Μια φορά κι έναν καιρό ένας πλούσιος πατέρας μεγάλωνε τα δύο του παιδιά σε ένα πανέμορφο σπίτι. Κανείς δεν ήξερε τι είχε απογίνει η γυναίκα του, αλλά τα παιδιά δεν την ανέφεραν ποτέ.
Τίποτα δεν έλειπε από το σπιτικό τους και τα παιδιά έδειχναν να απολαμβάνουν την αφθονία και τη στοργή του πατέρα τους, που καθημερινά, έκανε ό, τι μπορούσε για να εκπληρώνει κάθε τους επιθυμία. Εκτός από μία.
Στο σπίτι υπήρχε ένα δωμάτιο, στο οποίο δεν έπρεπε να μπουν. «Αν μπείτε», τους είπε, «δεν θα είσαστε ποτέ πια ευτυχισμένα».
«Αληθεύει», τους είπε, «πως ο πατέρας σας δεν σάς επιτρέπει να κυκλοφορείτε ελεύθερα μέσα στο σπίτι;»
«Όχι», απάντησε ενοχλημένος ο γιος και του εξήγησε πως η απαγόρευση ίσχυε για ένα μόνο δωμάτιο. «Αν μπούμε μέσα κει, θα γίνουμε δυστυχισμένοι», τού εξήγησε.
Ο θείος χαμογέλασε ειρωνικά. «Ανοησίες! Αντιθέτως, αν μπείτε σε αυτό το δωμάτιο, θα μεγαλώσετε και θα γίνεται όπως αυτός. Θα αποκτήσετε γνώση και δεν θα τον έχετε ανάγκη να σας λέει τι να κάνετε. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από την ελευθερία. Και επειδή το γνωρίζει, δεν σάς αφήνει να μπείτε».
Μόλις έφυγε ο θείος, η μικρή αποφάσισε να σκοτώσει την πλήξη της και άνοιξε την πόρτα του δωματίου. Αυτό που αντίκρισε της έκοψε την ανάσα. Χιλιάδες τόμοι με βιβλία από άκρη σ’ άκρη σκορπισμένα σε όλο το δωμάτιο και άλλα τόσα, τακτικά τοποθετημένα σε ράφια, κάλυπταν κάθε σπιθαμή τοίχου. Ξεφύλλισε μερικά και αντιλήφθηκε πως έγραφαν για ανθρώπους, τόπους και καταστάσεις που της ήταν εντελώς άγνωστα. Και ξαφνικά, ένιωσε πως είναι μεγαλύτερη απ’ όσο νόμιζε. Έτρεξε στον αδερφό της και του είπε τα νέα. Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός της, που δεν δυσκολεύτηκε να τον πείσει να μπει κι εκείνος. Διάβασε μερικές σελίδες και ένα κύμα χαράς πλημμύρισε το βαριεστημένο μυαλό του. «Βλέπεις;», τού είπε η αδελφή του, «δεν γίναμε καθόλου δυστυχισμένοι. Αντίθετα, είμαστε πολύ χαρούμενοι».
Κάθε μέρα, όταν έλειπε ο πατέρας, τα παιδιά κλείνονταν με τις ώρες στο δωμάτιο και μελετούσαν ασταμάτητα. Και κάθε μέρα που κοιτούσαν τον καθρέφτη τους, διαπίστωναν πως δεν είναι πια παιδιά. Αλλά, αυτό το διαπίστωσε και ο πατέρας. Έτσι, ένα πρωί παραμόνευσε μέχρι να μπουν τα παιδιά στο δωμάτιο και τα έπιασε «στα πράσα». Στάθηκε μπροστά στον γιο του, όχι τόσο θυμωμένος όσο απογοητευμένος.
«Γιατί; Γιατί παράκουσες γιε μου;»
Ο γιος ντράπηκε, φοβήθηκε, τα’ χασε…
«Εγώ; Η αδερφή που μού φόρτωσες, αυτή μπήκε πρώτη και παρέσυρε κι εμένα»
Ο πατέρας γυρίζει το βλέμμα προς την κόρη.
«Γιατί κόρη μου;»
«Ο θείος με ξεγέλασε και μπήκα», απάντησε εκείνη ατάραχα.Ο πατέρας πλησίασε πρώτα τον γιο του και τού είπε:
«Επειδή δεν εμπιστεύτηκες εμένα, αλλά άκουσες την αδερφή σου, θα ζήσεις με κόπο και βάσανα. Αφού μεγάλωσες, όπως το επιθυμούσες, εσύ θα φροντίζεις πια για όσα χρειάζονται για να ζήσετε. Εσύ μονάχος σου θα λύνεις τα προβλήματα του σπιτιού και της ζωής σας– και δεν φαντάζεσαι πόσα είναι – χωρίς τη βοήθειά μου. Για κάθε πρόβλημα θα ψάχνεις μόνος στα βιβλία σου τη λύση»
Ύστερα στράφηκε στην κόρη του
«Όσο για σένα, θα πάθεις κάτι παραπάνω. Θα αισθάνεσαι πάντα ένοχη απέναντί του κι εκείνος θα σε αντιμετωπίζει σαν αυτό που είσαι: την αιτία των προβλημάτων του. Ποτέ πια δεν θα είσαστε αγαπημένοι».
Ο παράξενος πατέρας, έγραψε κι ένα γράμμα στον αδερφό του: «Εσύ, να ξέρεις πως ποτέ δεν θα σε συγχωρήσουν για αυτό που έκανες. Και θα ‘ρθει η μέρα που κάποιος άλλος θα τους τάξει την προστασία που έχασαν από εμένα. Και κουρασμένοι από την ανασφάλεια της ελευθερίας, με χαρά θα ονομαστούν δούλοι του και θα αφεθούν ξανά στην ευλογημένη ευτυχία της άγνοιας».
Την ίδια φορά και τον ίδιο καιρό, κάπου αλλού, ζούσε μια μεγάλη οικογένεια. Θείοι, θείες, ξαδέρφια, όλοι μαζί με τις καλές και τις κακές τους στιγμές. Συνήθιζαν να σέβονται ιδιαίτερα τον γηραιότερο της οικογένειας, ο οποίος κατά κανόνα άφηνε τα μέλη της οικογένειας να αποφασίζουν μόνοι τους για τα περισσότερα ζητήματά τους. Ετούτη τη φορά, ο γέρος – ηγέτης προέκυψε πολύ μούχλας και οι νεώτεροι άρχισαν να δυσανασχετούν. Όλος ο κόσμος γύρω τους άλλαζε και το δικό τους σπίτι είχε καθηλωθεί στο παρελθόν. Διψούσαν για αλλαγές και πρόοδο.
Δεν είναι σαφές πώς ακριβώς ξεκίνησε ο καυγάς, ήταν όμως καταστροφικός. Η οικογένεια χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα, ας πούμε το συντηρητικό και το προοδευτικό, και το καθένα προσπαθούσε να επικρατήσει του άλλου με κάθε τρόπο. Για πολύ καιρό κανείς δεν μπορούσε να νικήσει, ώσπου άλλαξαν οι ισορροπίες. Ένας από το συντηρητικό στρατόπεδο αποφάσισε να υποστηρίξει τους προοδευτικούς. Και δεν ήταν τυχαίος. Ήταν αξιοσέβαστος, σοφός και πολύ δυνατός. Έτσι, οι νεωτεριστές νίκησαν και το μέλλον της οικογένειας διαφαινόταν λαμπρό.
Κάποιες φορές στη ζωή μας είμαστε ο ιδιότροπος πατέρας, άλλοτε παίζουμε τον ρόλο του θείου και πολύ συχνότερα μοιάζουμε με τα τρομαγμένα παιδιά που βιάζονται να πετάξουν την ευθύνη από πάνω τους.
Η υπεύθυνη συμπεριφορά του ήρωα της δεύτερης ιστορίας οφείλεται στη γνώση. Η γνώση πως η ζωή είναι σκληρή, πως η ελευθερία είναι το πιο πολύτιμο αγαθό. Και όπως όλα τα πολύτιμα, είναι πανάκριβη, σε αντίθεση με την προστασία κάποιου υπαρκτού ή φανταστικού αφέντη, που είναι δωρεάν.
Η δεύτερη είναι ο μύθος του Προμηθέα, όπως την παρουσιάζει ο Αισχύλος στο έργο «Προμηθέας Δεσμώτης». Το τέλος του μύθου ήταν το θέμα του τελευταίου έργου της τριλογίας, το οποίο δυστυχώς δεν έχει διασωθεί, αλλά μας είναι γνωστό από αναφορές σε άλλα έργα.-