Κρυφογελώντας ο γιατρός βγάζει ένα μπουκαλάκι από το συρτάρι και το δίνει στον παππούλη.
– Πάρε παππού, ρίξε λίγο σπέρμα και φέρε το για ανάλυση.
Ο γέρος φεύγει και επιστρέφει την επομένη απογοητευμένος. Αφήνει το άδειο μπουκαλάκι στο γραφείο του γιατρού και τον κοιτάζει με απελπισία.
– Τι έγινε; Ρωτάει ο γιατρός προσπαθώντας να συγκρατήσει τα γέλια του.
– Τι να σου πω γιατρέ μου. Προσπάθησα με το δεξί το χέρι, δεν έγινε τίποτα. Προσπάθησα με το αριστερό, τίποτα. Ήρθε η γυναίκα μου, με τα δύο χέρια μάταιος κόπος. Φώναξα τη γειτόνισσα προσπάθησε η δόλια με τα χέρια, με το στόμα αλλά τίποτα. Το γαμημένο το μπουκαλάκι δεν άνοιγε.