Η ιστορία του Thanksgiving είναι βέβαια μια αιματοβαμμένη περιπέτεια που περιλαμβάνει βρετανούς εξερευνητές, Πουριτανούς Άγγλους, γηγενείς Ινδιάνους, μαζικές εξοντώσεις και αρρώστιες.
Την ώρα λοιπόν που η κεντρική και νότια Αμερική αρχίζει να αποικείται από τους Ευρωπαίους, η βόρεια Αμερική παραμένει εν πολλοίς άγνωστη, καθώς εκεί δεν στεριώνει οικισμός λευκού.
Μια από τις πρώτες επιτυχημένες προσπάθειες λαμβάνει χώρα στα παράλια της βόρειας Αμερικής, στο Πλίμουθ της Μασαχουσέτης, όπου στέκει ακόμα η μεγάλη γρανιτένια πέτρα με τον αριθμό «1620» χαραγμένο πάνω της. Γιατί εκεί αποβιβάστηκαν οι διαμαρτυρόμενοι βρετανοί Πουριτανοί που αποφάσισαν να αφήσουν τις θρησκευτικές διώξεις της Αγγλίας πίσω τους και να αρχίσουν μια νέα ζωή στα άγνωστα εδάφη του Νέου Κόσμου. Κι εκεί φυσικά θα ξεκινούσε η περιπέτεια που θα γινόταν τελικά γνωστή ως Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής!
Οι «Προσκυνητές», όπως θα μείνουν γνωστοί αυτοί οι Πουριτανοί, πήραν άδεια να εγκατασταθούν στις βρετανικές κτήσεις και απέπλευσαν για τη βόρεια Αμερική τον Σεπτέμβριο του 1620 με το πλοίο «Μέιφλαουερ». Εκατό νοματαίοι ήταν όλοι κι όλοι, ενήλικοι και παιδιά, που θαλασσοδάρθηκαν για δύο μήνες στον θυελλώδη Ατλαντικό Ωκεανό ώσπου έφτασαν στο Κέιπ Κοντ, εκατοντάδες χιλιόμετρα βόρεια της Βιρτζίνια.
Εκεί συνέταξαν τη Συμφωνία του Μέιφλαουερ, ένα έγγραφο το οποίο δήλωνε την επιθυμία τους να ιδρύσουν μια κοινότητα που θα υποτασσόταν στους νόμους του Στέμματος. Εγκαταστάθηκαν στο κοντινό Πλίμουθ στις 21 Δεκεμβρίου 1620, δεν είχαν ωστόσο προετοιμαστεί για τον βαρύ χειμώνα. Μέσα σε διάστημα μερικών μηνών, η μισή ομάδα εξοντώθηκε από τις κακουχίες. Τότε ήταν που θα συναντούσαν στο διάβα τους έναν καλό ερυθρόδερμο, έναν ντόπιο που τους έμαθε πώς να χτίζουν σπίτια και να καλλιεργούν τα άγνωστα φυτά της Αμερικής.
Οι φιλόξενοι άγγλοι προτεστάντες που αυτοαποκαλούνταν «Προσκυνητές» προσκαλούσαν τώρα τους ιθαγενείς αμερικανούς φίλους τους σε πλούσια γεύματα, αν και αυτό δεν αποκάλυπτε την πλήρη αλήθεια. Γιατί οι βρετανοί Πουριτανοί δεν ήταν οι πρώτοι που συναντούσαν τους ντόπιους Αμερικανούς. Ήδη από το 1614 οι πρώτοι βρετανοί εξερευνητές κατέφταναν στη Νέα Αγγλία, αιχμαλωτίζοντας τις γηγενείς φυλές και σέρνοντάς τους σκλάβους πίσω στην Αγγλία.
Μέσα σε όλα, άφησαν κληρονομιά στον Νέο Κόσμο και κάτι άγνωστο για τα ανεξερεύνητα εδάφη: την ευλογιά. Η αρρώστια ξεκλήρισε ολόκληρες φυλές και σε μια από αυτές απέμεινε ζωντανός μόνο ένας άντρας, κάποιος Σκουάντο. Η ξακουστή φυλή του διαφέντευε άλλοτε τα εδάφη που κατέφταναν τώρα οι Ευρωπαίοι κατά καραβιές (προτεστάντες Πουριτανοί κυρίως), αν και πια όλα αυτά ήταν παρελθόν.
Ο άνθρωπος που έκανε να στεριώσει ο παρθενικός αυτός οικισμός της βόρειας Αμερικής και έγινε φίλος των Ευρωπαίων είχε μέχρι τότε πουληθεί ως σκλάβος, είχε απελευθερωθεί από ισπανούς αβάδες, είχε μεταστραφεί άρον-άρον στον καθολικισμό και βρέθηκε ακόμα και στο Λονδίνο, περνώντας τελικά τον τρομακτικό Ατλαντικό έξι ολόκληρες φορές!
Κι όλα αυτά για να επιστρέψει στην πατρίδα του και να βρει τη φυλή του ξεκληρισμένη. Ακόμα κι έτσι όμως καλωσόρισε τους Ευρωπαίους και διασφάλισε την επιβίωσή τους, μιας και γι’ αυτόν ήταν προπάντων άνθρωποι…
Πρώτα χρόνια
Ο Σκουάντο, γνωστός επίσης ως Τισκουάντουμ («Θεϊκή Οργή»!), γεννιέται περί το 1580-1585 κοντά στο σημερινό Πλίμουθ της Μασαχουσέτης. Ήταν μέλος μιας μεγάλης τοπικής φυλής, των Patuxet, που ζούσαν και ανθούσαν στα παρθένα για τον Ευρωπαίο εδάφη της βόρειας Αμερικής.
Για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι τίποτα γνωστό ή επιβεβαιωμένο, σύμφωνα πάντως με την πλέον καθιερωμένη εκδοχή, πέφτει θύμα απαγωγής ενός βρετανού εξερευνητή που αποβιβάστηκε στα άγνωστα εδάφη το 1605, με αποστολή την εξερεύνηση των ακτών του Μέιν και της Μασαχουσέτης για λογαριασμό του κυβερνήτη του αγγλικού Πλίμουθ.
Ο Σκουάντο και τέσσερις ακόμα γεροδεμένοι ερυθρόδερμοι σέρνονται αλυσοδεμένοι στην Αγγλία, στο Πλίμουθ συγκεκριμένα, μιας και του καπετάνιου του φάνηκε καλή ιδέα να αιχμαλωτίσει μερικούς γηγενείς για να εξάψει την περιέργεια των βρετανών χρηματοδοτών του.
Ο Σκουάντο πωλείται σκλάβος στον κυβερνήτη του Πλίμουθ, ο οποίος αποφασίζει να του μάθει αγγλικά ώστε να φανεί χρήσιμος στις επόμενες επεκτατικές αποστολές του Άγγλου στον Νέο Κόσμο. Ο ταλαίπωρος ερυθρόδερμος ξαποστέλνεται πίσω στη Νέα Αγγλία το 1614, επιστρέφοντας ωστόσο στα πατρώα εδάφη αιχμαλωτίζεται ξανά από τον υπασπιστή του καπετάνιου της αποστολής!
Ο υποπλοίαρχος Τόμας Χαντ είχε τα δικά του σχέδια: σκόπευε να πουλήσει ψάρια, εξωτικά φυτά και ακόμα εξωτικότερους Ινδιάνους στη Μάλαγα της Ισπανίας. Αφού έπιασε όσους μπορούσε, μεταξύ αυτών και τον Σκουάντο (που δεν πρόφτασε να φτάσει στον καταυλισμό του), τους μετέφερε ξανά σιδηροδέσμιους στην Ισπανία.
Εκεί θέλησε να τους πουλήσει στο σκλαβοπάζαρο για 20 λίρες Αγγλίας το κεφάλι, έπεσε όμως πάνω στους φραγκισκανούς μοναχούς, οι οποίοι φυγάδευσαν με κίνδυνο ζωής τους ερυθρόδερμους από τους δουλεμπόρους. Οι μοναχοί μεταστρέφουν τους Ινδιάνους στον καθολικισμό και ο Σκουάντο τους πείθει τελικά να τους αφήσουν ελεύθερους.
Με τη βοήθεια βρετανού ναυπηγού, επιστρέφει στο Λονδίνο, όπου πιάνει δουλειά στα ναυπηγεία του για μερικά χρόνια. Ο νέος του αφέντης τού μαθαίνει ακόμα καλύτερα αγγλικά, αν και αυτός δεν έχει σκοπό να τον κρατήσει αιχμάλωτο. Κι έτσι το 1617 τον ξαποστέλνει στη Νέα Γη και το Λαμπραντόρ του Καναδά, αν και πάλι ο δρόμος για τη Νέα Αγγλία παραμένει μακρινός.
Ο Σκουάντο προσπαθεί να γίνει μέλος μιας αποστολής για τα αμερικανικά παράλια, ο νέος καπετάνιος τον ξαποστέλνει ωστόσο και πάλι στο Λονδίνο το 1618, καθώς παράνομους Ινδιάνους στα πατρώα τους εδάφη αυτός δεν μεταφέρει! Έπειτα από πάμπολλες περιπέτειες, ο ερυθρόδερμος εξασφαλίζει το 1919 την πολυπόθητη έγγραφη άδεια του παλιού του αφεντικού, του κυβερνήτη του Πλίμουθ, να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Επιβαίνει μάλιστα στο ίδιο πλοίο που τον είχε μεταφέρει όμηρο το 1605! Ακόμα χειρότερα, φτάνοντας στα εδάφη των προγόνων του βρίσκει τη φυλή του και πολλές ακόμα γειτονικές αποδεκατισμένες από την πανδημία ευλογιάς του προηγούμενου χρόνου…
Ο καλόκαρδος Σκουάντο και οι βρετανοί Προσκυνητές
Δίπλα στον ξεκληρισμένο καταυλισμό των προγόνων του είχε τώρα στηθεί η πρώτη ευρωπαϊκή αποικία της βόρειας Αμερικής, ο οικισμός του Πλίμουθ με τους συντηρητικούς άγγλους προτεστάντες. Όχι ότι ανθούσε βέβαια ο αποικισμός, καθώς ο Σκουάντο τούς συνάντησε αμέσως μετά τον πρώτο και τραγικό χειμώνα τους στα νέα μέρη.
Το μισό αμερικανικό Πλίμουθ είχε ξεκληριστεί από την πείνα και το κρύο και η επιβίωση φάνταζε ιδιαιτέρως αμφίβολη για τον νεοϊδρυθέντα οικισμό των Προσκυνητών. Ως από μηχανής θεός, ο Σκουάντο θα ήταν εκεί για να τους σώσει! Ο καλοσυνάτος ερυθρόδερμος είχε βρει τη θέση του σε γειτονική ινδιάνικη φυλή και δεν είχε κανέναν λόγο να εμπλακεί με τους λευκούς, στα χέρια των οποίων είχε περάσει εξάλλου τα χειρότερα.
Κι όμως, το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη. Σύντομα έγινε μέλος του βρετανικού καταυλισμού, καθώς γνώριζε όπως είπαμε πολύ καλά αγγλικά, και ο κυβερνήτης των Προσκυνητών, Γουίλιαμ Μπράντφορντ, τον έχρισε αμέσως «ινδιάνο απεσταλμένο» της κοινότητας. Και καθώς οι Βρετανοί αρέσκονταν στους τίτλους, ο Σκουάντο υπηρετεί κατόπιν ως «επίσημος μεταφραστής» στις διαπραγματεύσεις των Προσκυνητών με τους ινδιάνους αρχηγούς των φυλών που κατοικούσαν τριγύρω.
Ο Σκουάντο έκανε βέβαια πολλά ακόμα για την εξασφάλιση της μακροημέρευσης των Προσκυνητών. Τους βοήθησε να ανακάμψουν από τον εξοντωτικό πρώτο χειμώνα μαθαίνοντάς τους να καλλιεργούν με τις παραδοσιακές και αποδοτικές μεθόδους των γηγενών αλλά και να ψαρεύουν. Τους έστρεψε μάλιστα στην καλλιέργεια του καλαμποκιού, που αφθονούσε στα βόρεια της Αμερικής, και τους δίδαξε πώς να λιπαίνουν τις σπορές θάβοντας ψάρια στο χώμα.
Αλλά και τις καλύβες τούς έμαθε πώς να τις θωρακίζουν από το κρύο, με την καθημερινότητα του ευρωπαϊκού οικισμού να μοιάζει πια ολοένα και πιο πολύ με την ντόπια ζωή! Οι επιζώντες του πρώτου χειμώνα τα κατάφερναν τώρα καλά και η αισιοδοξία εγκαθιδρύθηκε στον οικισμό. Ήδη από το φθινόπωρο του 1621 απολάμβαναν τέτοια ευημερία που βρήκαν χρόνο να αποδώσουν τις ευχαριστίες τους στον Θεό. Ήταν η πρώτη Ημέρα των Ευχαριστιών.
Οι Πουριτανοί της Αγγλίας μάθαιναν τα καλά νέα από τον Νέο Κόσμο και ολοένα και περισσότεροι εγκατέλειπαν τη Βρετανία για την Αμερική. Σε λιγότερο από 15 χρόνια, ο πληθυσμός του αμερικανικού Πλίμουθ ξεπερνούσε τους 2.000 κατοίκους!
Μυστηριώδης θάνατος
Ο Σκουάντο λειτουργούσε ταυτόχρονα ως μεσάζοντας στις διπλωματικές αποστολές των συνήθως φιλήσυχων και ειρηνικών Προσκυνητών με τις τοπικές φυλές. Έχτισαν βέβαια κάποια στιγμή ένα τείχος γύρω από τον οικισμό καλού κακού και προμηθεύτηκαν και πέντε κανόνια. Και τότε συνέβη κάτι αναπάντεχο: οι ντόπιοι φύλαρχοι άρχισαν να τον εχθρεύονται ή τουλάχιστον να μην τον εμπιστεύονται!
Σε αποστολή μάλιστα του καλοκαιριού του 1621, ο Σκουάντο πιάνεται αιχμάλωτος από καχύποπτη ινδιάνικη φυλή. Ο κυβερνήτης Μπράντφορντ, που απεχθανόταν τη βία, αναγκάστηκε να οργανώσει διαπραγματευτική αποστολή για τη σωτηρία του, καθώς ήταν το πολυτιμότερο μέλος του βρετανικού οικισμού. Είπε μάλιστα στους δέκα άντρες που ξαπόστειλε για να μάθουν τι απέγινε ο Σκουάντο να εκδικηθούν τον θάνατό του, αν ο ερυθρόδερμος ήταν νεκρός!
Τον βρήκαν όμως ζωντανό και έδωσαν γη και ύδωρ για να τον πάρουν πίσω στο προτεσταντικό Πλίμουθ. Ο Σκουάντο συνέχισε να συμβάλει στις διπλωματικές σχέσεις των Προσκυνητών με τους αυτόχθονες φυλάρχους και λειτούργησε καταλυτικά για να μάθουν οι μεν τις συνήθειες των δε και τανάπαλιν. Γειτονικός όμως φύλαρχος τον εχθρευόταν πια ανοιχτά και το πράγμα πήρε άσχημη τροπή για τον Σκουάντο όταν μια νέα διπλωματική αποστολή των Πουριτανών στον ινδιάνικο καταυλισμό το 1622 στέφθηκε από νέα απόλυτη αποτυχία.
Κατά τον γυρισμό της ομάδας στο Πλίμουθ, ο Σκουάντο αρρώστησε βαριά. Ο πυρετός τον κατέτρωγε και αιμορραγούσε από τη μύτη. Μερίδα ιστορικών ισχυρίστηκε ότι ενδέχεται να έπεσε θύμα του φυλάρχου, ο οποίος είχε βάλει εξάλλου ένα τσιράκι του να τον παρακολουθεί νυχθημερόν. Αν έπεσε θύμα δηλητηρίασης ή αν αρρώστησε από κάποια άγνωστη για τον Νέο Κόσμο ευρωπαϊκή ασθένεια, παραμένει αντικείμενο έρευνας.
Ο Σκουάντο πέθανε λίγες μέρες αργότερα, στις 30 Νοεμβρίου 1622, όταν και κατέφτασε ειρηνευτική αποστολή από τον εν λόγω φύλαρχο, που διασφάλισε την ειρήνη μεταξύ των δυο οικισμών για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Το Πλίμουθ τον έθαψε με χριστιανικές τιμές και ο κυβερνήτης Μπράντφορντ είπε δυο λόγια για τον καλοσυνάτο Ινδιάνο που τόσο εξασφάλισε το μέλλον τους:
«Ο Σκουάντο αρρώστησε από ινδιάνικο πυρετό και αιμορραγούσε από τη μύτη, κάτι που οι Ινδιάνοι θεωρούν σύμπτωμα θανάτου. Μέσα σε λίγες μέρες πέθανε. Ικέτευσε τον κυβερνήτη να προσευχηθεί γι’ αυτόν, ότι ίσως θα πάει στον Θεό των Βρετανών στον παράδεισο, και κληροδότησε τα υπάρχοντά του στους άγγλους φίλους του ως ενθύμια. Ο θάνατός του ήταν μεγάλη απώλεια».
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1640, κάπου 20.000 βρετανοί Πουριτανοί ζούσαν στη Νέα Αγγλία, κάνοντας τον Ευρωπαίο να βάλει γερό πόδι στα παρθένα βόρεια της ηπείρου…