Διαβάστε πώς οι Αρχαίες Ελληνίδες καλλιεργούσαν από μικρή ηλικία το κάλλος της ψυχής και του σώματος, το οποίο ήταν γι’ αυτές το «τελικό αγαθό», την ίδια στιγμή που οι φιλόσοφοι (άνδρες και γυναίκες) δίδασκαν ότι την πρώτη θέση κατέχουν το καλό και το αγαθό, ενώ έπεται το δίκαιο και τελευταίο το χρήσιμο!..
H ΠΡΩΤΗ ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΔΑΣ
«Οία η μορφή, τοιάδε και η ψυχή».
(Αρχαίο Γνωμικό).
ΧΩΡΙΣ αμφιβολία ένα γνώρισμα των αρχαίων Ελλήνων και Ελληνίδων ήτο το κάλλος της ψυχής και του σώματος. Σε συνδυασμό μάλιστα και με το
πνευματικόν κάλλος είχαμε την ιδεώδη μορφή των Ελλήνων.
Από τους χρόνους κατά τους οποίους εμπεδώθηκαν οι Ελληνικοί τρόποι και οι συνήθειες των προγόνων μας, αρχής γενομένης από τα χρόνια του Σόλωνος, όχι μόνον η νομοθεσία, αλλά και οι περί παιδείας θεσμοί ήσαν απόρροια αυτών των ιδεών. Έτσι η σύμμετρη ανάπτυξη και διάπλαση των πνευματικών, ψυχικών και σωματικών αρετών εθεωρούντο ως σκοπός ζωής. Όλοι οι πολίτες έπρεπε να διαθέτουν μία αρμονία στην σύνθεση αυτών των στοιχείων, που συγκροτούν την προσωπικότητα του ατόμου.
Το κάλλος της ψυχής και του σώματος ήτο το τελικό αγαθό, την ίδια στιγμή που οι φιλόσοφοι (άνδρες και γυναίκες) εδίδασκαν ότι την πρώτη θέση κατέχουν το καλό και το αγαθό, ενώ έπεται το δίκαιον και τελευταίο το χρήσιμον!
Από τη γέννηση κιόλας του παιδιού, η οικογένεια επανηγύριζε το γεγονός ως ευφρόσυνο συμβάν. Την πέμπτη ημέρα από της γεννήσεως υπήρχαν τα λεγόμενα αμφιδρόμια: Προ των θυρών της οικίας ετίθετο στέφανος, ενώ οι γνωστοί (συγγενείς και φίλοι) έστελναν δώρα. Βαστάζοντες δε το βρέφος το περιέφεραν περί την εστίαν, ως ένδειξη του γεγονότος ότι, το παιδί, αποτελεί πλέον μέλος της οικογενείας!
Την δεκάτη ημέρα συνεκαλούντο οι συγγενείς και οι φίλοι για νέα εορτή: Οι γονείς εώρταζαν τα γενέθλια και μαζί με τους προσκεκλημένους έθεταν το όνομα.1
Συνήθως το όνομα που έπαιρνε το παιδί ήτο από μία θεότητα του αρχαίου Ελληνικού πανθέου2 και συνήθως το παιδί έπαιρνε το όνομα του παππου του, όπως ακριβώς και σήμερα!
Τα παιδιά συνήθως τα εσπαργάνωναν (μ’ εξαίρεση στην Σπάρτη) σε ειδικές σκάφες ή λίκνους, καθώς και σε διάφορα σειόμενα κλινίδια (= νάκες τις λέμε σήμερον στα χωριά μας). Οι γυναίκες τα εβάσταζαν στις αγκάλες και οι μητέρες τα έτρεφαν με στοργή. Μάλιστα εάν η οικογένεια ήτο εύπορος, τα παιδιά είχαν την δυνατότητα να ζουν πολυτελώς και μάλιστα μετά μεγάλης επιμελείας!
«ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΗΓΓΕΙΛΑ…»
Συνήθως το παιδί εκοιμίζετο δια της μελωδίας των βαυκαλημάτων, αργότερα, όμως, η τροφός έλεγε στο παιδί διαφόρους μύθους ελκυστικούς για το νήπιο. Μάλιστα, αν ήθελαν να το φοβίσουν, προς αποτροπήν ατακτημάτων, εχρησιμοποιούσαν τα ονόματα σκιαχτερών (από την λέξη σκιάχτρο) μορφών, όπως της Μορμούς, της Λάμιας, της Γελλούς, της Εμπεσούσης και άλλων.
Στη συνέχεια το παιδί εμάθαινε τους Μύθους του Αισώπου και άκουγε επαίνους και εγκώμια παλαιών ανδρών αγαθών, ώστε το παιδί να επιθυμή να τους μιμηθεί στο μέλλον!
Αλλά και διάφορα παιγνίδια ήσαν συνήθη στα παιδιά: Το πρώτο παιγνίδι ήταν η πλαταγή, ένα είδος κροταλιζόντων μετάλλων, το οποίο έκρουε η τροφός προκαλώντας τα μάτια και τ’ αυτιά των παιδιών.
Οι κοροπλάθοι κατασκεύαζαν χάριν των παιδιών κόρες ή πλαγγόνες3 από πηλό, άλλες δε με κινητά μέλη, τις καλούμενες νευρόσπαστα.
Ακόμη και το καλάμι ήταν μέρος του παιγνιδιού: Πολλές φορές είχε την θέση του… αλόγου! Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και αυτός ακόμη ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Αγησίλαος ανέβαινε στο καλάμι, νομίζοντας ότι είναι άλογο, παίζοντας μαζί με τα παιδιά στο σπίτι του.
Εάν μάλιστα διαβάσωμε τον Ιάκωβο φον Φάλκε: «Έστρεφον δια μάστιγος βέμβικας, εδέσμευον εκ του ποδός μηλολάνθην και απέλυον αυτήν λινόδετον, επέβαινον κυνών και τράγων, και πλείστας άλλας έπαιζον παιδιάς, ων τινάς σχεδόν αυτοί οι παίδες ανεύρισκον, οπότε συνήρχοντο και συνέπαιζον».
«ΟΠΟΥ ΔΕΝ ΙΣΧΥΕΙ Ο ΛΟΓΟΣ…»
Μέσα στο σπίτι τα παιδιά διαπαιδαγωγούντο αυστηρότατα υπό της μητρός και της τροφού, δεδομένου ότι και αυτή είχε το δικαίωμα να τιμωρή τους ατακτούντες. Ο ιμάντας (= το λουρί ή η λωρίδα, που λέγαμε στο χωριό μου το Βεσίνι Καλαβρύτων) και το σανδάλι έκαναν σεβαστές τις φιλόστοργες νουθεσίες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η αυστηρή παιδεία ενεβάλλετο στις ψυχές των νέων οι οποίοι, δια του λόγου τούτου, εκοσμούντο με αιδώ και πειθώ, με αποτέλεσμα να σέβονται τους νόμους του κράτους!
Εάν δεν ίσχυε ο λόγος… έπιπτεν η ράβδος!
Για να συνειδητοποιήσωμε καλύτερα τι εστί σωστή διαπαιδαγώγηση, ας θυμηθούμε τον Πλάτωνα ο οποίος έλεγε πως: «Όταν κατανοή ο παις τα λεγόμενα, και τροφός και μήτηρ και παιδαγωγός και αυτός ο πατήρ περί τούτου διαμάχονται, πώς να γείνη βέλτιστος ο παις, παρ’ έκαστον και έργον και λόγον διδάσκοντες και ενδεικνύμενοι, ότι το μεν δίκαιον, το δε άδικον, και τούτο μεν καλόν, εκείνο δε αισχρόν, και τούτο μεν όσιον, εκείνο δε ανόσιον, και τα μεν ποίει, τα δε μη ποίει· και εάν μεν εκών πείθηται· ει δε μη, ώσπερ ξύλον διαστεφόμενον5 και καμπτόμενον ευθύνουσιν απειλαίς και πληγαίς» (Πρωταγόρας 325, 4).
Πάντως, μέχρι του έκτου ή εβδόμου έτους της ηλικίας των παιδιών, τα εφρόντιζε η μητέρα, που είχε την επιμέλειά τους, μαζί με τα θήλεα (= κορίτσια), τα οποία, δυστυχώς, και μετά την ηλικία αυτή παρέμεναν στο σπίτι, διαπαιδαγωγούμενα αυστηρώς υπό της μητρός ή των αρίστων θεραπαινίδων,6 που ενδεχομένως υπήρχαν στο σπίτι για να διδάσκουν τα θήλεα. Τουλάχιστον εκείνα που διέπρεψαν αργότερα στον χώρο των Γραμμάτων και των Τεχνών και τα οποία «έθαψε» η χοάνη του χρόνου!..
ΤΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΝ
Πρέπει να πουμε ότι το διδασκαλείο δεν συνετηρείτο υπό της πόλεως, όπως γίνεται σήμερον. Θα μπορούσαμε να πουμε ότι, παρά το γεγονός ότι στην Αρχαία Ελλάδα γεννήθηκαν μεγάλες προσωπικότητες, οι διδάσκαλοι ήσαν υποβαθμισμένοι ή τουλάχιστον, καταφρονημένοι. Αντιθέτως, τα διδασκαλεία και οι διδάσκαλοι υπήρχαν παντού, σ’ ολόκληρη την Ελλάδα υπό την εποπτείαν της πόλεως, που εφρόντιζε για την ευκοσμία τους.
Η εν γένει εκπαίδευσις δεν ήτο καταναγκαστική. Πλην, όμως, σπανίως οι γονείς παραμελούσαν τα παιδιά τους και προσπαθούσαν τουλάχιστον να τους μάθουν τα πρώτα γράμματα. Δεν είναι τυχαία η αναφορά του Αριστοφάνους ότι ακόμη και ο ταπεινός αλλαντοπώλης ομολογεί ότι «ουδέν άλλο επίσταται, πλην γραμμάτων»!
Κατ’ αυτόν τον τρόπον θα λέγαμε ότι η εκπαίδευσις ήτο καθολική.
Δοθείσης ευκαιρίας να πουμε ότι, από τα χρόνια του Σόλωνος, η διάρκεια της καθημερινής διδασκαλίας ήτο ορισμένη: Οι διδάσκαλοι ώφειλαν να ανοίγουν το διδασκαλείο μετά την ανατολή του ήλιου και να το κλείνουν προ της δύσεώς του. Απ’ όλα τα μέρη προσέτρεχον τα παιδιά για να παρακολουθήσουν τα μαθήματα, οι μεν πλούσιοι ακολουθούμενοι υπό των παιδαγωγών και υπό των φερόντων στους ώμους τα βιβλία ή τα μουσικά όργανα, οι δε πτωχοί άνευ ακολουθίας. Οι πάντες όμως με ησυχία και ευπρεπώς βαδίζοντες!
Ο Αριστοφάνης μέσα στο έργο «Νεφέλες» δίδει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των παιδιών που πήγαιναν σχολείο:
«Πρώτον μεν απητείτο να μη ακουσθή η φωνή και το γρυ των παιδιών· μετά ταύτα τους δρόμους σεμνώς να περνούν και στου κιθαριστού να πηγαίνουν, ομού όλοι οι γείτονες νέοι γυμνοί, και πυκνό αν έπεφτε χιόνι»!..
Μη λησμονήσωμε να πουμε ότι οι διδάσκαλοι επεμελούντο της ευκοσμίας των παιδιών όταν εμάθαιναν γράμματα ή μουσική. Το παιδί εξήρχετο της οικίας του με σκυμμένο το κεφάλι και δεν απαντούσε σε κανέναν στον δρόμο που ενδεχομένως ήθελε να αστειευθή μαζί του. Τουναντίον εσέβετο τους μεγαλυτέρους σε ηλικία και ήταν τόσο ντροπαλό, που κοκκίνιζαν τα μάγουλά του από ευαισθησία οσάκις κάποιος το εφώναζε με το όνομά του («αιδημονέστερος δε των εν θαλάμω παρθένων ηρυθρία», λέει ο Ιάκωβος Φάλκε).
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι τα παιδιά εστερούντο της ελευθερίας να παίζουν στην ύπαιθρο, μιας και τα παιγνίδια τα εξελάμβαναν ως συμπλήρωμα της αγωγής των, αρκεί τα παιγνίδια να ήσαν έντιμα αφού, κατά τον Πλάτωνα, «ευθύς εξ αρχής δέον οι παίδες να μετέχωσιν εννομωτέρου παιδιάς, επειδή παρανόμου γιγνομένη αυτής, και παίδων τοιούτων, αδύνατον είναι να αυξηθώσιν εξ αυτών έννομοι και σπουδαίοι άνδρες» (Plato, Respublica 424, 5).
Περιττόν να πουμε, ότι πολλά παιγνίδια που έπαιζαν τα παιδιά στην αρχαία εποχή διετηρήθησαν μέχρι των ημερών μας (κρυφτό, τυφλόμυγα, κλωτσοσκούφι κλπ.).
Θα κάνουμε ότι παραβλέπουμε τα άτακτα παιδιά, που ανέβαιναν αστειευόμενα πάνω σε όνους (= γαϊδούρια) ή χρησιμοποιούσαν, για τον σκοπό αυτό, «σοβαρούς τράγους», όπως τουλάχιστον μαρτυρούν παλαιές εικόνες και επιγράμματα. Ακόμη και τα οπωροφόρα δένδρα «τραβούσαν τον αλίμονο» αφού παρέμεινε παροιμιώδης ο «καημός» μιας καρυδιάς η οποία ωδύρετο, που ήταν φυτευμένη στο δρόμο, με το ακόλουθο επίγραμμα:
«Μ’ εφύτευσαν καταμεσής στο δρόμο να περνάνε,
και για παιγνίδι τα παιδιά να με πετροβολάνε,
να βλέπουν ποιο καλύτερα μπορεί να μ’ επιτύχη.
Καρύδια έχω περισσά για την κακή μου τύχη!»
Παρά ταύτα, τα παιδιά δεν είχαν την ημέρα τους ελεύθερη μιας και όλο, σχεδόν, τον χρόνο τους τον εκμεταλλεύονταν μέσα στα διδασκαλεία ή τις παλαίστρες. Και φυσικά, κάθε άλλο, παρά ήτο ευχάριστος η ώρα εκεί αφού ήσαν υποχρεωμένα να μάθουν γράμματα.
Δεν ήτο σπάνιο δε το φαινόμενο να βλέπης διδασκάλους και παιδιά μέσα στους δρόμους, χωρίς να ταράσσεται η διδασκαλία των από το πλήθος και τον θόρυβο των παρευρισκομένων! Τα ειδικά οικήματα που ήσαν διδασκαλεία, τα μόνα έπιπλα που είχαν, ήσαν κάποια βάθρα απλά, όπου εκάθηντο οι μαθητές, και ορισμένα καρφιά στον τοίχο για να κρεμούν τους σάκκους με τα βιβλία τους ή τα μουσικά όργανα. Μόνο στις ανώτατες φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές υπήρχε βήμα και αναλογείον χάριν του διδάσκοντος. Μάλιστα, πολλές φορές, οι μεν μαθητές ίσταντο όρθιοι, οι δε διδάσκαλοι εκάθηντο στο πάτωμα ή πάνω σε πέτρα, όπου τα παιδιά παρακολουθούσαν το μάθημα γράφοντας επί των γονάτων τα γράμματά τους, χαράσσοντας με μια γραφίδα (ή στυλό) μια πινακίδα, που ήταν αλειμμένη με κερί!..7
Η ΒΑΘΕΙΑ ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ!…
Θα πρέπει, ασφαλώς, να αναφερθή το γεγονός ότι τα παιδιά ησκούντο επαρκώς στην ανάγνωση και την γραφή μέσω της ποιητικής που εχάραζε βαθιά και τα άρρενα και τα θήλεα πρόσωπα! Πάντα ταύτα, αν λάβωμε υπόψη το γεγονός ότι ήτο κοινή η πεποίθηση πως η παιδεία συντελούσε στην μόρφωση και αγωγή της ψυχής (= ψυχαγωγία).
Και κάτι σπουδαίο:
Ουδέποτε οι αρχαίοι Έλληνες έδιδαν προσοχή εις τους διδασκομένους για όλα όσα εσώρευαν εις το κρανίο τους, αλλά στα μαθήματα εκείνα τα οποία πρωτίστως εστόχευαν στην μόρφωση της διανοίας και της ψυχής, στην διάπλαση ευγενούς, ελευθερίου, αγαθού, μεγαλοψύχου φρονήματος. Αυτός και ο λόγος που έδιδαν βάση στους ποιητές!
Και η βάση αυτή, από των χρόνων του Σόλωνος, έμεινε ασάλευτη μέχρι την ώρα που προσετέθησαν και άλλα μαθήματα, όπως η γραφική και η γεωμετρία. Άλλωστε την αρετή και την σοφία οι Έλληνες δεν εθεωρούσαν διδακτά, δεδομένου ότι κατά τον Θέογνιν τον Μεγαρέα:
«Αν ενεβάλλετ’ ο νους τοις ανθρώποις κ’ ήλασσε φύσιν,
δεν θα υπήρχε κακόν τέκνον ανδρός αγαθού,
εις συνετάς συμβουλάς υπακούον· αλλ’ όμως διδάσκων
δεν μεταβάλλεις ποσώς εις αγαθόν τον κακόν».
Τίθεται, όμως, το ερώτημα:
– Ποία η μελέτη των αρχαίων Ελληνίδων μαθητριών; Και ποίους ποιητάς είχαν ως πρότυπό των;
Γεγονός είναι, ότι όλοι οι αρχαίοι Έλληνες επίστευαν ότι η μελέτη των ποιητών εμπνέει στους νέους την αγάπη της αρετής και το μίσος του κακού. Αυτός και ο λόγος , που θεωρούσαν ως πρώτιστο και αναγκαίο μάθημα την Φιλοσοφίαν με βάση την Ποιητικήν, η οποία εισάγει τους νέους και τις νέες την δια βίου παιδείαν, που αρχίζει από τα παιδικά χρόνια και διδάσκει ήθη και πάθη, όπως και «πράξεις μεθ’ ηδονής», όπου οι νέοι μπορούν να διακρίνουν το καλό και αγαθό, το χρήσιμο και ωφέλιμο, το τερπνόν μετά του ωφελίμου, αλλά προ παντός άλλου το μέτρον.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, πρωτίστως, οι νέοι τιμούσαν τα Ομηρικά Έπη τα οποία εδιδάσκοντο εις νεαράν ηλικίαν, συνειδητοποιούντες ότι αυτά θα τους χαρίσουν την μορφωτική δύναμη αναμιμνησκόμενοι τις εκπληκτικές ομηρικές εικόνες των αγαθών πράξεων των προγόνων τους!
Πρέπει εδώ να αναφέρωμε, ότι οι νέοι και οι νέες της αρχαίας Ελλάδος εγνώριζαν τα ανοίκεια κείμενα του Ομήρου και εγνώριζαν ποία εξ αυτών έπρεπε να διαβάσουν και να υιοθετήσουν ή να μη διαβάσουν και απορρίψουν!…
Κοντολογίς, οι νέοι και οι νέες της τότε εποχής, επρόσεχαν τις λαμπρές παραδόσεις των προγόνων τους και αυτοί τους ενέπνεαν, αφού στο μυαλό τους είχαν πάντοτε παραστάσεις από τους ηρωϊκούς αγώνες, τον ρυθμό, την αρμονία και το εύηχο των στίχων που καταπράϋνε τις ορμές της νεανικής φύσεώς των σωφρονίζοντας την ψυχήν των!
Γράφει ο Ιάκωβος Φάλκε:
«Μετά του Ομήρου εδιδάσκοντο και οι ύμνοι εις τους θεούς, οι κρατύνοντες το θρησκευτικόν αίσθημα και αναπτύσσοντες την φαντασίαν δια του εν αυτοίς πλούτου παναρχαίων ιερών μύθων, προς δε και άλλοι αγαθοί ποιηταί, η πρακτική φιλοσοφία του Ησιόδου, αι βαθείαι και αδραί νουθεσίαι των γνωμικών, αι ενθουσιαστικαί ελεγείαι του Τυρταίου και των άλλων μελικών ποιητών, αι εξάπτουσαι το φρόνημα και παρορμώσαι εις φιλοπατρίαν, καρτερίαν, γενναιότητα, εις τον υπέρ της πόλεως και της χώρας Ευκλέα θάνατον. Θαυμασίως δε πάντες οι ποιηταί εκείνοι ανεφάνησαν εν αρχή των ιστορικών χρόνων της Ελλάδος, ή τουλάχιστον πολύν χρόνον προ της ακμής, προπαρασκευάσαντες τον λαόν εις τα μεγάλα έργα, άπερ κατόπιν επετέλεσεν.»
Πράγματι, μέσα στο διδασκαλείο οι μαθητές (και, ασφαλώς, μέσα στα σπίτια τους οι μαθήτριες) εδιάβαζαν ανελλιπώς τα Έπη των ποιητών, αντέγραφαν και απεστήθιζαν τα κείμενα των μεγάλων ποιητών μας. Συχνά τα έψαλλαν κιόλας, γι’ αυτό και η διδασκαλία ήταν εύκολη.
Όχι μόνον οι παίδες, αλλά και οι κόρες, ως μέρος της παιδείας και της αγωγής των, εθεωρούσαν σημαντικήν την μουσικήν παιδείαν, γι’ αυτό και αντικρίζουμε σε πολλά αγγεία «κιθαριζούσας παρθένους».
Μη λησμονούμε, ότι ο Αχιλλεύς μετά τον θυμό του έπαιρνε την φόρμιγγα και έψαλλε το κλέος των ανδρών. Ο ίδιος ο Επαμεινώνδας, ο μαθητής των φιλοσόφων, ο νικηφόρος κυβερνήτης της πόλεως και του στρατού, θεωρούσε τιμή του να είναι μουσικός και μάλιστα δεινός ορχηστής.
Στα διδασκαλεία, ως γνωστόν, εδίδασκαν μουσικήν όχι χάριν ψυχικής ευφορίας, αλλά διότι επίστευαν ότι οι ψυχές των νέων επλάττοντο δια της μουσικής, που ήταν χρήσιμη όχι μόνον στην ειρήνη, αλλά και στον πόλεμο! Άλλωστε, κατά τον Πλάτωνα, οι παίδες ημερώτεροι και ευρυθμότεροι και ευαρμοστότεροι γιγνόμενοι, καθίστανται χρήσιμοι εις το λέγειν και το πράττειν, δεδομένου ότι: «πας γαρ ο βίος του ανθρώπου ευρυθμίας τε και ευαρμοστίας δείται» (Πρωταγόρας 326, 5).
ΜΗ ΒΑΝΑΥΣΟΣ ΜΟΥΣΙΚΗ!…
Χάριν της ιστορίας να αναφέρωμε το γεγονός, ότι οι πάντες ήθελαν μουσικήν ωραίαν και ουχί βάναυσον. Αυτός και ο λόγος που μέσα στα διδασκαλεία απέφευγαν «της μουσικής τας εξαρμονίους καμπάς των στροφών και τους διερριμένους φθόγγους, εις τους οποίους ησμένιζον οι επιδεικνύμενοι την εν τη μουσική δεινότητα αυτών».
Αυτός και ο λόγος που προτιμούσαν την δωρική αρμονία, ως αποδίδουσα το μεγαλοπρεπές και αξιωματικόν και αρμόζουσα στους σώφρονες και πολεμικούς άνδρες.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθή το γεγονός ότι, κατά τους χρόνους του Αριστοφάνους, ήδη είχαν εισχωρήσει στα διδασκαλεία τα τεχνάσματα της σκηνικής και ποικίλης μουσικής, ώστε ν’ αναγκασθή ο ποιητής (που εγκωμιάζει τις παλαιές συνήθειες και σατιρίζει τις νέες) να γράψη το περίφημο εκείνο:
«Πλην κανείς των αν έψαλλεν βάναυσα, ή αν ελύγιζε λύγισμα τόνου, καθώς τώρα ο Φρύνις και οι κατ’ αυτόν τα δυσλύγιστα άσματα ψάλλουν, εσαπίζετο ούτος από ραβδισμούς, ως κακώς αφανίζων τας Μούσας»
ΚΑΙ ΑΥΛΗΤΡΙΔΕΣ!…
Θα πρέπει να υπομνησθή το γεγονός ότι, κατά την αρχαιότητα, όλα τα άσματα απηγγέλοντο και εψάλλοντο.
Το πιο σύνηθες μουσικό όργανο ήτο η κιθάρα, που την εδιδάσκοντο οι μεν μαθητές στα σχολεία, οι δε μαθήτριες (ως εκ των πραγμάτων διαφαίνεται) μέσα στα σπίτια τους από τους γνωρίζοντες.
Αλλά και οι αυλοί ήσαν επίσης σύνηθες όργανον, τους οποίους χρησιμοποιούσαν και οι γυναίκες (αυλητρίδες), παρά το γεγονός ότι οι αρχαίοι θεωρούσαν την κιθάρα πιο… εξευγενισμένο είδος μιας και οι παίζοντες έχουν την δυνατότητα και να τραγουδούν, ενώ οι αυληταί ή αυλητρίδες παραμορφώνουν το πρόσωπό τους!
Αυτός και ο λόγος που ο Αλκιβιάδης, παρά το γεγονός ότι ήτο σπουδαίος κιθαρωδός, απέφευγε να παίζη αυλό, αγενές και ανελεύθερον μουσικόν όργανον!
Πολλές γυναίκες αυλητρίδες ελάμβαναν μέρος σε εορτές, πομπές και δείπνους ή νίκες, έστω και αν «ηύλουν βάναυσοι τεχνίται, αυληταί και αυλητρίδες»!..
ΚΑΙ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑ…
Γεγονός είναι ότι η μουσική ενομοθετήθη, ως συμπλήρωμα της αγωγής των Λακεδαιμονίων, και υπό του Λυκούργου, την οποίαν οι νέοι (θαρρώ και οι νέες) εσπουδαζαν στην Σπάρτη, αφού, όπως τονίζει ο Ι. Φάλκε:
«Εσπουδάζετ’ η μουσική ως κέντρον έχουσα εγερτικόν θυμού και παραστατικόν ορμής ενθουσιώδους και πραγματικής, αλλά κατά τ’ άλλα οι Λακεδαιμόνιοι υπελείποντο της κοινής παιδείας και φιλοσοφίας, μόνον γράμματα ένεκα της χρείας μανθάνοντες, ουδέν δ’ άλλο των της εγκυκλίου παιδείας μαθημάτων διδασκόμενοι.»
Βεβαίως, για την Αθήνα τα πράγματα αλλάζουν, αφού σκοπός της μουσικής, στην κυριολεξία, με την γυμναστική μαζί, αποτελούσαν το δίδυμον επιτυχίας, η οποία, δια της μορφώσεως, ακολουθούσαν τον δρόμον της τελειότητος (ψυχικώς και σωματικώς), σε αντίθεση με την Σπάρτη, που απέβλεπε στην διάπλαση φιλοπολέμων οπλιτών και υπερηφάνων γυναικών!…
«ΓΥΜΝΑΙ ΠΑΡΘΕΝΟΙ»!…
Δεν θα ήτο ανάξιον λόγου το θέμα της γυμναστικής των αρχαίων Ελληνίδων, δεδομένου ότι, ενώ ήτο πλατύτερον διαδεδομένη στην Σπάρτη και στην Αθήνα από τους νέους, στις Ελληνίδες εγένετο κτήμα δια τον λόγον ότι η γυμναστική εμόρφωνε κυριολεκτικώς ψυχή και σώμα.
Είναι γεγονός, ότι οι παίδες της αρχαιότητος εδιδάσκοντο εναλλάξ μουσική και γυμναστική καθ’ εκάστην. Και όπως όλοι γνωρίζουμε, ησκούντο γυμνοί, ώστε από τότε να ομιλούμε για τόπο γυμνασίου και άσκησιν γυμναστικής.
Πράγματι. Από των χρόνων της ακμής της Ελλάδος, η γυμναστική ήτο αρρήκτως συνδεδεμένη με την διάνοιαν του λαού, που ήθελε συνενωμένες τις έννοιες γυμνότητος και γυμναστικής. Αυτός και ο λόγος που, κατά τους χρόνους της ακμής της Ελλάδος, ανεπτύχθη βαθιά η αίσθησις του καλού, που καθιστούσε ευφρόσυνη την θέα καλών σωμάτων, μιας και η γύμνωση ήταν κοινοτάτη στις γυμναστικές ασκήσεις.
Έτσι, ώστε, σύμφωνα με τον παραπάνω πανεπιστημιακό δάσκαλο:
«Ην δε τοσούτον φυσική, τοσούτον σύμφωνος τη αισθήσει των Ελλήνων η γυμνότης, ώστε και αυταί αι παρθένοι, οσάκις εγυμνάζοντο, απεδύοντο»!!
Τίθεται, όμως, άλλο ένα ερώτημα:
– Εγυμνάζοντο παντού οι παρθένες;
Χωρίς αμφιβολία όπου επικρατούσε ο αττικός βίος (όπως για παράδειγμα στην Αθήνα), οι γυναίκες ασκούσαν το σώμα τους μόνον μέσα στο σπίτι δια της υγιεινής σωματικής ασκήσεως μέσω της ορχήσεως, των σφαιρισμών και των αιωρών (= οι γνωστές μας κούνιες με τα σχοινιά). Μόνο όταν υπήρχε κάποια εορτή (Παναθήναια κλπ.) συμμετείχαν χοροί παρθένων, όπου πλέον οι γυναίκες εξήρχοντο του οίκου των και συνανεστρέφοντο μετά νέων και ανδρών.
Τα πράγματα, βεβαίως, ήσαν διαφορετικά στην Σπάρτη, όπου ο βίος των παρθένων ήταν ελεύθερος. Οι κόρες επόμπευαν και ωρχούντο στις θρησκευτικές εορτές, πολλές φορές «των νέων παρόντων και θεωμένων», μιας και ο Λυκούργος είχε βάλλει στην ίδια τάξη νέους και νέες με τα αυτά δικαιώματα και ελευθερίες, καθώς και υποχρεώσεις. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε να διημερεύουν χωρίς ζώνες και χιτώνες, να βγάζουν το βραχύ ιμάτιον, μέχρι του γόνατος και να φαίνεται ο μηρός των (εξ ου και «φαινομηρίδες» εκλήθησαν).
Μόνον οι δωρίδες παρθένες απ’ όλες τις Ελληνίδες είχαν το δικαίωμα να παρακολουθούν ολυμπιακούς αγώνες, παρά το γεγονός ότι δεν συμμετείχαν σ’ αυτούς καίτοι πολλές εξ αυτών ήσαν καλώς εξασκημένες.
Κλείνοντας θα πρέπει να πουμε ότι η σχολική παιδεία των νέων έληγε με την συμπλήρωση του 19ου έτους της ηλικίας των. Πας ελεύθερος Έλλην ώφειλε να διδαχθή όλα τα μαθήματα που εδικαιούτο μέχρι την ηλικία αυτή, κάτι που του έδιδε τα απαραίτητα εφόδια για ν’ αντιμετωπίση την ζωή, ενώ μετά την συμπλήρωση του 19ου έτους της ηλικίας των ήσαν ελεύθεροι να κάνουν την ζωήν των επιδιδόμενοι είτε στις ασκήσεις των γυμναστικών χώρων, είτε στην εκπαίδευση των όπλων και την ιππασία, είτε στις νεανικές διασκεδάσεις.
Όσον αφορά στις αρχαίες Ελληνίδες, οι οποίες εκινούντο στον χώρο των Γραμμάτων και των Τεχνών, εστρέφοντο σε υψηλότερες διανοητικές σφαίρες. Από των χρόνων μάλιστα του Περικλέους, που κατέκλυσαν την Αθήνα πολλοί σοφιστές, η ροπή προς μάθηση ήταν ακατάσχετη. Αυτός και ο λόγος που η αρχαία Ελληνίδα, χωρίς να φαίνεται, ασχολήθηκε με υψηλές πνευματικές ενασχολήσεις (φιλοσοφία, ποίηση, επιστήμες) ή πλημμύριζε τα στήθη της από ιερόν πατριωτικόν πάθος, όπως για παράδειγμα η Επιπόλη10, η Καλλιπάτειρα11 ή η Ολυμπιάδα!…
Use Facebook to Comment on this Post