Τα παλαιότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στη Συρία προέρχονται από τη Μέση και Κατώτερη Παλαιολιθική περίοδο. Την 3η χιλιετία π.Χ. ένας από τους πιο σημαντικούς οικισμούς ήταν η Έμπλα, στην οποία ανακαλύφθηκαν 15.000 πινακίδες με σφηνοειδή γραφή! Σε αυτές τις πινακίδες φαίνεται ότι ο οικισμός αυτός είχε σχέσεις με τις γύρω περιοχές (Αίγυπτο, Ασσυρία, Μεσοποταμία, Σινά, Παλαιστίνη, Μ. Ασία).
Αυτήν την περίοδο η Συρία κατοικούνταν από διάφορες σημιτικές φυλές όπως Χετταίους, Χαναναίους, Φιλισταίους, Χαλδαίους, Αραμαίους και περίπου το 2000 π.Χ. φτάνει στην περιοχή και η σημιτική φυλή των Αμοραίων που έδωσαν ανάπτυξη σε πόλεις όπως Χαλέπιο, Αλαλά και Ουγκαρίτ.
Η Συρία υπήρξε από νωρίς το μήλο της έριδας λαών όπως οι Αιγύπτιοι, οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι, λόγω της γεωγραφικής της θέσης (σταυροδρόμι εμπορικών οδών Μεσοποταμίας, Μ. Ασίας, Αιγύπτου, Αραβίας).
Το 539 π.Χ. οι Πέρσες καταλύουν τη Βαβυλώνα και γίνονται αυτοί πια κύριοι της Συρίας, που αποτελούσε την 5η Σατραπεία της περσικής αυτοκρατορίας με το όνομα «Εκείθεν του ποταμού» (Ευφράτη).
Το 333 π.Χ. ο Μ. Αλέξανδρος κατακτά την περιοχή και μετά το θάνατό του οι δύο στρατηγοί του, ο Σέλευκος Α΄ Νικάνωρ και ο Πτολεμαίος Α΄ Σωτήρ συγκρούονται για τη σπουδαία στρατηγική αυτή περιοχή και παίρνουν ο μεν πρώτος το βόρειο τμήμα της Συρίας και ο δε δεύτερος το νότιο τμήμα, τη λεγόμενη Κοίλη Συρία. Επί εποχής Σελευκιδών ιδρύθηκαν πόλεις όπως η Αντιόχεια, η Απάμεια, η Λαοδίκεια και η Σελεύκεια επί Πιερία.
Στη συνέχεια η Συρία διασπάστηκε σε ανεξάρτητες πόλεις ή περιοχές, λόγω συνεχών εμφύλιων πολέμων μέχρι την οριστική κατάκτηση της περιοχής από τους Ρωμαίους και τον Πομπήιο το 64 μ.Χ..
Ένα από αυτά τα κράτη ήταν η Παλμύρα. Το κράτος αυτό ιδρύθηκε από εξελληνισμένους Σύριους και έχοντας υιοθετήσει τους ρωμαϊκούς θεσμούς ήταν σύμμαχο της Ρώμης πριν τη ρωμαϊκή κατάκτηση.
Η αυτόνομη πόλη της Παλμύρας ήταν κτισμένη σε όαση της συριακής ερήμου 210 χλμ. ΒΑ της Δαμασκού. Εξαιτίας της όασης και to ότι φυτρώνουν εκεί πολλοί φοίνικες (palm) πήρε το όνομα η Παλμύρα στη ρωμαϊκή περίοδο! Μέχρι τότε δεν ήταν τίποτε περισσότερο από έναν πλούσιο ατείχιστο οικισμό. Πριν ονομαζόταν Tadmor, που ήταν ασσυριακό όνομα. Σύμφωνα με τη Βίβλο σε αυτή την πόλη έκτισε ο βασιλιάς Σολομώντας παλάτι για τη βασίλισσα του Σαβά, ενώ ο Μαλάλας αναφέρει ότι σε αυτό το σημείο ο Δαβίδ σκότωσε τον Γολιάθ.
Οι Ρωμαίοι επί αυτοκράτορα Τιβέριου (14-37 μ.Χ.), λόγω της στρατηγικής της θέσης, μετέτρεψαν την Παλμύρα σε πόλη, η οποία εξελίχθηκε σε εμπορικό σταθμό στον οποίο κατέληγαν από Κίνα και Ινδία αρωματικά και θεραπευτικά φυτά, μπαχαρικά, υφάσματα, χαλιά, γούνες, δέρματα, κεραμικά, ελεφαντόδοντο, μετάξι, άγρια ζώα και δούλοι, ενώ από τη Δύση κατέφταναν μέταλλα, γυάλινα και πήλινα αγγεία, παστά ψάρια, κρασί, αντικείμενα μεταλλοτεχνίας, στύρακας και καλαμπόκι. Οι Παλμυρηνοί προσέφεραν στους εμπόρους κατάλυμα, νερό και προστασία των καραβανιών επί πληρωμή. Φόρους κατέβαλαν οι έμποροι στην πόλη και για την εισαγωγή και εξαγωγή των εμπορευμάτων τη βοσκή των κοπαδιών, τη χρήση των πηγών, ακόμη και για τις πόρνες, τους κρεοπώλες και για τους κατασκευαστές ανάγλυφων ή χάλκινων ανδριάντων. Τους παραπάνω φόρους εισέπραττε ο δημοσιώνης, ο οποίος ελεγχόταν από τους άρχοντες, τους δεκαπρώτους και τους σύνδικους.
Εξαιτίας των πολλών χρημάτων που εισέρεαν στα ταμεία της πόλης, άρχισε μία μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα. Την περίοδο του αυτοκράτορα Τιβέριου κατασκευάστηκε ο ναός του Μπελ (Bel), που συνδέεται με τον Δία, και το ιερό του Νάμπο (Nabo), του θεού των ευχών, δηλ. αντίστοιχος του Ερμή και του Απόλλωνα. Επίσης χτίστηκε την περίοδο του αυτοκράτορα Αδριανού το τρίτο μεγάλο ιερό της Παλμύρας, το ιερό του Μπααλσαμίν (Baalshamin), δηλαδή του θεού του ουρανού, το θέατρο και ο ναός του Αλάτ (Allat). Οι κατασκευές συνεχίστηκαν επί Σεπτίμιου Σεβήρου με την Αγορά, το περίστυλο Βουλευτήριο και την περίφημη Οδό μήκους 1,2 χλμ. που συνέδεε το ναό του Μπελ με την Αγορά, το θέατρο και το χώρο των ιδιωτικών κατοικιών.
Ο αυτοκράτορας Καρακάλλας έδωσε στην Παλμύρα τον τίτλο της colonia, πράγμα το οποίο την απομάκρυνε από τον άμεσο έλεγχο του Ρωμαίου διοικητή της Συρίας και βοήθησε στη μεγαλύτερη εξέλιξή της, που έφτασε στο μέγιστο σημείο ακμής της την εποχή του Οδαίναθου, της γυναίκας του Ζηνοβίας και του γιου του Ουαβαλλάθου.
Ο Σεπτίμιος Οδαίναθος (Udainat) ανήκε στην αριστοκρατία της Παλμύρας και ήταν αραμαϊκής-βεδουινικής προέλευσης. Έγινε συγκλητικός και απόλυτος κυρίαρχος της Παλμύρας και αναγνωρίστηκε ως τέτοιος από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό κάτω από την πίεση της περσικής απειλής. Πέτυχε να επεκτείνει την κυριαρχία του σε όλη τη Συρία μετά την απόκρουση των Περσών, όταν αυτοί με τον Σαπώρ Ι είχαν νικήσει τους Ρωμαίους και σκοτώσει τον αυτοκράτορα Βαλεριανό. Για τη μεγάλη του νίκη επί των Περσών απεκλήθη Βασιλεύς-Βασιλεών. Επίσης αντιμετώπισε με επιτυχία τους σφετεριστές του θρόνου μετά από αίτημα που του απηύθυνε ο νέος αυτοκράτορας της Ρώμης Γαλλιηνός. Γι’ αυτή του την επιτυχία έλαβε τον τίτλο Dux Romanorum et corrector totius orientis). Τελικά όμως ο Οδαίναθος δολοφονήθηκε το 267 ή 268 μ.Χ. στην Έμεσα της Συρίας ή την Καππαδοκία μαζί με το γιο του που είχε αποκτήσει από την πρώτη σύζυγο. Φήμες λένε ότι το έκαναν οι Ρωμαίοι, γιατί ανησύχησαν από τη μεγάλη δύναμη που απέκτησε, ή ένας ανιψιός του, γιατί καυγάδισαν στο κυνήγι ή η δεύτερη γυναίκα του, η Ζηνοβία.
Το βασίλειο της Παλμύρας περνά στη σύζυγο Ζηνοβία (Bath Zabbai) και στον ανήλικο γιο της Ουαβάλλαθο (Wahballath). Η Ζηνοβία φαίνεται ότι ήταν αραμαϊκής-αραβικής καταγωγής, αλλά η ίδια ισχυριζόταν ότι καταγόταν από τη γενιά της Κλεοπάτρας Σελήνης Ζ΄ και φορούσε τα ρούχα της Διδούς, της μυθικής βασίλισσας της Καρχηδόνας. Ήταν όμορφη, μελαψή με μαύρα μάτια και κάτασπρα δόντια. Μιλούσε εκτός από την τοπική διάλεκτο και λατινικά, ελληνικά και αιγυπτιακά. Η φωνή της είχε ανδρική χροιά. Άλλες φορές συμπεριφερόταν ως τύραννος και άλλες φορές ως άριστος ηγεμόνας. Λατρευόταν όπως οι Πέρσες βασιλιάδες και εμφανιζόταν στις συνελεύσεις φορώντας κράνος και κυανή ζώνη από την οποία κρέμονταν πετράδια. Χρησιμοποιούσε συνήθως άμαξα για τις μετακινήσεις της και όχι γυναικείο φορείο. Ίππευε συχνά ή περπατούσε μαζί με το πεζικό της. Της άρεζαν το κυνήγι και τα συμπόσια, στα οποία έπινε μαζί με τους αξιωματικούς της και συναγωνίζονταν στο ποτό Αρμένιους και Πέρσες. Ήταν πολύ φιλόδοξη και επί των ημερών της η Συρία, η Παλαιστίνη, η Αραβία, η Αίγυπτος και μέρος της Μ. Ασίας ανήκε στο βασίλειο της Παλμύρας. Τότε ήταν που η Παλμύρα έφτασε τις 200.000 χιλιάδες κατοίκους με αραμαϊκές φυλές, Ρωμαίους, Έλληνες, Εβραίους και Άραβες. Είχε ελληνικούς θεσμούς όπως Βουλή, Δήμο, άρχοντες, αλλά και ρωμαϊκούς όπως τους άρχοντες duoviri (δύανδροι) και decemprimi (δεκαπρώτοι). Στην αυλή της Ζηνοβίας βρέθηκαν σπουδαίοι φιλόσοφοι της εποχής γνωρίζοντας μεγάλη άνθηση τα γράμματα.
Η ισχύς της Παλμύρας κράτησε μέχρι τον αυτοκράτορα της Ρώμης Αυρηλιανό. Αυτός οργάνωσε εκστρατεία εναντίον της Ζηνοβίας και κατέλαβε την πόλη το 272 μ.Χ. . Μετέφερε τη Ζηνοβία στη Ρώμη και πέρασε την υπόλοιπη ζωή της στο Τίβολι μαζί με τα παιδιά της, αλλά η φήμη της παρέμεινε στην Ανατολή.
Η Παλμύρα επί Βυζαντίου συνέχισε να υπάρχει. Τότε ήταν που χτίστηκαν εκκλησίες, αλλά με τους Άραβες έχασε το προνόμιο να είναι διαμετακομιστικό κέντρο του εμπορίου, αφού τα εμπορεύματα περνούσαν πλέον από την Κωνσταντινούπολη και εγκαταλείφτηκε παραμένοντας σήμερα ένας μεγάλος αρχαιολογικός χώρος.
Γράφει ο Γιάννης Σιατούφης
Πηγή: eranistis.net
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ, εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Συρία. Από τον Μ. Αλέξανδρο ως τους Άραβες, 13 Σεπτεμβρίου 2001.
Albert Hourani, Η ιστορία του αραβικού κόσμου, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2014.
Use Facebook to Comment on this Post