Το 1973 ήταν μια χρονιά σταθμός για τον κινηματογράφο… Προβλήθηκε στη μεγάλη οθόνη η γνώριμη πλέον σε όλους ταινία“Ο Εξορκιστής”, βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο
του William Peter Blatty, ο οποίος και έβαλε 15 χρόνια για να το τελειώσει. Η ταινία μιλούσε για το δαιμονισμό ενός κοριτσιού και ήταν τόσο ωμή και τόσο ρεαλιστικά γυρισμένη που αναφέρθηκαν περιπτώσεις ανθρώπων που ένιωσαν πραγματική φρίκη και απεχώρησαν έντρομοι από την κινηματογραφική αίθουσα. Πόσοι όμως γνωρίζουν ότι το βιβλίο του Blatty βασίστηκε σε ένα πραγματικό γεγονός; O Blatty μετέτρεψε στο βιβλίο του το αγόρι της πραγματικής ιστορίας σε κορίτσι, και αυτή είναι και η ουσιαστικότερη διαφορά που θα μπορούσαμε να επισημάνουμε.
Ιανουάριος 1949. Στην περιοχή του Mont Rainier, στο Mairyland, ζεί μια οικογένεια που απαρτίζεται από τον πατέρα, την μητέρα, τη γιαγιά, το νεαρό γιο τους, και μια θεία, η οποία, αν και δε μένει ακριβώς εκεί, περνά πολύ καιρό από τη ζωή της στο σπίτι αυτό, μιας και διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με όλους και κυρίως με τον ανιψιό της.
Η θεία αυτοαποκαλείται μέντιουμ και περνά την ώρα της “παίζοντας” Ουίζα, και μυώντας και τον ανιψιό της σ’ αυτήν την πρακτική. Η Ουίζα είναι μια θεωρητικά απλή αλλά ουσιαστικά πολύ επικίνδυνη πρακτική που επιτρέπει μέσω ενός πλακέ χαρτονιού ή ξύλου, όπου βρίσκονται τα γράμματα της αλφαβήτου καθώς και κάποια άλλα σύμβολα, να έρθεις σε επαφή με τον άυλο κόσμο των νεκρών. Στην Παλαιά μάλιστα Διαθήκη, η πρακτική αυτή τιμωρούνταν με θάνατο διότι επέτρεπε την επίκληση και τον ερχομό ενός δαίμονα στον κόσμο μας.
Κατά τη διάρκεια αυτών των “παιχνιδιών”, παράξενα πράγματα άρχισαν να εκδηλώνονται στο σπίτι, όπως θόρυβοι που δεν υπήρχε λόγος να υπάρχουν, γδαρσίματα στους τοίχους… Έπειτα, οι θόρυβοι έγιναν πιο έντονοι κι’ επίμονοι, συνεχίζονταν μάλιστα και κατά τη διάρκεια ατέλειωτων βραδιών. Αντικείμενα άρχισαν να μετακινούνται μόνα τους, φρούτα εκσφενδονίζονταν από τη μια άκρη του δωματίου στην άλλη, το τραπέζι στριφογύριζε… Στο δωμάτιο του παιδιού τα πρωινά διαπίστωναν έντρομοι ίχνη άγριων γραντζουνιών στο στρώμα του.
Στις 26 Ιανουαρίου, η θεία πεθαίνει. Ο νεαρός που ήταν δεμένος μαζί της δεν μπορεί να το ξεπεράσει και ψάχνοντας για κάποια διέξοδο, στρέφεται προς την Ουίζα, με την ελπίδα να έρθει σε επαφή μαζί της.
Αρχίζει να αλλάζει. Κλείνεται στον εαυτό του, ενώ οι νύχτες του στοιχειώνονται από εφιάλτες. Η οικογένεια δεν μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει, η κατάσταση έχει ξεφύγει από οποιοδήποτε όριο. Θα στραφούν προς την Εκκλησία ελπίζοντας να βρουν εκεί μια απάντηση. Εκεί θα τους υποδεχθεί ο πάτερ Schuss.
Ο ιερέας γνωρίζει πολύ καλά τον δόκτωρα Rhein, γιατρό παραψυχολόγο. Σε μια αλληλογραφία που αντάλλαξαν διαβάζουμε: ” Τη νύχτα της 17ης προς 18ης Φεβρουαρίου, πήρα το παιδί μαζί μου για τη νύχτα, για να διαπιστώσω από μόνος μου τα φαινόμενα που μου είχαν αναφέρει. Το παιδί αποκοιμήθηκε σε μια πολυθρόνα, κι ‘έπειτα από λίγο γλίστρησε σιγά-σιγά κι’ ακούμπησε στο πάτωμα. Το πήρα και το έβαλα στο κρεβάτι, το οποίο άρχισε να δονείται, το στρώμα βρέθηκε στο πάτωμα, και γλίστρησε κυριολεκτικά κάτω από το κρεβάτι…”
Πήγαν το παιδί σε ψυχιατρική κλινική υπό την επίβλεψη του δόκτωρα Mablerose, έκλεισαν τρία ραντεβού για να το εξετάσουν, πήγαν στα δύο, όχι όμως και στο τρίτο, από φόβο μην το κλείσουν μέσα, μιας και την εποχή εκείνη, το να σε κλείσουν σε ψυχιατρικό άσυλο ήταν αντίστοιχο με το να σε κλείσουν σε φυλακή καταδίκων.
Ο ιερέας θα τους προτείνει τη δική του εξήγηση: το παιδί πρέπει να είναι δαιμονισμένο. Θα πάρει την οικογένεια και θα πάνε στην εκκλησία Saint James, όπου τους περιμένει ο νεαρός πάτερ A. Hugues. Όταν ο ιερέας συναντάται με το παιδί, το παιδί εκστομίζει ακατονόμαστες βρισιές, το τηλέφωνο του ιερέα στο γραφείο του αρχίζει να κινείται από μόνο του, στο δωμάτιο πέφτει απότομα η θερμοκρασία σε σημείο ψύχους.
Τρομοκρατημένος, ο ιερέας συμπεραίνει πως πρόκειται πράγματι περί δαιμονισμού που επιβάλει εξορκισμό. Όμως δεν τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις που έχει θεσπίσει η Εκκλησία για να πραγματοποιηθεί ο εξορκισμός, και πέρα απ’ αυτό, ο ιερέας είναι νέος, χωρίς πείρα στους εξορκισμούς…
Ωστόσο, ο πάτερ Hugues θα κάνει όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για τον εξορκισμό ενώ θα οδηγήσει το παιδί στο νοσοκομείο της Georgetown όπου θα λάβει χώρα ο εξορκισμός. Όλα είναι έτοιμα.
Το παιδί, δεμένο σφιχτά στο κρεβάτι με δερμάτινα λουριά, χτυπιέται ξέφρενο προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο πάτερ Hugues ξεκινά τον εξορκισμό… Όσο η διαδικασία προχωρά, τόσο πιο βίαιο γίνεται το παιδί, εκστομίζοντας ακατάπαυστα αισχρολογίες και βλασφημίες.
Ο ιερέας δεν αφήνει τον εαυτό του να παρασυρθεί από αυτά που ακούει και συνεχίζει τον εξορκισμό, αλλά σε κάποια στιγμή χαλάρωσης, το παιδί καταφέρνει να βγάλει ένα από τα λουριά, βγάζει από το κρεβάτι μια σούστα και σκίζει
μ’ αυτή το χέρι του ιερέα, από τον ώμο ως τον καρπό. Μετά από αυτή την πρώτη προσπάθεια εξορκισμού, ο ιερέας καταλαβαίνει ότι έχει να κάνει με τον ίδιο το Διάβολο. Παραδέχεται ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα και σταματά. Μόλις περνά η κρίση, το παιδί επιστρέφει με τους γονείς του στο σπίτι.
Την άλλη μέρα το πρωί, η λέξη “Louis” εμφανίστηκε στο στήθος του, χαραγμένη στο δέρμα με νύχια ή κάποιο άλλο αιχμηρό αντικείμενο. Οι γονείς κοντεύουν να τρελαθούν και, καθώς οι ίδιοι κατάγονται από την πόλη Saint Louis, πηγαίνουν στο σπίτι του θείου του παιδιού, ο οποίος μένει σ’ αυτήν την πόλη. Παρά αυτή τους τη μετακίνηση, τίποτα δεν αλλάζει.
Τα φαινόμενα εξακολουθούν να επιμένουν. Η κόρη αυτού του θείου, πηγαίνει στην εκκλησία του Αγίου Francois Xavier για να μιλήσει στους ιερείς για εκείνα που είδε να συμβαίνουν στο σπίτι της. Εκεί θα μιλήσει στον πατέρα Bishop, ο οποίος, συνοδευόμενος από το πατέρα Bowdern πηγαίνουν στο σπίτι να συναντήσουν τους δυστυχείς γονείς. Μόλις το παιδί τους βλέπει αρχίζει να κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις, βρίζει και δείχνει να αηδιάζει στην όψη και μόνο των ιερέων αλλά και κάθε θρησκευτικού συμβόλου που φέρουν πάνω τους.
Μετά από αυτή τη συνάντηση, θα γραφεί μια από τις πιο πλήρεις αναφορές που γράφηκαν ποτέ πάνω σε δαιμονισμό ανθρώπου τον εικοστό αιώνα. Ο πάτερ Bowdern θα κρατήσει ένα ημερολόγιο με όλες του τις συναντήσεις με τον Δαίμονα καθώς και με όλα όσα συνέβησαν σχετικά με την υπόθεση αυτή. Ας δούμε κάποια αποσπάσματα από το ημερολόγιο:
Τετάρτη 9 Μαρτίου
“…αφόρητοι πόνοι στο στομάχι φαίνεται ότι έπιασαν το παιδί. Η μητέρα σήκωσε την κουβέρτα και την επάνω πυτζάμα του μικρού και είδαμε μεγάλες γρατζουνιές στο θώρακα του νεαρού…”
Παρασκευή 11 Μαρτίου
“…το παιδί κοιμόταν όταν ένα μπουκαλάκι με αγιασμό, τοποθετημένο 60 εκατοστά μακριά από το κρεβάτι, εκτοξεύθηκε προς την αντίθετη γωνία του δωματίου. Στην έξοδό μας, ένας πολύ μεγάλος θόρυβος ήρθε από το δωμάτιο, ενώ στην είσοδό μας, η ντουλάπα γλίστρησε κατά μήκος του τοίχου και γύρισε εντελώς φέρνοντας εμπρός την πίσω της μεριά. Μια καρέκλα μετακινήθηκε 60 περίπου εκατοστά. Ένας εσταυρωμένος, καθώς και άλλα ιερά αντικείμενα που βρίσκονταν κάτω από το μαξιλάρι, γλίστρησαν μέχρι το πόδι του κρεβατιού…”
Αποφασίστηκε ότι θα έπρεπε να γίνει εξορκισμός.
Τρίτη 15 Μαρτίου
“…το στρώμα άρχισε να δονείται, τα ιερά αντικείμενα της Αγίας Μαργαρίτας-Μαρίας που είχαμε τοποθετήσει πάνω στο κρεβάτι εκσφενδονίστηκαν ακόμα μια φορά κατά μήκος του δωματίου.”
Ο πατέρας Bοwdern πηγαίνει στο αρχιεπίσκοπο, του διηγείται το τι συμβαίνει, ο αρχιεπίσκοπος αποφασίζει να γίνει ο εξορκισμός. Είναι ο ίδιος ο πατέρας Bowdern που θα κάνει τον εξορκισμό, χωρίς όμως να γνωρίζει την πρώτη προσπάθεια που είχε γίνει από τον πατέρα Hugues.
Ο πατέρας Bowdern παίρνει για βοηθό τον πατέρα Halloran, και έναν άλλο ιερέα. Πηγαίνουν μαζί στο σπίτι της εν λόγω οικογένειας και ξεκινούν τον εξορκισμό. Οι πρώτες προσευχές προκαλούν τον εκσφενδονισμό του φλασκιού με τον αγιασμό στον απέναντι τοίχο. Το κρεβάτι αρχίζει να τινάζεται.
Τετάρτη 16 Μαρτίου
“Το πρώτο precipio προκάλεσε στο αγόρι μια βίαια αντίδραση. Τρεις μεγάλες γρατζουνιές εμφανίστηκαν στο στήθος του, στο άκουσμα των ονομάτων του Θεού, της Αγίας μητέρας Του και του Αγίου Μιχαήλ. Τα πιο βαθιά σημάδια που εμφανίστηκαν στο σώμα του ήταν εκείνα ενός κεφαλιού διαβόλου στο δεξί του πόδι, ενός κερασφόρου ανθρώπου πρόχειρα σχεδιασμένου, καθώς και η λέξη “Hell”(=κόλαση) στο στήθος του.”
Παρασκευή 18 Μαρτίου
“…το αγόρι απάγγειλε μαζί με μας την προσευχή του…”
Σάββατο 19 Μαρτίου
“…φτάσαμε μέχρι τις 7 το απόγευμα, το αγόρι πήγε να κοιμηθεί στις 8. Ο εξορκισμός ήταν πολύ βίαιος. Προκαλούσε διαβολικά γέλια και ουρλιαχτά…”
Δευτέρα 21 Μαρτίου
Αποφασίστηκε να οδηγηθεί το παιδί στην ψυχιατρική κλινική ώστε να συνεχιστεί εκεί ο εξορκισμός. Η γλώσσα του παιδιού έγινε πολύ αισχρή και βίαιη. Πρέπει να είδε έναν από τους ιερείς στην κόλαση.
“Τι έκπληξη που σε βλέπω εδώ!! Τι κάνεις εσύ εδώ στην κόλαση;”
Κυριακή 27 Μαρτίου
“…νέα φάση διαβολικού πτυσίματος. Έφτυνε με μια απίστευτη ακρίβεια. Στο 1μ 50 μπορούσε να σε βρει στο πρόσωπο. Τα μάτια του ήταν κλειστά και ωστόσο σκόπευε με εκπληκτική ακρίβεια…”
Παρασκευή 1 Απριλίου
Για να γίνουν τα πράγματα πιο εύκολα, το παιδί βαπτίζεται σύμφωνα με τις καθιερωμένες τελετές.
Σάββατο 2 Απριλίου
Μετά το βάπτισμα, έπρεπε να του δώσουν τη Θεία Ευχαριστία. Εκεί έγινε πραγματική μάχη. Πέντε φορές προσπάθησαν να του δώσουν την Όστια (=η καθολική κοινωνία), και τις πέντε την έφτυσε πίσω. Μετά από δυο ολόκληρες δραματικές ώρες μάχης, απαγγέλθηκε τελικά η προσευχή, και το παιδί κατάπιε εντέλει την Όστια. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας τα φαινόμενα επιταχύνθηκαν με απίστευτο ρυθμό. Οι προσευχές που είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω στο νεαρό ήταν εκείνες που ήταν αφιερωμένες στον Άγιο Μιχαήλ.
Δευτέρα 18 Απριλίου
10 η ώρα το βράδυ. Μετάληψη, έπειτα εξορκισμός, ο διάβολος φώναζε: “Δεν αρκεί αυτό…πρέπει να προφέρει μια λέξη, μια μόνο λέξη και θα απελευθερωθεί, αλλά δε θα την πει ποτέ…”
11 :45.Το παιδί βρισκόταν σε έκσταση, αλλά ήταν πιο ήρεμο απ’ ότι συνήθως κατά τη διάρκεια της προσευχής που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Μιχαήλ. Έπειτα, βγήκε απότομα από το στόμα του μια κλειστή και σοβαρή φωνή: “Σατανά, είμαι ο Άγιος Μιχαήλ και σε διατάζω εις το όνομα του Κυρίου να αφήσεις αμέσως αυτό το σώμα !!”
Το αγόρι είχε ένα σπασμό ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Την ίδια στιγμή, όπως αναφέρθηκε αργότερα, οι ιερείς που βρίσκονταν μέσα στην εκκλησία είδαν στον τρούλο της εκκλησίας τον Άγιο Μιχαήλ να πολεμά το Δαίμονα. Το παιδί βγήκε από την κατάσταση έκστασης που βρισκόταν και ψέλλισε: “Έφυγε”. Δεν είχε καμιά ανάμνηση από αυτό που του συνέβη, μόνο την εικόνα του Αγίου Μιχαήλ να πολεμά το Δαίμονα.
Ο πατέρας Halloran θα δηλώσει αργότερα: “Το μόνο που ξέρω είναι ότι είμουν εκεί και πως είδα αυτό που είδα”
Ο πατέρας Bowdern: “Ακόμα κι’ ένα παιδί επτά χρονών μπορεί να δει τη διαφορά ανάμεσα σε έναν άρρωστο και έναν δαιμονισμένο”
Ο Bowdern πέθανε το 1983, 86 χρονών. Ο Hugues, το 1980
Use Facebook to Comment on this Post