Ανησυχητικά σημάδια επιβράδυνσης εμφάνισε ο ρυθμός ανάπτυξης το α΄ τρίμηνο, καθώς περιορίστηκε στο 1,3%, οδηγώντας οικονομικούς αναλυτές στην πρόβλεψη ότι συνολικά στο έτος θα προσγειωθεί κάτω από το 2%, κάτι που θέτει σε κίνδυνο και τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας.
Ειδικότερα, η χαμηλή πτήση του ΑΕΠ το α΄ τρίμηνο ενισχύει τις ανησυχίες της Κομισιόν, οι οποίες θα διατυπώνονται στην έκθεσή της σήμερα για την ελληνική οικονομία, ότι –μετά και τις παροχές Τσίπρα– υπάρχει κίνδυνος να παραβιαστεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Ο ρυθμός 1,3% του α΄ τριμήνου είναι χαμηλότερος από τον συνολικό ρυθμό του 2018 (1,9%) και απ’ αυτόν όλων των επιμέρους τριμήνων του 2018 (2,6% το α΄ τρίμηνο, 1,6% το β΄ τρίμηνο, 2,1% το γ΄ τρίμηνο και 1,5% το δ΄ τρίμηνο).
Το ανησυχητικότερο, όπως επισημαίνουν αναλυτές, είναι ότι οφείλεται σε λόγους που δεν φαίνεται να είναι προσωρινοί, κυρίως στην επιβράδυνση των εξαγωγών, που πιθανότατα αντανακλά την επιβράδυνση της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανάλυση των επιμέρους στοιχείων του ΑΕΠ του α΄ τριμήνου, η αύξηση των εξαγωγών υποχώρησε στο 4% από ρυθμό 9,1% το 2018. Την ίδια ώρα, οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 9,5%.
Η τελική καταναλωτική δαπάνη υποχώρησε κατά 0,1%, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στο Δημόσιο και συγκεκριμένα στη μεγάλη πτώση της καταναλωτικής δαπάνης της γενικής κυβέρνησης κατά 5%, κάτι το οποίο πιθανότατα συνδέεται με την προσπάθεια επίδειξης υπερπλεονασμάτων. Η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε ελαφρώς κατά 0,2%, συνεχίζοντας να κινείται με αργούς ρυθμούς.
Τέλος, οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 8,1%, αλλά αυτό είναι αποτέλεσμα βάσης, αφού πέρυσι το α΄ τρίμηνο είχαν μειωθεί δραματικά κατά 26,4%. Εφόσον οι τάσεις του α΄ τριμήνου συνεχιστούν, οι αναλυτές συμφωνούν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης δεν θα ξεπεράσει το 2%, με ορισμένους να τον βλέπουν και αρκετά χαμηλότερα. Η κυβέρνηση προέβλεψε πρόσφατα, στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, ρυθμό 2,3% (πριν από λίγους μήνες, στον προϋπολογισμό του 2019, προέβλεπε 2,5%). Η πρόβλεψη της Κομισιόν ήταν ελαφρώς χαμηλότερη, στο 2,2%, στις ανοιξιάτικες προβλέψεις της τον περασμένο μήνα.
Στην έκθεσή της, που δημοσιεύεται σήμερα, η Κομισιόν επισημαίνει ότι το μακροοικονομικό σενάριο της κυβέρνησης είναι πιο αισιόδοξο από το δικό της, κάτι που εξηγεί έως ένα βαθμό τη διαφορά εκτίμησης των δύο πλευρών σε ό,τι αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα (η ίδια το βλέπει στο 3,6% του ΑΕΠ, πριν από τα μέτρα Τσίπρα και η κυβέρνηση στο 4,1%). Προφανώς, αν το ΑΕΠ διαμορφωθεί τελικά ακόμη χαμηλότερα, θα επιδεινωθούν περαιτέρω οι δημοσιονομικές επιδόσεις και θα τεθεί εκ των πραγμάτων θέμα περιοριστικής πολιτικής, τη στιγμή ακριβώς που η χώρα έχει ανάγκη το αντίθετο.
Η κυβέρνηση, βεβαίως, από την πλευρά της, είδε το ποτήρι μισογεμάτο. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε χθες το υπουργείο Οικονομικών, σημείωσε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του 1ου τριμήνου «επιβεβαιώνει ότι συνεχίζεται η πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας για ένατο συνεχόμενο τρίμηνο».
Επίσης, εκφράζει ικανοποίηση γιατί «η μεγέθυνση του ΑΕΠ το α΄ τρίμηνο 2019 είναι ευρείας βάσης και προέρχεται από την ενίσχυση των κυριότερων συνιστωσών του: καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών (+0,8%), επενδύσεις (+7,9%) και εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (+4%)».
Η ανακοίνωση καταλήγει, επισημαίνοντας ότι σε απόλυτα μεγέθη το ΑΕΠ το α΄ τρίμηνο 2019 (47,94 δισ. ευρώ) είναι το υψηλότερο από το α΄ τρίμηνο του 2012.
Ο κ. Σταϊκούρας
«Η ελληνική οικονομία συνεχίζει τις χαμηλές πτήσεις της ως αποτέλεσμα της συνειδητής κυβερνητικής επιλογής να υπερφορολογήσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, προκειμένου να επιτύχει υπερπλεονάσματα», σχολίασε ο τομεάρχης Οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας Χρήστος Σταϊκούρας. Ο κ. Σταϊκούρας θύμισε, επίσης, ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επί μία τετραετία απέτυχε σε κάθε στόχο που έθεσε για την ανάπτυξη. Και πρόσθεσε: «Η χώρα, όμως, έχει ανάγκη από ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη, πολλές επενδύσεις, καλές και ποιοτικές θέσεις εργασίας, ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Και αυτό μπορεί να γίνει με την υλοποίηση του σχεδίου της Νέας Δημοκρατίας, μέσα από τη μείωση φόρων και εισφορών, την ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, τη βελτίωση της λειτουργίας του κράτους, την υλοποίηση πολιτικών για τους συμπατριώτες μας που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη».
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr