Η πρακτική της θυσίας εντάσσεται λοιπόν σ’ αυτό που θα οριστεί παρακάτω ως τέχνη εμπορική από τον Σωκράτη. Για τους αρχαίους Έλληνες οι θεοί είναι οι κατ’ εξοχήν δωρητές (δωτήρες εάων) και ο τρόπος να εξασφαλίσει κανείς την εύνοιά τους είναι να δεχτεί αυτό το είδος αμοιβαιότητας που η προσευχή θεμελιώνει άλλοτε στη μελλοντική προσδοκία (do ut des, «δίνω, για να μου δώσεις» ή da ut dem, «δώσε, για να σου δώσω»), άλλοτε στο παρελθόν μιας ιδρυμένης σχέσης (da quia dedisti, «δώσε, γιατί έχεις ξαναδώσει» ή da quia dedi, «δώσε, γιατί σου έχω δώσει»).
Είναι φανερό ότι μόνο αυθαίρετα μπορούμε να απομονώσουμε μία από τις εκφάνσεις της σχέσης αμοιβαιότητας μεταξύ θεών και θνητών που περιέγραψα. Αναθήματα, αναίμακτες προσφορές, απαρχές της σοδειάς καθώς και ύμνοι προς τιμήν των θεών φαίνεται συχνά να τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο από την αρχαία Ελληνική γλώσσα.
Έτσι, το ρήμα θύειν, μολονότι αρχικά συνδέεται με τις έμπυρες προσφορές, όπως η αιματηρή θυσία, χρησιμοποιείται και για αναίμακτες μέσω κατάθεσης προσφορές. Εξάλλου, τόσο τα θύματα όσο και τα αναθήματα προσφέρονται ως αγάλματα, αντικείμενα που έχουν σκοπό να τέρψουν. Στην πράξη, η αιματηρή θυσία ξεχωρίζει κυρίως γιατί συχνά θεωρείται η πολυτιμότερη προσφορά και γιατί, ακολουθούμενη από συμπόσιο, αποτελεί κανονικά την κορύφωση κάθε γιορτής.
Τα ρήματα σφάζειν ή δειροτομείν περιγράφουν την τομή με τη μάχαιρα ή τον πέλεκυ, που κάνει το αίμα να αναπηδήσει. Στη συνηθέστερη μορφή αιματηρής θυσίας που ακολουθείται από γεύμα αντιτίθενται οι θυσίες στους νεκρούς, που χαρακτηρίζονται και ως εναγισμοί, καθώς και ορισμένα σφάγια (τελετουργικές θανατώσεις που δεν απευθύνονται κατ’ ανάγκην σ’ ένα θεϊκό αποδέκτη, αλλά δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο του αίματος και χαρακτηρίζουν περιπτώσεις έναρξης μάχης, καθαρμού, όρκου και διαβατηρίων τελετών· πρόκειται για ιερά άδαιτα ή και ολόκαυστα, εφόσον τα θύματα παραδίδονται ολοσχερώς στη φωτιά. Δε θα ασχοληθούμε με αυτή τη δεύτερη κατηγορία τελετουργιών.
Στις μυθικές παραδόσεις η αρχή της θυσίας συμπίπτει συνήθως με την αρχή της ανθρώπινης ζωής όπως τη γνωρίζουμε. Το επεισόδιο της ίδρυσης της αιματηρής θυσίας με ανθρώπινη συμμετοχή στην κατάλωση του θύματος από τον Προμηθέα βρίσκεται στο κέντρο της Θεογονίας του Ησιόδου και είναι ένα από τα ελάχιστα σημεία όπου γίνεται λόγος για τους ανθρώπους.
Το θέμα της μοιρασιάς των τιμών (κοσμικών βασιλείων, αρμοδιοτήτων, εξουσιών) που διατρέχει όλο το ποίημα εμφανίζεται κι εδώ: η άνιση και απατηλή μοιρασιά ενός ζώου θα καθορίσει και το μερίδιο, τη μοίρα, θεών και ανθρώπων. Προσπαθώντας να εξαπατήσει τον Δία εις όφελος των ανθρώπων ο γιος του Τιτάνα Ιαπετού θα υπονομεύσει άθελά του την κατάστασή τους: το πλούσιο σε κρέας μερίδιο που προορίζεται γι’ αυτούς σφραγίζει την εξάρτησή τους από τη γαστέρα: πρέπει να τρώνε για να ζήσουν, άρα και να εργάζονται και να θυσιάζουν ζώα χάρη στη φωτιά (την οποία και θα κρατήσουν, με το κόστος ενός καλού κακού, δηλαδή της γυναίκας).
Αντίθετα, η φτωχή μερίδα, τα καλυμμένα με λίπος μηριαία οστά, που καίγονται στη φωτιά, γίνονται σύμβολο της αθανασίας των θεών. Το επεισόδιο υπογραμμίζει τον ρόλο της θυσίας ως πράξης που θέτει όρια ανάμεσα σε θεούς, θνητούς και ζώα, σημαίνει την έξοδο από τη χρυσή εποχή της σύγχυσης, κατά την οποία οι άνθρωποι κάθονταν στο ίδιο τραπέζι με τους θεούς, και τη θεσμοθέτηση μιας από απόσταση «κάθετης» επικοινωνίας μέσω του καπνού που ανεβαίνει από τον βωμό.
Ωστόσο, η μυθική μοιρασιά του Προμηθέα δεν αποτελεί με κανένα τρόπο περιγραφή του τυπικού μιας θυσίας. Αποκλίσεις από το ησιοδικό σχήμα που πλουτίζουν με σάρκα τη θεϊκή μερίδα σημειώνονται ήδη από τον Όμηρο, χωρίς αυτό να προσκρούει στην ομηρική αντίληψη περί δίαιτας των αθανάτων βασιζόμενης σε νέκταρ και αμβροσία. Παρά την πολυμορφία του φαινομένου (οι θυσίες ποικίλλουν ανάλογα με το ιερό, την πόλη, τον ιδιωτικό ή δημόσο χαρακτήρα τους) και τον αποσπασματικό χαρακτήρα των πηγών, οι οποίες, ανάλογα με το είδος στο οποίο ανήκουν, τονίζουν το ένα ή το άλλο χαρακτηριστικό, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε κάποια στοιχεία.
Το ενενήντα τοις εκατό των προσφερόμενων ζώων είναι βοοειδή, αιγοπρόβατα ή χοίροι. Τα μικρότερα ζώα ανταποκρίνονται στις δυνατότητες των ιδιωτών, ενώ άλλα συνδέονται με τις προτιμήσεις κάποιου θεού (ταύρος για τον Ποσειδώνα, σκυλί για την Εκάτη κ.λπ.). Τα ψάρια, αν και σπάνια, δε λείπουν, ενώ τα μη οικόσιτα ζώα συναντώνται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Μεγάλη προσοχή δίνεται στην επιλογή του εκάστοτε θύματος (είδος, χρώμα, ηλικία, φύλο), το οποίο δεν πρέπει να παρουσιάζει κανένα ψεγάδι (μερικές φορές οργανώνονται πραγματικά καλλιστεία ζώων προκειμένου να επιλεγεί το θύμα), ενώ στη συνέχεια στεφανώνεται, στολίζεται με γιρλάντες και ταινίες ή ακόμα και με επίχρισμα χρυσού στα κέρατα.
Τα μέλη της πομπής που θα οδηγήσει το θύμα στον βωμό (πέμπειν τα ιερεία), καθαρά από κάθε μίασμα, είναι κι αυτά στεφανωμένα και σε μερικές περιπτώσεις ντυμένα με ιδιαίτερα ρούχα. Η κανηφόρος, κόρη ευγενικής οικογένειας, φέρει το κανούν, το κάνιστρο, που περιέχει χοντροαλεσμένο κριθάρι και αλάτι (ουλοχύται ή προχύται) καθώς και την μάχαιρα ή σφαγίδα. Αναπόσπαστο στοιχείο της πομπής αποτελεί βέβαια και η μουσική συνοδεία.
Ο χώρος και ο χρόνος της θυσίας οριοθετείται μέσω κυκλικής πορείας του ιερέα γύρω από τον βωμό από τα αριστερά προς τα δεξιά, όπως φαίνεται τουλάχιστον να δείχνει η έκφραση ενδεξιούσθαι βωμόν. Η οριοθέτηση αυτή ολοκληρώνεται με τον τελετουργικό καθαρμό, που περιλαμβάνει όχι μόνο τη νίψη των χεριών, αλλά και το ράντισμα (με τη βοήθεια ενός κλαδιού που αφαιρείται από τον βωμό) του ζώου, του βωμού και των παρευρισκομένων.
Τόσο το ράντισμα με τη χέρνιβα όσο και με τους σπόρους του κριθαριού που περιέχει το κάνιστρο (άρχεσθαι χέρνιβα / κανά) δηλώνουν την αμετάκλητη πλέον αρχή της θυσίας και ενώνουν ήδη τα πρόσωπα σε μια θυσιαστική κοινότητα.
Λίγες τρίχες κόβονται από το κεφάλι του ζώου, για να καούν στην πυρά ως απαρχές, μερική προσφορά που καθαγιάζει το όλον. Η ιερή σιωπή (ευφημία) διακόπτεται από την προσευχή που εκφωνείται από τον ιερέα. Υστερα από το αρχικό χτύπημα, που θανατώνει το ζώο, τη σφαγή μπορεί να αναλάβει ο μάγειρος (ο οποίος κάνει στη συνέχεια και τη δουλειά του χασάπη). Μερικές πηγές αναφέρουν την ολολυγή, τελετουργική κραυγή τη στιγμή της σφαγής.
Το κεφάλι του ζώου ανασηκώνεται, για να του κόψουν τον λαιμό και να τρέξει το αίμα· ένα μέρος τουλάχιστον πρέπει να τρέξει στον βωμό (αιμάσσειν τους βωμούς). Όταν για πρακτικούς λόγους η σφαγή δεν μπορεί να γίνει ακριβώς πάνω από τον βωμό, τότε το αίμα μαζεύεται μάλλον στο σφαγείον, και από εκεί, ένα μέρος, χύνεται στον βωμό· ορατά ίχνη αίματος στους βωμούς δηλώνουν ότι η λατρεία είναι ζωντανή και προσδίδουν ιερότητα. Επιπλέον, τίποτα δε φαίνεται να απαγορεύει τη χρήση των υπολοίπων του αίματος για διατροφικούς σκοπούς, λουκάνικα αίματος και άλλα παρασκευάσματα.
Ακολουθεί ο τεμαχισμός του ζώου στην τράπεζα, κατ’ αρχήν με βάση τις αρθρώσεις του ζώου. Αρχικά αφαιρούνται τα σπλάγχνα και τα μηριαία οστά. Εκτός απ’ αυτά, στον βωμό ρίχνονται παραδοσιακά η χολή και η οσφυϊκή χώρα μαζί με την ουρά (την καμπύλη της ουράς, που θα πρέπει να αποτελούσε σημάδι για την αποδοχή ή όχι της θυσίας από τον αποδέκτη θεό, βλέπουμε να εξέχει από την πυρά σε πολλές αγγειογραφίες). Η εξέταση των σπλάχνων, κυρίως του ήπατος (ιεροσκοπία), είναι συχνή σε πολεμικά συμφραζόμενα.
Ένα μέρος από τα σπλάχνα δίδεται στους θεούς (τοποθετούνται μάλλον κατευθείαν στα χέρια ή και τα γόνατα των αγαλμάτων). Τα υπόλοιπα, αφού περαστούν σε οβελούς, ψήνονται στις φλόγες του βωμού και καταναλώνονται όσο είναι ακόμη ζεστά από ένα στενό κύκλο προσώπων που εμπλέκεται άμεσα στη θυσία, τους συσπλαγχνεύοντες. Η άμεση κατανάλωσή τους γύρω από τον βωμό (σπλάγχνων μετουσία), πέρα από την επικοινωνία με τους θεούς, δημιουργεί πολύ ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των όσων συμμετέχουν σ’ αυτό το πρώτο γεύμα.
Ακολουθεί η εκδορά του ζώου και το τομάρι του προσφέρεται ως γέρας στον ιερέα. Το υπόλοιπο κρέας τεμαχίζεται κατά τρόπο γεωμετρικό σε ίσες μερίδες διαφορετικής αξίας ανάλογα με το μέρος του ζώου από το οποίο προέρχονται και συνήθως βράζει σε λέβητες. Στη δημόσια θυσία η διανομή του αποτυπώνει τόσο σχέσεις ισότητας όσο και τις εκάστοτε τιμητικές διακρίσεις. Το κοινό γεύμα μπορεί να λάβει χώρα επί τόπου και πολλές φορές απαγορεύεται ρητά η μεταφορά του κρέατος εκτός του ιερού (ου φορά). Άλλοτε πάλι το κρέας μεταφέρεται ή και διατίθεται σε κρεοπωλεία για μεταπώληση.
Απ’ ό,τι φαίνεται (χωρίς να μπορούμε να θίξουμε εδώ το πρόβλημα της κατανάλωσης ζώων από κυνήγι), το κρέας που καταναλωνόταν από τους αρχαίους Έλληνες είχε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο περάσει από τους τελετουργικούς μηχανισμούς.
Το μερίδιο των θεών περιλαμβάνει εντέλει πολύ περισσότερα απ’ όσα το πιάτο που ετοίμασε για τον Δία ο Προμηθέας: τα λευκά οστά των μηρών δεν είναι πάντοτε απεκδυμένα από σάρκα· μαζί τους ρίχνονται στη φωτιά κομμάτια ωμού κρέατος παρμένα από διάφορα μέρη του θύματος (την κίνηση περιγράφει το ρήμα ωμοθετείν)· για τους θεούς προορίζονται επίσης ένα μέρος των σπλάγχνων, καθώς και άλλα επίλεκτα κομμάτια, που τοποθετούνται σε τράπεζες προσφορών (τραπεζώματα ή θεομοίρια) και καταλήγουν μάλλον στους ιερείς τους ίδιους· τέλος, το «θεϊκό τραπέζι» περιλαμβάνει πολλές αναίμακτες προσφορές, από τους απλούς ουλοχύτας και τα θυλήματα, τα άλευρα δηλαδή με τα οποία αλείφονταν τα μήρια, μέχρι αρτοσκευάσματα και γλυκίσματα διαφόρων τύπων, που είτε καίγονταν είτε αφιερώνονταν μέσω κατάθεσης δίπλα στον βωμό, ενώ δεν λείπουν και οι σπονδές κρασιού που συνοδεύουν το γεύμα.
Θα λέγαμε λοιπόν ότι γίνεται προσπάθεια να προσφερθούν στους θεούς όλες οι βασικές τροφές που διασφαλίζουν τη ζωή και αποτελούν σύμβολα του ανθρώπινου πολιτισμού: κρέας, δημητριακά, κρασί.
Η συμμετοχή στη θυσιαστική πρακτική αποτελεί τόσο συνειδητοποίηση της σωστής απόστασης που χωρίζει τους ανθρώπους αφενός από τους θεούς αφετέρου από τα ζώα, όσο και ισχυρό παράγοντα συνοχής της πόλεως και των υποομάδων που εντάσσονται σ’ αυτήν (οίκος, φρατρία, δήμος…).