Ο πρόεδρος του Κέντρου Αειφορίας (CSE) και επισκέπτης καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (iMBA) Νίκος Αυλώνας.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Την άποψη ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να προσελκύσουν επενδυτικά κεφάλαια που επενδύουν βάσει των επιδόσεων των εταιρειών στους τρεις μη χρηματοοικονομικούς δείκτες –περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς, εταιρικής διακυβέρνησης (ESG)–, εκφράζει σε συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κ» ο πρόεδρος του Κέντρου Αειφορίας (CSE) και επισκέπτης καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (iMBA), Νίκος Αυλώνας.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι, εάν και υπάρχουν εταιρείες που πληρούν τα κριτήρια ESG, μεγάλο ποσοστό εισηγμένων και μεγάλων εταιρειών του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα είναι λιγότερο ελκυστικές σε τέτοιου είδους επενδύσεις, εν μέρει επειδή στην Ελλάδα τα ανώτατα στελέχη τους δεν έχουν κατανοήσει ακόμη επαρκώς τη σημασία της εφαρμογής προτύπων διαφάνειας για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Τόνισε δε, ότι αν και υπάρχουν παραδείγματα επιχειρήσεων που σημειώνουν πρόοδο στην εταιρική τους διακυβέρνηση, οι επιδόσεις της Ελλάδας σε αυτόν τον τομέα τα τελευταία χρόνια επιδεινώνονται σταθερά, προτείνοντας ταυτόχρονα μέτρα ώστε η χώρα να ανέβει στις προτιμήσεις των επενδυτών.
– Σε τι επίπεδα κινείται σήμερα η παγκόσμια αγορά των επενδύσεων που βασίζεται στα κριτήρια ESG; Για ποιους λόγους πλέον αρκετά επενδυτικά κεφάλαια και θεσμικοί επενδυτές εντάσσουν τα κριτήρια ESG στην επενδυτική τους στρατηγική;
– Την τελευταία 10ετία παρατηρείται σημαντική αύξηση στις επενδύσεις σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνες επιχειρήσεις στην παγκόσμια αγορά, και κυρίως στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Αξίζει να σημειωθεί ότι συνολικά τα μέλη που έχουν υπογράψει την πρωτοβουλία υπεύθυνων επενδύσεων των Ηνωμένων Εθνών (UN PRI) εκπροσωπούν επενδυτικά κεφάλαια 70 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ τα funds που επενδύουν στις χρηματαγορές, βασιζόμενα στις επιδόσεις των εταιρειών στους δείκτες ESG, έχουν αυξηθεί από τα 5 στα 20 δισ. δολάρια την τελευταία 5ετία.
Τα θέματα εταιρικής διακυβέρνησης, κοινωνικής ευημερίας και περιβαλλοντικής ανάπτυξης (Environmental, Social and Governance – ESG) παίζουν πλέον πρωταρχικό ρόλο στις αποφάσεις των επενδυτών. Αυτό συμβαίνει γιατί οι επενδυτές θέλουν να μεγιστοποιήσουν την αξία των μετοχών τους, αλλά και να μεγιστοποιήσουν και την κοινωνική ευημερία μειώνοντας τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και ειδικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, επενδύοντας σε εταιρείες που παρέχουν επαρκή διαφάνεια για όλα τα παραπάνω στοιχεία.
Πρόκειται για μια επενδυτική προσέγγιση που αποδεικνύεται όλο και πιο επικερδής, καθώς οι καλές επιδόσεις σε επίπεδο κοινωνίας – περιβάλλοντος – διακυβέρνησης μπορούν αφενός να οδηγήσουν σε καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα και αφετέρου να μειώσουν το ρίσκο των επιχειρήσεων. Δεκάδες έρευνες με τελευταία αυτή του Κέντρου Αειφορίας (CSE) το 2018, που υλοποιήθηκε σε 2.000 επιχειρήσεις στη Βόρεια Αμερική, ανέδειξαν ότι οι προαναφερόμενες εταιρείες έχουν μεγαλύτερη κερδοφορία και καλύτερη απόδοση μετοχών απ’ ό,τι οι ανταγωνιστές τους, ενώ διασφαλίζουν πιο εύκολα τη συνέχεια και ανάπτυξή τους, βασισμένες στις αρχές της βιωσιμότητας.
Σημαντικό εργαλείο στην προσπάθεια αυτή είναι πλέον η έκδοση ετήσιας έκθεσης για τη βιώσιμη ανάπτυξη, που περιλαμβάνει την αναλυτική επίδοση των εταιρειών στους δείκτες ESG.
– Σε μία περίοδο όπου ο εγχώριος επιχειρηματικός κόσμος προσπαθεί να ανακάμψει ύστερα από μια ύφεση, θεωρείτε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι έτοιμες να λάβουν πρωτοβουλίες βασισμένες στο τρίπτυχο: περιβάλλον, κοινωνία, εταιρική διακυβέρνηση, ώστε να προσελκύσουν πιο «εναλλακτικούς» επενδυτές; Κατά πόσον δηλαδή ο εγχώριος επιχειρηματικός και επενδυτικός κόσμος ακολουθεί την παγκόσμια τάση του ESG;
– Στην Ελλάδα, αν και κάποιες, εισηγμένες ή μεγάλες, κυρίως εταιρείες πληρούν κάποια από τα ESG κριτήρια και εκδίδουν ετησίως εκθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης, δεν υπάρχει ακόμα αρκετή κατανόηση από τα ανώτατα στελέχη τους για το πόσο σημαντική είναι για τους επενδυτές που θα τοποθετηθούν, η εφαρμογή κατάλληλων προτύπων διαφάνειας για τη βιώσιμη ανάπτυξη, όπως είναι, για παράδειγμα, τα CDP και GRI. Για τον λόγο αυτό, μεγάλο ποσοστό εισηγμένων εταιρειών του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα είναι λιγότερο ελκυστικές σε επενδύσεις, χωρίς καν να γνωρίζουν πώς μπορούν να γίνουν πιο ελκυστικές σε μεγάλα επενδυτικά funds. Αντίστοιχα, οι επιδόσεις της Ελλάδας στην εταιρική διακυβέρνηση, χωρίς να αναφερθώ στο σκάνδαλο της Folli Follie, τα τελευταία χρόνια επιδεινώνονται σταθερά, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη υποχώρηση έναντι των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Αντιθέτως, ως χώρα έχει ανέβει στην κατάταξη του δείκτη ανταγωνιστικότητας «doing business», παραμένοντας ωστόσο χαμηλά σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Παράλληλα, η νομοθεσία για τους τομείς εταιρικής διακυβέρνησης φαίνεται να είναι σχετικά επαρκής, χωρίς να γνωρίζουμε όμως σε τι βαθμό εφαρμόζεται, κάτι που δεν ισχύει για τις περιβαλλοντικές πολιτικές, ιδιαίτερα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
– Θα μπορούσαν οι ελληνικές επιχειρήσεις τελικά να προσελκύσουν κεφάλαια που να ενσωματώνουν τα κριτήρια ESG;
– Υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσαν και οι ελληνικές επιχειρήσεις να προσελκύσουν τέτοιου τύπου κεφάλαια, δεδομένου ότι θα προβούν στις απαραίτητες αλλαγές στη στρατηγική τους, εντάσσοντας ESG πρακτικές, και θα εφαρμόσουν τα κατάλληλα πρότυπα δημοσιεύοντας ετησίως και έκθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό που επίσης θα βοηθούσε πολύ προς αυτή την κατεύθυνση είναι η καλύτερη και σαφέστερη μετάδοση των ESG δεικτών που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις μη χρηματοοικονομικών στοιχείων των εταιρειών, καθώς και η καλύτερη επικοινωνία με τα τμήματα Investors Relations (IR), ώστε να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι ανάγκες των επενδυτών. Εξάλλου, είμαστε στην εποχή όπου οι ετήσιες οικονομικές εκθέσεις από μόνες τους δεν επαρκούν για μια καλή αξιολόγηση και διευκόλυνση επενδυτικών αποφάσεων.
– Εισηγμένες ελληνικές εταιρείες όπως η Folli Follie και η Creta Farms αντιμετωπίζουν προβλήματα τέτοιας φύσης. Σε ποιο βαθμό θεωρείτε ότι αυτά τα πρόσφατα περιστατικά δρουν αποτρεπτικά για όσους επενδυτές θα ήθελαν να εξετάσουν την ελληνική αγορά;
– Εκτός από τα αρνητικά παραδείγματα, υπάρχουν και καλά παραδείγματα μεγάλων επιχειρήσεων που κάνουν σημαντικές προόδους στην εταιρική διακυβέρνηση. Ομως, για να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε θέματα ελέγχων οικονομικών και μη οικονομικών στοιχείων και πιο αυστηρό πλαίσιο από το κράτος, στα πρότυπα των ΗΠΑ, με επιβολή αυστηρών προστίμων, κάτι που δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα. Αν επίσης δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές για ένα πιο σταθερό οικονομικό και φορολογικό πλαίσιο, θα μπορούσε η Ελλάδα να ανέβει στις προτιμήσεις των επενδυτών – κάτι που θα είχε θετικό και άμεσο αντίκτυπο στην κοινωνία και στην οικονομία.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr