«Οι νέοι ψηφοφόροι είναι παιδιά που ενηλικιώθηκαν μέσα στην κρίση. Εχουν στάση αμήχανη απέναντι στην πολιτική, εκφράζουν θυμό και απαξίωση», σημειώνει η Μαρίνα Ρήγου, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ: ΣΑΒΒΑΤΙΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
Μπορεί και τα δύο κόμματα που διεκδικούν τη νίκη να χαρακτηρίζουν τις εκλογές της 7ης Ιουλίου τις πλέον κρίσιμες των τελευταίων ετών, ωστόσο η συμμετοχή των πολιτών στις προεκλογικές εκδηλώσεις κάθε άλλο παρά μαζική είναι. Η πλατεία, σε πείσμα του γνωστού άσματος, παραμένει άδεια, ακόμη και για τη Ν.Δ., που διατηρεί ένα ισχυρό δημοσκοπικό προβάδισμα και φλερτάρει με την πρώτη αυτοδύναμη εκδοχή για πρώτη φορά μετά το 2009.
«Ο κόσμος κουράστηκε. Η οικονομική κρίση συνέβαλε διττά σε αυτό. Από τη μια πλευρά, οι άνθρωποι, εξουθενωμένοι στην προσπάθεια επιβίωσης και αντιμετώπισης των συνεπειών της κρίσης, κλείνονται στους δικούς τους κόσμους, από την άλλη, αποδίδοντας την ευθύνη της καταστροφής στο κομματικό σύστημα, γυρίζουν την πλάτη τους στα άλλοτε κραταιά κόμματα, εκτιμώντας επιπλέον πως δεν έχουν να τους προσφέρουν κάτι», σημειώνει η Μαρίνα Ρήγου, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Aλλωστε, όπως η ίδια σημειώνει, «η εποχή της προσέλκυσης ψηφοφόρων μέσω δημιουργίας πελατειακών δικτύων έχει τελειώσει, ή τουλάχιστον έχει περιοριστεί, εξαιτίας της οικονομικής κατάρρευσης». Την ίδια στιγμή που οι πλατείες αδειάζουν, οι λογαριασμοί των followers πολιτικών και κομμάτων στα κοινωνικά δίκτυα γεμίζουν. Τα κοινωνικά δίκτυα αντικαθιστούν τα πελατειακά.
«Παιδί» του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από το οποίο έλαβε πτυχίο Φυσικών Επιστημών και, στη συνέχεια, Επικοινωνίας και ΜΜΕ πριν από το μεταπτυχιακό της στο ίδιο τμήμα, η κ. Ρήγου επισημαίνει πως η απαξίωση της πολιτικής επηρεάζει και το ενημερωτικό πεδίο. «Το κοινό, χαρακτηρίζοντας τα παραδοσιακά μέσα συστημικά και κατηγορώντας τα για προπαγάνδα, στρέφεται στα νέα μέσα και ειδικότερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης». Τα ίδια τα κοινωνικά δίκτυα δίνουν νέες ευκαιρίες προσέλκυσης ψηφοφόρων και, παράλληλα, διαμορφώνουν νέες μορφές αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας. Και μια ψευδαίσθηση οικειότητας, σημειώνω, ότι δηλαδή ο πολιτικός είναι δίπλα στον ψηφοφόρο-ακόλουθό του. «Η υπεραξία των social media και της χρήσης του Διαδικτύου γενικότερα για την προεκλογική εκστρατεία αντλείται από τη δυνατότητα συγκέντρωσης προσωπικών δεδομένων για τους χρήστες-ψηφοφόρους. Eχοντας σχηματίσει το προφίλ του ψηφοφόρου, η στόχευση της προεκλογικής εκστρατείας μπορεί να προσωποποιηθεί», σημειώνει η κ. Ρήγου, προσθέτοντας: «Ο υποψήφιος δεν είναι μόνον οικείος, μια οικειότητα η οποία συντελείται στο φαντασιακό, και στην απόκτησή της συμβάλλουν καθοριστικά και τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα. Είναι ένας φίλος που γνωρίζει και κατανοεί τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει ο ψηφοφόρος –ο ψηφοφόρος, όχι οι ψηφοφόροι– και επιζητεί τη λύση τους. Η προεκλογική εκστρατεία γίνεται εξατομικευμένη και ιδιαίτερα στοχευμένη».
Ανακαλούμε μαζί με τη συνομιλήτριά μου την ιστορία του Διαδικτύου στην πολιτική και κυρίως στις προεκλογικές εκστρατείες. «Το 1994, στις ΗΠΑ, ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος Ρόμπερτ Ντόουλ είναι ο πρώτος που ανακοίνωσε δημοσίως την ύπαρξη του ιστοτόπου του κατά τη διάρκεια μιας τηλεοπτικής αναμέτρησης με τον Μπιλ Κλίντον. Η κίνηση αυτή, στην πρώιμη εκείνη διαδικτυακή εποχή, είχε ως αποτέλεσμα να καταρρεύσει το σύστημα υπό το βάρος εκατομμυρίων “χτυπημάτων”, καθώς μπορούσε να “σηκώσει” ταυτοχρόνως μόνο 10.000 χρήστες», σημειώνει, χαμογελώντας, η κ. Ρήγου, αναλογιζόμενη τις τεχνικές δυνατότητες εκείνης της εποχής. Η τομή, άπαντες αναγνωρίζουν, καταγράφεται το 2008. «Ο Μπαράκ Ομπάμα, ως υποψήφιος των Δημοκρατικών για την προεδρία με σύνθημα “Αυτή η εκστρατεία είναι για σένα”, άλλαξε τον τρόπο επικοινωνίας με τους ψηφοφόρους και έδωσε ξεχωριστό νόημα στη διαδικτυακή προεκλογική εκστρατεία: την κατέστησε πρωτογενή παράγοντα συγκέντρωσης χρημάτων, με το σκεπτικό της συμμετοχής στη διαδικασία αυτή “πολλών με λίγα”. Για τις εκλογές του 2012 οι αναλυτές έκαναν λόγο για εκλογές του Twitter και των έξυπνων κινητών τηλεφώνων. Και η διπλή νίκη της Αλεξάντρια Οκάζιο-Κορτέζ, υποψηφίας των Δημοκρατικών στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της νέας πολιτικής επικοινωνίας των social media και του κόσμου του Instagram και των influencers».
Τι συμβαίνει, όμως, στην Ελλάδα; Η Μαρίνα Ρήγου, η διδακτορική διατριβή της οποίας έχει ως θέμα τις «Σύγχρονες μορφές δημοσιότητας, νέα μέσα και πολιτική», σημειώνει πως «οι πολιτικοί στράφηκαν στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης για αμεσότητα επικοινωνίας και ελευθερία της έκφρασης, καθώς τα παραδοσιακά μέσα χάνουν τον ρόλο του πυλωρού της ροής των ειδήσεων και της παρουσίασης θέσεων και απόψεων». Η ίδια, ωστόσο, επισημαίνει πως «στο ψηφιακό πεδίο, αυτή η ελευθερία συχνά μετατρέπεται σε ασυδοσία». Η αντιπαράθεση εκπίπτει σε χυδαιολογία και ο διάλογος κάθε άλλο παρά εποικοδομητικός μπορεί να χαρακτηριστεί». Και φυσικά υπάρχουν τα τρολ, αυτόβουλα ή έμμισθα, σημειώνω. «Στη συζήτηση παίρνουν μέρος φυσικά πρόσωπα “διατεταγμένης υπηρεσίας” έκφρασης γνώμης, υποστήριξης θέσεων και αρκετά συχνά διάδοσης ψευδών ειδήσεων, όπως και αυτόματοι μηχανισμοί ρομπότ, τα bots, που κι αυτά αναλαμβάνουν αντίστοιχους ρόλους προγραμματισμένα από φυσικά πρόσωπα. Οσο για τα τρολ, προκαλούν με τις θέσεις τους κάθε συζήτηση επιφέροντας πλήγμα στην όποια λογική της». «Ουσιαστικά, στην Ελλάδα, λόγω καθυστερημένης προσαρμογής στα νέα μέσα, περιορίστηκε το διάστημα της χειραφετητικής περιόδου χρήσης τους και περάσαμε πολύ γρήγορα στη δυνατότητα νόθευσής της… και ασφαλώς μια παραπλανητική δημόσια σφαίρα μπορεί να θέσει τη δημοκρατία σε κίνδυνο», εξηγεί.
Κλείνοντας τη «Σαββατιάτικη Συνάντησή» μας ρωτώ τη Μαρίνα Ρήγου ποια αίσθηση έχει αποκομίσει από τις συζητήσεις με τους ίδιους τους φοιτητές της. Αλλωστε, η αποχή –και των νέων ή ειδικά αυτών– αναδεικνύεται σε κύριο χαρακτηριστικό των εκλογικών αναμετρήσεων. «Οι νέοι ψηφοφόροι είναι παιδιά που ενηλικιώθηκαν μέσα στην κρίση. Εχουν στάση αμήχανη απέναντι στην πολιτική, εκφράζουν θυμό και απαξίωση. Οι πολιτικοποιημένοι και ενημερωμένοι για τις πολιτικές εξελίξεις είναι μειοψηφία. Λίγες ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές ρώτησα τους πρωτοετείς φοιτητές τη γνώμη τους για την ψήφο στα 17. Γέλασαν και κάποιος είπε “εδώ εμείς και δεν ξέρουμε…”. Και στον δεύτερο γύρο των εκλογών η πλειοψηφία τους δεν ψήφισε. Προβληματίζονται για το μέλλον τους, αλλά δεν βλέπουν τη λύση να έρχεται από την πολιτική. Γι’ αυτούς είναι η προσωπική τους εξέλιξη που θα καθορίσει το μέλλον».
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr
Use Facebook to Comment on this Post