Ο Γάλλος δημοσιογράφος Rene Puaux,περιγράφει στο βιβλίο του “Οι τελευταίες μέρες της Σμύρνης”, την πυρπόληση της πόλης. “Φτάνουμε έτσι στην τραγική μέρα της πυρκαγιάς. Εδώ πρέπει να καταθέσουμε πριν απ’ όλα τη μαρτυρία ενός Ευρωπαίου…(που επιθυμεί να μη δημοσιευθεί το όνομα του), ο οποίος δέχθηκε εκείνο το πρωί από το στόμα των γιων του Τούρκου δημάρχου της Σμύρνης, με τους οποίους είχε σχέσεις, τη διαβεβαίωση πως δεν υπήρχε φόβος για τίποτα, διότι η φωτιά, όπως του είπαν, δε θα έκαιγε παρά μόνο την Αρμενική συνοικία.
Τη φωτιά την έβαλαν πράγματι μετά από ώριμη σκέψη και προμελέτη στην Αρμενική συνοικία την Τετάρτη, λίγο μετά το μεσημέρι.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κ.κ. Γ. Αποσπέρη και Δ. Πετρόχειλου, αλλά και της κυρίας Μαργαρίτας Γκαβανά, τη φωτιά την έβαλαν διαδοχικά (ανά τέταρτο της ώρας) πρώτα στην Αρμενική περιοχή, μετά στη συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου, μετά στην Αρμενική εκκλησία, στη συνοικία των Μεγάλων Ταβερνών, στη συνοικία της Αγοράς, στις συνοικίες Άγιος Νικόλαος, Ελ-μάς σοκάκ, Άγιος Δημήτριος. Εκπυρσοκροτήσεις συνόδευαν το άναμμα κάθε εστίας της πυρκαγιάς.
Οι κύριοι Γρηγόρης Αποσπέρης και Δημήτρης Πετρόχειλος και η κυρία Μαργαρίτα Γκαβανά δηλώνουν πως τις τρεις ημέρες πριν την πυρκαγιά υπήρξε μια συνεχής παρέλαση αυτοκινήτων που μετέφεραν στην Τουρκική συνοικία και στους στρατώνες εμπορεύμα τα τα οποία είχαν κλαπεί από την Αρμενική συνοικία.
Ο Γάλλος μάρτυρας που, όπως αναφέρθηκε από τη Revue de Paris αποβιβάστηκε στο Κορδελιό το πρωινό της 13ης του μηνός, είχε σημειώσει πως οι στρατιώτες που περνούσαν, γίνονταν όλο και πιο αλαζόνες. Δεν ήταν πια οι γενναίοι Τούρκοι της Σμύρνης που ξέραμε, αλλά ορεσίβιοι απ’ την ενδοχώρα, που ο Κεμάλ είχε προσελκύσει με υποσχέσεις για λεηλασίες. Δεν έβλεπαν καμιά διαφορά μεταξύ Ελλήνων, Αρμενίων ή Ευρωπαίων. Γι΄ αυτούς όλοι ήταν «γκιαούρηδες» ή χριστιανοί. Χτυπούσαν ή σκότωναν όσους δύστυχους συναντούσαν στο δρόμο και απήγαν όλες τις γυναίκες.
«Το πρωί της ημέρας που ξέσπασε η πυρκαγιά», λέει ο αιδεσιμότατος Dobson, «η κατάσταση είχε επιδεινωθεί σε τέτοιο σημείο, που υπήρξε γενική επιβίβαση στα πλοία και αναχώρηση των Ευ ρωπαίων. Ο γενικός πρόξενος σερ Harry Lamb ήρθε αυτοπροσώπως στο βρετανικό μαιευτήριο να μας πει ότι έπρεπε επειγόντως να φύγουμε. Με παρακάλεσε να μεταδώσω το μήνυμα σε ορισμένα άλλα πρόσωπα τα οποία είχα καταχωρίσει σε κατάλογο για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αυτό μου πήρε όλη τη μέρα. Επειδή κάποιοι μου επεσήμαναν την απουσία ορισμένων ονομάτων από τη λίστα μου, χρειάστηκε να εισχωρήσω πιο βαθιά στην πόλη, απ’ όσο υπολόγιζα σύμφωνα με το αρχικό μου σχέδιο. Στους δρόμους των κάτω συνοικιών παραβρέθηκα στο απεγνωσμένο φευγιό ενός πανικό βλητου πληθυσμού που ήταν φορτωμένος με παιδιά, κλινοσκεπάσματα και κάθε λογής αντικείμενα. Υπήρχαν τραυματίες. Βλέπω ακόμα έναν άνδρα με το στόμα γεμάτο αίματα. Ακούγονταν εκ πυρσοκροτήσεις πυροβόλων, ουρλιαχτά τρόμου. Ένας άνδρας με τους δύο του μηρούς διατρυπημένους και τη μία γάμπα σπασμένη φώναζε “βοήθεια”, αλλά ο κόσμος έφευγε χωρίς να σταματά. Όσο για τους Τούρκους, εκείνοι λεηλατούσαν απροκάλυπτα τα σπίτια. Η ατμόσφαιρα ήταν σε τέτοιο βαθμό βαριά, που άρχισα να φοβάμαι πως η διαταγή για επιβίβαση θα έφτανε πολύ αργά». Και ο αιδεσιμότατος Dobson προσθέτει:
«Έμεινα εμβρόντητος βλέποντας —τόσο στην Ιταλία, όσο και| στη Γαλλία— ορισμένους κύκλους να μην πιστεύουν πως τα τουρκικά στρατεύματα ήταν υπεύθυνα για την πυρπόληση της Σμύρνης. Μέχρι τώρα δεν έχω συναντήσει κανέναν από εκείνους που ήταν σε θέση να ξέρουν, που να μην έχει διαψεύσει κατηγορηματικά τον ισχυρισμό ο οποίος επιδιώκει να ρίξει στους Αρμένιους την ευθύνη για την πυρκαγιά. Στη διάρκεια του μήνα που πέρασα στο | λοιμοκαθαρτήριο της Μάλτας, όσοι ανήκαμε στην προσφυγική μας ομάδα, διασταυρώσαμε τις μαρτυρίες μας και τις εμπειρίες μας και, όταν συνειδητοποιήσαμε ότι προσπαθούσαμε να απαλλάξουμε τους Τούρκους από τις ευθύνες τους, ζητήσαμε από τον επίσκοπο του Γιβραλτάρ, που μας έκανε επίσκεψη, να ευαρεστηθεί να δεχθεί τις καταγγελίες μας. Συγκεντρωθήκαμε στο σπίτι του υποδιοικη τή. Ήταν εκεί οι κύριοι Herbert Whittalο πρεσβύτερος, Robert Hadkinson και ο γιος του, I.Epstein και οι τρεις αγγλικανοί ιερείς της Σμύρνης, του Μπουρνόβα και του Μπουτζά. Η έκθεση | των καταθέσεων μας βρίσκεται στην Gibraltar Diocese Gazette (αρ. 2, τόμ. VI, Νοέμβριος 1922). Η εμπεριστατωμένη γνώμη των | επτά μαρτύρων αξίζει κάθε σεβασμού. Γνώμονας τους ήταν η αλή θεια και μόνο. Όλοι διέθεταν εξαιρετικά μέσα, ώστε να σχηματίσουν προσωπική γνώμη είτε εξ αυτοψίας είτε από πληροφορίες. Αποκλείοντας κάθε υστερία, κάθε αδυναμία, οφειλόμενη σε προ σωπικές απώλειες, κάθε ανθρώπινη τάση για υπερβολή, μέσα από τις μαρτυρίες προβάλλει ένα επίσημο κατηγορητήριο εναντίον των Τούρκων που δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την πειθαρχία. Έτσι τα φανατικά στοιχεία, σ’ ένα παραλήρημα ξενοφοβίας που συντηρή θηκε από την άδεια να πλιατσικολογούν επί τρεις μέρες, έβαλαν φωτιά στην πόλη, με σκοπό να ξεριζώσουν όλους τους μη μουσουλ μάνους.
Οι φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τους Τούρκους, όσον αφορά τους Χριστιανούς, δεν είναι ένα απροσδόκητο φαινόμενο, αλλά το αποτέλεσμα συνεπούς πολιτικής. Το μίσος πήρε όλες τις μορφές. Πυροβόλησαν παιδιά, βίασαν και δολοφόνησαν γυναίκες. Ό αδελφός του προξένου της Ρουμανίας στη Σμύρνη είδε με τα ίδια του τα μάτια τον Έλληνα ιερέα του Μπουτζά σταυρωμένο στην πόρτα του κ. Gordon. Οι Τούρκοι του είχαν καρφώσει πέταλα στα χέρια και στα πόδια. Ήταν νεκρός, όταν ο αδελφός τοy προαναφερθέντος προξένου του φίλησε το χέρι, εκφράζοντας για τε λευταία φορά το σεβασμό του».
Ο κ.Joubert Γάλλος πολίτης, υπεύθυνος ενός τμήματος στο υποκατάστημα της Credit Foncier στη Σμύρνη, διηγήθηκε ενώπιον πολλών ατόμων, όταν έφθασε στη Μασσαλία, τα εξής:
«Το βράδυ της μέρας που ξέσπασε η πυρκαγιά, είχα βγει από το σπίτι μου, που βρισκόταν σ’ ένα δρόμο κάθετο στην οδό Χατζηστάμου πήγα στην οδό αυτή, για να πληροφορηθώ τι συνέβαινε. Πρέπει να σημειωθεί πως η πυρκαγιά δεν είχε ακόμα εξαπλωθεί σ’ αυτή τη συνοικία. Εκεί συνάντησα μια ομάδα διακοσίων-τριακοσίων οπλισμένων Τούρκων. Αφού τους είπα ότι ήμουν Γάλ λος, τους ρώτησα τι έψαχναν. Μου απάντησαν απαθέστατα πως είχαν οδηγίες να ανατινάξουν και να κάψουν τα σπίτια της συνοικίας. Προσπάθησα τότε να τους μεταπείσω, αλλά μου απάντησαν: “Είναι ανώφελο, φύγετε, φύγετε!” Και πράγματι, λίγο χρόνο αφότου εγκατέλειψα το σπίτι μου, οι εμπρηστικές βόμβες άρχισαν να πέφτουν βροχή επάνω του».
Η Αρμενική συνοικία είχε περικυκλωθεί πριν από την πυρκαγιά, για να εμποδιστούν οι κάτοικοι να διαφύγουν. Όσο για τη χρήση πετρελαίου, εμπρηστικών υλών και βομβών, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Ο Τσεχοσλοβάκος μάρτυρας τον οποίο έχω ήδη αναφέρει, βεβαιώνει πως είδε με τα ίδια του τα μάτια Τούρκους στρατιώτες και πολίτες να βάζουν φωτιά με τη βοήθεια βενζίνης, πετρελαίου και δυναμίτη. Είδε μάλιστα τα αυτοκίνητα στα οποία ήταν φορτωμένες αυτές οι εύφλεκτες και εκρηκτικές ύλες.
Την ίδια καταγγελία κάνει και ένας άνθρωπος που ασχολείτο με το γαλλικό εμπόριο (του οποίου έχω το όνομα και τη διεύθυνση στη Γαλλία):
«Είδα Τούρκους στρατιώτες να περιβρέχουν με πετρέλαιο σπίτια Χριστιανών και να βάζουν εμπρηστικές βόμβες. Τα μαγαζιά που βρίσκονταν στην οδό Χατζηστάμου και ανήκαν σε Ευρω-παίους διαφόρων εθνικοτήτων, κάηκαν από τους Τούρκους. Μπορώ επίσης να σας διαβεβαιώσω ότι ο πρώην αρχηγός της τουρκικής αστυνομίας στο Κορδελιό, που είχε γυρίσει στη Σμύρνη μαζί με τα κεμαλικά στρατεύματα, οδηγούσε τους Τούρκους στρατιώτες». Έχω μπροστά μου την έκθεση του ηγουμένου, του επιτρόπου-οικονόμου και των άλλων μελών της Θρησκευτικής Ένωσης των Μεχιταριστών της Σμύρνης, των οποίων η έδρα είναι στη Βιέννη της Αυστρίας.
Αυτή η Θρησκευτική Ένωση των Καθολικών έχασε στην πυρκαγιά το μοναστήρι της, την εκκλησία της και τα κτίρια. Τώρα είναι τελείως κατεστραμμένη.
Οι Μεχιταριστές πατέρες γράφουν:
«Σ’ αυτή τη σύντομη έκθεση θα περιοριστούμε να πούμε αυτά που είδαμε εμείς, οι ιεραπόστολοι, οι εγκατεστημένοι στη Σμύρ νη, με τα ίδια μας τα μάτια:
Στις 9 Σεπτεμβρίου, μόλις οι στρατιώτες του τουρκικού ιππικού έκαναν τη θριαμβευτική είσοδο τους στην Προκυμαία της Σμύρνης, ομάδες τουρκικές, οργανωμένες εκ των προτέρων, βγήκαν από τις κρυψώνες τους και αφού αναμείχθηκαν με τους Τούρκους στρατιώτες, κατευθύνθηκαν αρχικά προς την Αρμενική συνοικία, όπου παραβίασαν τις πόρτες, επιδόθηκαν σε σφαγές κι άρχισαν να λεηλατούν τα σπίτια. Μια άλλη τουρκική ομάδα και ιππείς, σταματημένοι στη γωνία των κυριοτέρων οδών, δολοφονούσαν τους περαστικούς, αφού πρώτα τους λήστευαν. Τότε ήταν που εκατοντάδες Αρμένιοι κατέφυγαν σ’ εμάς, όπου βρήκαν στέγη και τροφή μέχρι την τελευταία μέρα. Μόλις άδειασαν τα αρμενικά σπίτια, οι Τούρκοι άρχισαν να κατευθύνονται προς την Ελληνική συνοικία που έτυχε της ίδιας μεταχείρισης με την Αρμενική. Όλοι οι δρόμοι στην Αρμενική και την Ελληνική συνοικία ήταν σπαρμένοι με πτώματα.
Μια άλλη στρατιωτική ομάδα από κοινού με τον τουρκικό όχλο προέβαινε σε συστηματική λεηλασία των χριστιανικών μαγαζιών. Φορτηγά αυτοκίνητα του τουρκικού στρατού, φορτωμένα με λάφυ ρα, πηγαινοέρχονταν συνεχώς από την πόλη στην Τουρκική συνοικία. Πολλοί Τούρκοι στρατιώτες φορτωμένοι με μεγάλα δέματα περιφέρονταν στις Ευρωπαϊκές συνοικίες, για να τα πουλήσουν σ’ οποιαδήποτε τιμή.
Ήρθαν και σε μας, αναζητώντας αγοραστές. Μετά από τέσσερις μέρες λεηλασίας και σφαγών έβαλαν φωτιά στην Αρμενική και την Ελληνική συνοικία. Απειλούμενοι απ’ όλες τις πλευρές από τη φωτιά, με τις φλόγες πυκνές να γλύφουν ήδη το κτίριο μας, που έγινε πράγματι παρανάλωμα, αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε τη μονή μας και να καταφύγουμε μαζί με ό λους τους προσφυγές μας στον κήπο της Alliance Francaise, που είχε οριστεί εκ των προτέρων από το Προξενείο της Γαλλίας ως τόπος καταφυγής. Βγαίνοντας, ένας από τους πατέρες δέχθηκε ε πίθεση από τρεις στρατιώτες που με τα όπλα στραμμένα στο στήθος του απείλησαν να τον σκοτώσουν, αν δεν τους έδινε όλα του τα χρήματα και τη βαλίτσα του. Στο δρόμο που φεύγαμε, είδαμε άδεια μπιτόνια πετρελαίου και βενζίνης πεταμένα εδώ κι εκεί, κι ένα υγρό που κυλούσε στο δρόμο. Ήταν προφανώς πετρέλαιο ή βενζίνη, γιατί είχαμε δει Τούρκους στρατιώτες σ’ ένα αυτοκίνητο με τη βοήθεια μιας αντλίας να καταβρέχουν μ’ αυτά τα εύφλεκτα υλικά όλα τα σπίτια στο πέρασμα τους.
Πριν καλά καλά αισθανθούν οι πρόσφυγες ασφαλείς από τις τουρκικές φρικαλεότητες στο μεγάλο κήπο της Alliance Francaise, οι φλόγες μας περιστοίχισαν απ’ όλες τις πλευρές, απειλώντας να μας κάψουν ζωντανούς. Ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων βγήκε από εκεί, για να πάει στην Προκυμαία όπου θα έπρεπε να υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια- τους θέρισαν, όμως, καθώς έφευγαν τα μυδραλιοβόλα που είχαν τοποθετηθεί από τις τουρκικές στρατιωτι κές αρχές στις γωνίες των παράλληλων δρόμων».
Η δεσποινίς Θάλεια Βαλτζή καταθέτει ότι χάρη στο συνταγματάρχη Giordano, αξιωματικό-σύνδεσμο του Προξενείου της Ιταλίας, μπόρεσε να διασχίσει μαζί με τριάντα πέντε άλλα πρόσω πα, Ιταλούς και Έλληνες, με ένα φορτηγάκι και δυο αυτοκίνητα μάρκας Φορντ, το φράγμα που οι Τούρκοι είχαν στήσει γύρω από τη φλεγόμενη συνοικία του Καραγάτς. Τα αυτοκίνητα τα σταμά τησαν τέσσερις φορές Τούρκοι στρατιώτες, αλλά ο συνταγματάρχης Giordano, που ήταν επικεφαλής του μικρού μας καραβανιού, εξασφάλισε το δικαίωμα διέλευσης, βεβαιώνοντας πως εκείνοι κι εκείνες που τον συνόδευαν, ανήκαν στις οικογένειες του προσωπι κού του Ιταλικού Προξενείου.
“Φθάνοντας στο Μπαϊρακλί», είπε η μάρτυς, «είδαμε πέντε κρεμασμένους, δύο άντρες και τρεις γυναίκες, τελείως γυμνούς». Η μάρτυς επικαλείται επίσης τη μαρτυρία του κ.Frank Dracopoli, Ιταλού, καθολικού το θρήσκευμα, που επιβεβαίωσε, παρουσία του συνταγματάρχη Giordano, πως είχε δει Τούρκους να χύνουν εύφλεκτες ύλες σε διάφορα κτίρια.
Ο Γάλλος μάρτυρας που αναφέρεται από τη Revue de Paris, έγραψε:
«Οι Τούρκοι πυροβολούσαν τους δύστυχους εκείνους ανθρώπους που ήθελαν να σωθούν από τις φλόγες. Το πλήθος συνέρρεε στις αποβάθρες, σκόνταφτε κι έπεφτε μέσα στο νερό. Όσοι τα κατά φερναν, έβρισκαν άσυλο πάνω στα πλοία. Μια μηχανοκίνητη άκατος είχε γεμίσει τόσο, που αναποδογύρισε και πνίγηκαν όλοι όσους μετέφερε. Επιτέλους, τα πολεμικά πλοία έστειλαν βάρκες, για να σώσουν τον κόσμο. Προς τα μεσάνυχτα η φωτιά έφθασε στις απο βάθρες. Οι κραυγές του πλήθους έγιναν φοβερές. Έβλεπε κανείς φλεγόμενα ανθρώπινα σώματα να ρίχνονται στη θάλασσα. Ένο ένα τα σπίτια κατέρρεαν. Οι Τούρκοι κατάβρεχαν με πετρέλαιο το σπίτια που απέμεναν, και έρριχναν εμπρηστικές βόμβες, για νο προκαλέσουν νέες πυρκαγιές. Ήταν ένα θέαμα που θύμιζε την Κό λαση».
Το πλήθος, διωγμένο εξαιτίας της φωτιάς από τα σπίτια, τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τα διάφορα άλλα κτίρια όπου ο πληθυσμός έψαχνε να βρει καταφύγιο, είχε ορμήσει προς τις αποβάθρες με απερίγραπτο, χωρίς υπερβολή, πανικό. Η ζώνη που σχημάτιζε ο τουρκικός στρατός είχε καταφέρει να συγκρατήσει ένα μέρος και να το στρέψει και πάλι προς το μέρος της φωτιάς. Αυτή όμως η τεράστια μάζα των αλλοπαρμένων ατόμων έσπασε τα φράγματα και ξεχύθηκε προς το λιμάνι.
Ο μητροπολίτης Εφέσου διηγείται:
«Βρέθηκα κι εγώ μέσα στο πλήθος και κατέβηκα παρασυρμένος από το ρεύμα μέχρι την Προκυμαία. Εκεί παραβρέθηκα στις πιο τραγικές σκηνές. Άνδρες και γυναίκες προσπαθούσαν να φύγουν με τις βάρκες, για να βρουν καταφύγιο πάνω σε κάποιο ατμόπλοιο ή θωρηκτό από αυτά που βρίσκονταν μέσα στον κόλπο. Αλλά το πλάτος της Προκυμαίας ήταν σχετικά στενό, φρακαρισμένη καθώς ήταν από τις αποσκευές και τα ζώα. Έτσι, οι στρατιώτες του Κεμάλ, αφού απώθησαν αρχικά το πλήθος, άρπαξαν έπειτα τα νέα κορίτσια και τις γυναίκες, για να τις ατιμάσουν και τέλος να τις θανατώσουν ανελέητα. Στη συνέχεια έκαψαν τον κόσμο με τη βοήθεια πετρελαίου και βενζίνης που είχαν πετάξει προηγουμένως πά νω σε ανθρώπους και αποσκευές.
Τότε ήταν, όπως είδαμε, που ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων ρίχτηκε στη θάλασσα, για να φτάσει κολυμπώντας στα αγκυ ροβολημένα πλοία. Στις βάρκες εισέβαλλαν μαζικά αυτοί που κα τάφερναν να γραπωθούν. Είδα να σέρνουν από τα μαλλιά γυναίκες, που προσπαθούσαν να τις σώσουν μ’ αυτό τον τρόπο, γιατί δεν είχαν καταφέρει να ανέβουν πάνω στις βάρκες, ενώ τα κορμιά τους ακολουθούσαν μισοβυθισμένα στο νερό.
Αιχμαλωτίστηκα από ένα τουρκικό απόσπασμα του οποίου ο αξιωματικός με κράτησε, για να με θανατώσει. Αλλά πεπεισμένος πως ήθελε χρήματα, για να με αφήσει να φύγω, του πρόσφερα το
ρολόι μου και πέντε χρυσές λίρες έτσι με άφησε κι έφυγα. Στη συνέχεια ζήτησα βοήθεια από ένα αγγλικό απόσπασμα που στάθ μευε στην Προκυμαία- με δέχθηκαν από φιλανθρωπία και με επι βίβασαν σ’ ένα αγγλικό εμπορικό πλοίο».
Όταν η Προκυμαία πλημμύρισε, σε σημείο που μ’ ένα μικρό σπρώξιμο οι άνθρωποι έπεφταν στο νερό, και η πυρκαγιά έφθασε στο ίδιο το λιμάνι, η μάζα των θυμάτων μεταφέρθηκε συμπαγής στην πλευρά του Μερσινλί (στο βόρειο μέρος της πόλης). Ας δούμε, όμως, τι αφηγούνται οι μάρτυρες:
“Πολλοί διείσδυσαν στις σιταποθήκες του Δαραγάτς, άλλοι στο νεκροταφείο, άλλοι στον “Πανιώνιο”, στο Ζυθοποιείο του Αϊδινίου, ενώ άλλοι έμεναν στο ύπαιθρο, στο Μερσινλί. Το α λαφιασμένο πλήθος που ξεχυνόταν ορμητικά από τα σπίτια του, το τσαλαπατούσαν οι καμήλες και τα αυτοκίνητα, και οι Τούρκοι στρατιώτες το ξέσχιζαν με ξιφολόγχες, το λήστευαν, το έκλεβαν, το απογύμνωναν. Τη νύχτα οι στρατιώτες ρίχτηκαν πάνω σ’ αυ τούς που παρέμεναν στο ύπαιθρο χωρίς κατάλυμα- έκλεβαν τις νέες κοπέλες, τις έγδυναν, τις βίαζαν. Το πλήθος δεν είχε τροφή και έσβηνε τη δίψα του με το νερό από ένα μικρό ποταμάκι του οποίου οι όχθες ήταν στρωμένες με πτώματα».
Ένας άλλος μάρτυρας, ο κ.Jacob Milios, πράκτορας μιας ασφαλιστικής εταιρείας, που έψαχνε για καταφύγιο στο ελληνικό νεκροταφείο στο Μερσινλί, υπολογίζει σε 12.000 τον αριθμό εκείνων που είχαν μαζευτεί εκεί. Αναγνώρισε μέσα στο πλήθος τον αρχιδιάκονο Σμυρνης με ρούχα εργάτη. Εκεί έγιναν πράγματα που με μεγάλη δυσκολία τολμάει κανείς να τα διηγηθεί! Κάποιοι δυστυχισμένοι γονείς είχαν κρύψει τις κόρες τους στο εσωτερικό οικογενειακών τάφων και είχαν καθήσει πάνω στην ταφόπετρα. Οι Τούρκοι στρατιώτες ανακάλυψαν αυτές τις κρύπτες, απομάκρυναν τους γονείς με χτυπήματα υποκόπανων και βίασαν τα νεαρά κορί τσια μέσα στους ίδιους τους τάφους, για να τα σφάξουν στη συνέχεια.
Αυτά τα γεγονότα επιβεβαιώνονται και από έναν άλλο μάρτυρα, τον κ. Antoine Ε…, που έγραψε:
«Οι πληγέντες, αναμεμειγμένοι με τους πρόσφυγες από την ενδοχώρα, οι οποίοι όταν έγινε η υποχώρηση του ελληνικού στρατού, είχαν εισρεύσει στην πόλη, είχαν συγκεντρωθεί στο ύπαιθρο, στα πρόθυρα της Σμύρνης, στη ζώνη Δαραγάτς, Χαλκά Μπουνάρ, Μερσινλί, Αγίας Τριάδας. Η έξοδος από τη ζώνη είχε απαγο ρευτεί αυστηρά από τους Τούρκους ιππείς και στρατιώτες που επιτηρούσαν στενά τα περίχωρα. Η ζώνη περικυκλώθηκε τελείως από το Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου.
Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες του τουρκικού στρατού άρχι σαν να εισδύουν στους χριστιανικούς καταυλισμούς που βρίσκονταν στην εν λόγω ζώνη, για να απαγάγουν τις ωραίες γυναίκες και τα όμορφα κορίτσια.
Η φρίκη από τις σκηνές που διαδραματίστηκαν, είναι πέρα από κάθε φαντασία- πολλές από αυτές τις άμοιρες παραμορφώνονταν, για να φαίνονται άσχημες- άλλες που αντιστέκονταν, θανατώθηκαν από αυτά τα τέρατα- άλλες κρύβονταν στους τάφους και στα μαυ σωλεία του νεκροταφείου των Ορθοδόξων άλλες τις πήραν μαζί τους αυτά τα κτήνη. Πολλοί άνδρες που θέλησαν να προστατέψουν τις γυναίκες τους, τις αδελφές ή τις συγγενείς τους από τις επιθέ σεις των Τούρκων, σκοτώθηκαν επί τόπου».
Ο εφημέριος του Μερσινλί καταθέτει:
«Αφού με αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι, με οδήγησαν στο Μερσινλί πιστεύοντας πως είχα κρυμμένα τα χρήματα και τα ιερά σκεύη της εκκλησίας. Μέσα στην εκκλησία έγινα μάρτυρας μιας τρομερής σκηνής. Εκεί βρισκόταν ξαπλωμένο το πτώμα μιας νεαρής κοπέ λας που γνώριζα, της Ευλαμπίας από το Μερσινλί- προφανώς την είχαν βιάσει. Έφερε πληγές από ξιφολόγχη στο στήθος. Μπροστά στο εικονοστάσι βρισκόταν το πτώμα μιας άλλης κοπελίτσας, πολύ πιο νέας, μόλις δεκαπέντε ετών, που είχε υποστεί την ίδια κακοποίηση. Δεν μπόρεσα να την αναγνωρίσω, γιατί το κεφάλι της ήταν διογκωμένο. Οι Τούρκοι αντί να συγκινηθούν μπροστά σ’ αυ ό το θέαμα, έλεγαν με περιφρόνηση: “Τι κάνουν ο Χριστός σου και η Παναγιά σου; Πού πήγαν οι επικλήσεις που έλεγες στο δρόμο; Πώς και δε βοήθησαν αυτά τα κορίτσια που τα… (εδώ παραλείπω μια λέξη που δε γράφεται) μπροστά τους;”
Η εκκλησία είχε λεηλατηθεί και συληθεί, και οι άγιες εικόνες κείτονταν κομματιασμένες στο πάτωμα».
Use Facebook to Comment on this Post