αδιάψευστο μάρτυρα των όσων με επιτυχία εφάρμοσε στο νησί η Τουρκία μετά το 1964 με το περιβόητο «Πρόγραμμα Διάλυσης και Τουρκοποίησης», με το οποίο ουσιαστικά ξερίζωσε το ελληνικό στοιχείο που ως τότε πλειοψηφούσε. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, κάτι φαίνεται να αλλάζει στο Σχοινούδι, και ουσιαστικά σε ολόκληρη την Ιμβρο, εξαιτίας ενός ανθρώπου που πήρε την απόφαση να επιστρέψει πίσω και να ζωντανέψει τον τόπο του.
«Δεν ήθελα να φύγω από την Ιμβρο. Μας ανάγκασαν να φύγουμε. Αλλά πάντα είχα στον νου μου πως κάποια μέρα θα γυρίσω πίσω», λέει στο «ΘΕΜΑ» ο κ. Νίκος Δολδούρης, ο οποίος το 1966 -στο ζενίθ των τουρκικών μεθοδεύσεων- εγκατέλειψε με την οικογένειά του το νησί, για να βρεθεί στην Αθήνα και από εκεί στη μακρινή Αυστραλία.
Με τη Συνθήκη της Λωζάνης -το 1923- η Ιμβρος -όπως και η μικρότερη Τένεδος- παραχωρήθηκε στην Τουρκία λόγω… γεωγραφικής θέσης, αφού τα δύο νησιά βρίσκονται πλησίον των Στενών των Δαρδανελίων. Η ίδια συνθήκη προέβλεπε «ειδικό καθεστώς αυτοδιοίκησης», το οποίο ουδέποτε σεβάστηκε η Αγκυρα, η οποία γρήγορα έθεσε σε εφαρμογή σχέδιο εκτουρκισμού του νησιού, με εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού και εποικισμό του από Τούρκους της ενδοχώρας αλλά και της Βουλγαρίας.
Οι αριθμοί μαρτυρούν όσα με επιτυχία εφάρμοσε η Αγκυρα στην Ιμβρο. Από τους 6.555 Ελληνες του 1927 -σε σχέση με τους 155 Τούρκους που κατοικούσαν τότε στο νησί- σήμερα οι αριθμοί αυτοί έχουν αντιστραφεί άρδην. Το 2000 οι Τούρκοι στην Ιμβρο έφτασαν τους 8.913 και οι Ελληνες περιορίστηκαν δραματικά σε 135. Οι Τούρκοι δεν άλλαξαν μόνο τις ελληνικές ονομασίες των επτά χωριών του νησιού (Παναγία, Γλυκύ, Κάστρο, Ευλάμπιο, Αγιοι Θεόδωροι, Αγρίδια και Σχοινούδι), αλλά τα εποίκησαν κιόλας, καταπατώντας ιδιοκτησίες ομογενών.
Παράλληλα έχτισαν τέσσερα νέα χωριά (Eselek, Ugurlu, Sahinkaya, Sirinkoy) μεταφέροντας σε αυτά Τουρκοπόντιους από την περιοχή της Τραπεζούντας, Κούρδους από τα βάθη της χώρας, ακόμη και Τουρκοβούλγαρους.
Ως τις αρχές της δεκαετίας του 1960 το Σχοινούδι (σημερινό Derekoy) ήταν το μεγαλύτερο χωριό όχι μονάχα της Ιμβρου, αλλά και ολόκληρης της Τουρκίας. Αριθμούσε σχεδόν 2.500 κατοίκους, όλοι τους Ελληνες, που στην πλειονότητά τους ασχολούνταν με τη γη -κατείχαν σχεδόν τα 2/3 των καλλιεργήσιμων εκτάσεων του νησιού- και δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο όχι μόνο στα κοντινά νησιά του Αιγαίου, αλλά έφταναν έως την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και τη Θεσσαλονίκη.
Τι ήταν, τι απέγινε
Ηδη από τις αρχές του 20ού αιώνα το χωριό διέθετε επτατάξια Αστική Σχολή και μια αξιοσημείωτη κοινοτική οργάνωση που περιγράφεται στον «Κανονισμό Κοινότητος Σχοινουδίου» που τέθηκε σε λειτουργία το 1904, εφαρμόστηκε επί ελληνικής κυριαρχίας (1912-1923) και καταργήθηκε μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923), όπως και η ίδια η συνθήκη άλλωστε από τους Τούρκους. Το Σχοινούδι ήταν ουσιαστικά το οικονομικό και εμπορικό κέντρο του νησιού, όπως μαρτυρούν σήμερα τα δεκάδες μισογκρεμισμένα σπίτια και καταστήματα, πολλά χτισμένα με τον μοντέρνο ρυθμό της εποχής. Μόνο το εμπορικό κέντρο του χωριού κάλυπτε έκταση 15 περίπου στρεμμάτων, ενώ λειτουργούσαν και δύο κινηματογράφοι που προέβαλλαν και ελληνικές ταινίες της εποχής. Μόνο ο αφανισμός του Σχοινουδίου θα επέτρεπε στην Τουρκία να εφαρμόσει με επιτυχία το λεγόμενο «Πρόγραμμα Διάλυσης και Τουρκοποίησης» που τέθηκε σε εφαρμογή το 1964 στην Ιμβρο και ήταν ουσιαστικά η αρχή του τέλους για τη μακραίωνη παρουσία του Ελληνισμού στο νησί.
Η αρχή έγινε με τη λειτουργία στον κάμπο του Σχοινουδίου Ανοικτών Αγροτικών Φυλακών. Οι βαρυποινίτες κυκλοφορούσαν ελεύθερα στο χωριό, βιαιοπραγώντας και τρομοκρατώντας τους ομογενείς κατοίκους, αλλά και λεηλατώντας τις περιουσίες τους. Ακολούθησε η απαλλοτρίωση όλων των εκτάσεων στον εύφορο κάμπο, με αποτέλεσμα να σταματήσει κάθε οικονομική δραστηριότητα στην περιοχή. Ωστόσο -σε μια εποχή όπου ήταν σε έξαρση το κυπριακό πρόβλημα- η απαγόρευση λειτουργίας ελληνικών σχολείων, οι καταστροφές και οι λεηλασίες των εκκλησιών και οι απειλητικές διαθέσεις των καταδίκων, αλλά και των εποίκων που είχαν κατακλύσει το νησί, οδήγησαν εκατοντάδες Ελληνες του χωριού -όπως και ολόκληρης της Ιμβρου- να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. «Η κατάσταση πλέον είχε φτάσει στο απροχώρητο. Δεν υπήρχε μέλλον και ελπίδα. Μαζέψαμε τα υπάρχοντά μας σε δυο βαλίτσες, κλειδώσαμε το σπίτι και κατεβήκαμε στο λιμάνι για να πάρουμε το καράβι για την απέναντι ακτή και καταλήξαμε οικογενειακώς στην Αθήνα», λέει ο κ. Δολδούρης, ο οποίος άφησε πίσω του το νησί σε ηλικία 24 ετών. Η ιστορία της οικογένειάς του είναι παρόμοια με δεκάδες άλλων της Ιμβρου, που μέσα σε μια νύχτα εγκατέλειψαν σπίτια και περιουσίες ρίχνοντας μαύρη πέτρα – μέχρι πρότινος τουλάχιστον. Σήμερα ο ελληνικός πληθυσμός του Σχοινουδίου δεν ξεπερνάει τους 30 Ελληνες, ενώ υπάρχουν και οικογένειες Κούρδων που κατέλαβαν αυθαίρετα ελληνικά σπίτια.
Ο νόστος
Μετά από 24 χρόνια στην Αυστραλία έφτασε η ώρα του νόστου για τον κ. Δολδούρη, που χωρίς ιδιαίτερη σκέψη άφησε ένα πετυχημένο τουριστικό γραφείο, τις ανέσεις και τις πολυτέλειες, για να ξαναπατήσει τα χώματα του αγαπημένου του νησιού. Μοναδικός του στόχος να ξαναζωντανέψει το χωριό όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, αλλάζοντας την εικόνα της ερήμωσης και της λεηλασίας. «Δεν ήταν αυτά που αφήσαμε. Μ’ έπιασαν τα κλάματα μόλις είδα το κατεστραμμένο χωριό μου και το σπίτι όπου γεννήθηκα. Αλλά ως εκεί. Κατάλαβα πως με τα κλάματα δεν γίνεται τίποτα. Ή φεύγεις και ρίχνεις μαύρη πέτρα πίσω σου ή μένεις και κάνεις πράξεις… καλές τρέλες θα έλεγα», λέει, και συνεχίζει με νόημα: «Δυστυχώς ό,τι ήταν να γίνει έγινε. Πλέον δεν πρέπει να μεμψιμοιρούμε, αλλά να βλέπουμε μπροστά και σταθερά. Αυτό ήταν και εξακολουθεί να είναι μέχρι σήμερα το σκεπτικό μου». Τα πολλά επιδιορθωμένα και φρεσκοβαμμένα σπίτια, που ξεχωρίζουν μέσα στα υπόλοιπα ερειπωμένα στο Σχοινούδι, φαίνεται να τον δικαιώνουν. Με την υποστήριξη λίγων καλών φίλων από την Ελλάδα και το εξωτερικό, ξεκίνησε να ανακατασκευάζει τα παλαιά σπίτια της οικογένειάς του και να κάνει δημόσια έργα τα οποία είχαν αφεθεί στον χρόνο, όπως η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, το νεκροταφείο, δρόμοι κ.ά. Στην αρχή οι Τούρκοι -Αρχές και έποικοι- τον αντιμετώπισαν με καχυποψία, ωστόσο γρήγορα αντιλήφθηκαν πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που μοναδική κινητήρια δύναμή του ήταν η αγάπη για τον τόπο του. «Οι αρχικές δυσκολίες πέρασαν και ανήκουν στο παρελθόν. Οι Τούρκοι κατάλαβαν πως μέλημά μου είναι να ζωντανέψει το νησί.
Πάντοτε πίστευα πως όταν ευημερεί ο λαός, είτε είναι Ελληνες, είτε Τούρκοι, δεν υπάρχουν προβλήματα. Γι’ αυτό και μόνο εργάζομαι όλα αυτά τα χρόνια», λέει. Βλέποντας την προσπάθειά του να αποδίδει, πολλοί Ιμβριοι που ζουν εκτός νησιού πήραν θάρρος και επέστρεψαν για να διορθώσουν τα πατρικά τους σπίτια. Ετσι, χρόνο με τον χρόνο, όλο και περισσότερα σπίτια του χωριού έπαιρναν και πάλι ζωή, όπως την παλιά καλή εποχή.
Πρώτα ο πολιτισμός
Δεν έμεινε όμως μόνο στο ζωντάνεμα του χωριού. Ο κ. Δολδούρης, πιστεύοντας πως ο πολιτισμός είναι το καλύτερο μέσο συμφιλίωσης των λαών, ξεκίνησε το 1994 να πραγματοποιεί μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις στο άτυπο πολιτιστικό κέντρο που δημιούργησε στο κτήμα της οικογένειάς του, απ’ όπου πέρασαν γνωστοί καλλιτέχνες όπως οι: Ρος Ντέιλι, Αμίν Αλαγκαμπού, Σωκράτης Σινόπουλος, Δόμνα Σαμίου, Γιώργος Νταλάρας, Γλυκερία, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Δήμητρα Γαλάνη, Πέτρος Γαϊτάνος, Σοφία Νεοχωρίτου, Θανάσης Γκαϊφύλλιας.
Το 1996 η συναυλία του Γιώργου Νταλάρα, σε μια εποχή όπου οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν στο κόκκινο λόγω των γεγονότων στην Κύπρο (δολοφονία Ισαάκ – Σολωμού), ήταν το κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός στο νησί και την παρακολούθησαν όχι μόνο απλοί Τούρκοι αλλά και οι τοπικοί άρχοντες. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, με πρωτοβουλία του κ. Δολδούρη, πραγματοποιούνται μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις και στο δημοτικό αμφιθέατρο στην Παναγιά, έδρα του δήμου. Από το 2000 μέχρι σήμερα περίπου 35 μουσικοχορευτικά σχήματα από την Ελλάδα έχουν δώσει παραστάσεις στην Ιμβρο, φιλοξενούμενα στους ξενώνες του κ. Δολδούρη.
Παρά τα όσα ενθαρρυντικά έχουν γίνει πάντως στο νησί, ο ίδιος δηλώνει ρεαλιστής. «Η κατάσταση σήμερα στην Ιμβρο για το ελληνικό στοιχείο είναι πολύ καλύτερη σε σχέση με πριν από 20 και 30 χρόνια. Επέστρεψαν και κάποιοι από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Ομως για να μην υπάρξει ημερομηνία λήξης, θα πρέπει να γίνουν πολλά που θα οδηγήσουν νέους Ιμβριους να επιστρέψουν μόνιμα στο νησί, να ζήσουν και να εργαστούν εδώ», λέει, παραπέμποντάς μας στο τραγούδι «Ρήμαξαν τα χωριά μας» του Γιώργου Νταλάρα.