ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Στο φύλλο της «Κ» της περασμένης Κυριακής, σε συνέντευξη που έδωσε στον Γιάννη Παλαιολόγο, ο Ρόμπερτ Κάπλαν συνεχάρη τον πρωθυπουργό διότι μεταξύ άλλων απομάκρυνε τον κίνδυνο της δικτατορίας. Το μάντρα, περί ενδεχόμενης επιβολής δικτατορίας, επαναλαμβάνεται συχνά, κυρίως σε σχέση με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την οικονομική κρίση και σε σχέση με το πόσο σπουδαίο είναι το Σύνταγμά μας που άντεξε όλα αυτά τα χρόνια. Κανένας από εκείνους που αναφέρονται στο ενδεχόμενο δικτατορίας δεν κάνει τον κόπο να μας εξηγήσει το πώς θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Να μας παρουσιάσει κάποιο σενάριο που περιγράφει αφενός τους κινδύνους που παραμονεύουν και αφετέρου το πώς αποτρέπονται. Πετάνε τη λέξη με ελαφρότητα, προφανώς υπονοώντας ότι καταλαβαίνουμε τι εννοούν. Εμένα αυτή η επιπολαιότητα με ενοχλεί, αλλά, ταυτόχρονα, η συχνή χρησιμοποίηση του όρου δικτατορία δείχνει ότι το ενδεχόμενο υπάρχει πάντα στο ραντάρ. Θα ήταν λοιπόν ενδιαφέρον να εξετάσουμε πόσο πραγματικός είναι ο κίνδυνος να μας καθίσει στο σβέρκο κάποιος Μαδούρο.
Επειδή είναι δύσκολο να ξαναφωνάξουμε εδώ τον κ. Κάπλαν να μας εξηγήσει τι είχε στον νου του, θα επιχειρήσω μια σύντομη αξιολόγηση των πιθανοτήτων να ξαναγίνουμε δικτατορία στο προβλεπτό μέλλον, πάντα με την επιφύλαξη του ceteris paribus.
Μεταπολιτευτικά οι δημοκρατικοί θεσμοί εμφανίζονται εδραιωμένοι και ισχυροί. Εχουν περάσει 45 χρόνια, μιάμιση γενιά από τότε που ψηφίστηκε το Σύνταγμα του 1975, και οι εμπειρίες, αλλά κυρίως οι μύθοι με τους οποίους ανατράφηκαν όσοι μεγάλωσαν στο μεταξύ, διαφέρουν πολύ από το τι έζησαν οι πατεράδες τους. Εκείνoυς πάλι, η χούντα και ιδίως η τρομάρα της εισβολής στην Κύπρο, τους έχει εμβολιάσει επαρκώς. Κρίνω επομένως ότι η μεγάλη πλειονότητα είναι αντίθετη με την ιδέα της δικτατορίας, αν και δεν υπερτιμώ την αγωνιστικότητά της για την υπεράσπιση των ιδεών της γενικά. Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι, παρ’ όλη την ανεργία και τους μετανάστες, τα ποσοστά των ακραίων αντιδημοκρατικών κομμάτων στην Ελλάδα παραμένουν κολλημένα και χαμηλότερα από εκείνα σε πλουσιότερα κράτη της Ευρώπης όπως η Αυστρία, η Γαλλία και άλλα, ακόμη νομίζω και η Σουηδία.
Η πλειονότητα, παρ’ όλη την γκρίνια, την ταλαιπωρία από την κακοδιοίκηση και την απαξίωση του πολιτικού κόσμου, δεν φαίνεται να έχει όρεξη να αποβάλει τον κοινοβουλευτισμό. Οι Ενοπλες Δυνάμεις δεν υπόκεινται πια σε ενιαίο εξωκοινοβουλευτικό έλεγχο για να κινητοποιηθούν με κάποιο πρόσχημα. Ακόμη και αν υπήρχε εκεί η διάθεση, που δεν φαίνεται να υπάρχει.
Η λασπολογία που επικρατεί στον δημόσιο βίο και οι δικαστικές μεθοδεύσεις εξόντωσης εν δυνάμει αντιπάλων έχουν, τέλος, κατεδαφίσει κάθε πιθανό χαρισματικό συμπολίτη μας που θα μπορούσε να εμφανιστεί ως σωτήρας. Γι’ αυτούς τους λόγους θεωρώ τα περί κινδύνου δικτατορίας αβάσιμα, αλλά και για κάτι ακόμη. Η Ελλάδα, χρεοκοπημένη σήμερα, εξαρτάται απόλυτα από τους συμμάχους της, ιδίως από την Ε.Ε. και, όπως απέδειξε η κωλοτούμπα του 2015, εκείνοι δεν θέλουν με κανέναν τρόπο απρόβλεπτες εξελίξεις. Οχι για τα λεφτά που τους χρωστάμε, αλλά για το παράδειγμα και τον κίνδυνο γενικότερης αποσταθεροποίησης. Η εξάρτηση από τις δημοκρατίες της Δύσης στηρίζει τον κοινοβουλευτισμό. Τους χρειαζόμαστε απολύτως για να καλύπτουμε τις βασικές μας ανάγκες και την άμυνά μας. Εφόσον οι διεθνείς συνθήκες δεν αλλάξουν ριζικά, μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι, από αυτήν την πλευρά τουλάχιστον.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr