνει ακριβά τις λεκτικές ακροβασίες και τις μετονομασίες. Η μετονομασία της ήσσονος προσπάθειας σε επιτυχία είναι καταστροφική για την εκπαίδευση.
Και ένα ακόμη βασικό ζήτημα, συνεπακόλουθο και εξαιρετικά ευαίσθητο: Προτιμούμε ανοικτές διαδικασίες πανεπιστημιακής εισαγωγής για τη νεολαία μας ή πανεπιστήμια που δίνουν διπλώματα άξια να ονομάζονται «πανεπιστημιακά πτυχία»; Κατ’ αρχάς, να διευκρινίσω ότι η διάζευξη «ή» είναι ψευτοδίλημμα. Προτιμούμε και χρειαζόμαστε και τα δύο. Ομως, ο δρόμος από το πρώτο προς το δεύτερο είναι, αυτή τη στιγμή, ατελέσφορος. Ακόμη και αν μεταθέσουμε στην εκπαίδευση πολλές από τις άλλες κρατικές μας δαπάνες. Η νοοτροπία θα καταπιεί τα χρήματα, μαζί και την προσπάθεια. Ο δρόμος είναι από το δεύτερο προς το πρώτο, και ας θίγει αυτό υποτιθέμενες κοινωνικές κατακτήσεις. Ενα αγαθό απαξιωμένο, ακόμη και αν διατηρεί τη ζήτησή του για άλλους, παράλληλους από τους βασικούς, λόγους για τους οποίους παρέχεται, δεν θα ανακτήσει ποτέ την αξία του. Η εκπαίδευση, το βασικό αυτό κοινωνικό αγαθό, εκτός από ζήτηση, θα πρέπει να έχει και καταξιωμένο περιεχόμενο. Είναι αγαθό που πρέπει να παρέχεται προς κατάκτηση και όχι να κατακτάται ως παροχή.
Το εκπαιδευτικό μας σύστημα πάσχει συνολικά και βαρύτατα. Αναγκαία είναι η συζήτηση για θεσμικές αλλαγές που θα επιφέρουν άμεσες και μακροχρόνιες βελτιώσεις. Υπάρχει όμως ένας καθημερινός παράγοντας που θα πρέπει να αλλάξει άμεσα: η νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας. Από μόνη της αυτή η αλλαγή μπορεί να δώσει αποτελέσματα. Ακόμη και στο σημερινό εκπαιδευτικό τοπίο, που είναι παρωχημένο και επιβαρυμένο από τις πολιτικές διαχειρίσεις του. Θεωρώ ότι στους αριθμούς των εφετινών Πανελλαδικών Εξετάσεων χρειάζεται να γίνει μεγάλη και πολλαπλή επεξεργασία. Επίσης, χρειάζεται να μάθει η κοινωνία τα στοιχεία και τις επεξεργασίες αυτές. Χρειάζεται να αντιμετωπίσει την εικόνα της. Με θάρρος. Χωρίς διάθεση για αδράνειες και ετήσια βολέματα. Αλλωστε, πόσο μπορεί μια κοινωνία να βολευτεί, όταν η εκπαίδευση τρίζει κάτω από τα πόδια της;
* Ο κ. Παναγιώτης Κιμουρτζής είναι καθηγητής Εκπαιδευτικής Πολιτικής και Ιστορίας της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ιστορικών της Εκπαίδευσης.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr