Καλοκαίρι, η αγαπημένη εποχή όλων των παιδιών. Θυμάμαι, την αρχή του όριζε το πρώτο παγωτό ή ακόμα καλύτερα το πρώτο μπάνιο. Τώρα πλέον ξεκινάει με την πρώτη μέρα άδειας και τελειώνει με την τελευταία. Μιζέρια. Πάμε στα μικράτα -που έλεγε και η γιαγιά μου- καλύτερα.
Γράφει η Έλια Κωνσταντινίδη
Μου μυρίζουν ακόμα έντονα τα παιδικά μου καλοκαίρια. Μυρίζουν αντηλιακό, καρπούζι και φιδάκι για τα κουνούπια. Οι μυρωδιές είναι αυτές που σου φέρνουν τις πιο έντονες μνήμες.
Τα καλοκαίρια φαινόντουσαν ατελείωτα και γεμάτα -σε αντίθεση με τώρα που μπαίνει ο Ιούλης και μουρμουρίζεις “πάει και το φετινό καλοκαίρι, το φάγαμε”. Οι δραστηριότητες ήταν πολλές και όλοι μας πάνω κάτω είχαμε τους ίδιους καλοκαιρινούς στόχους. Οι βασικότεροι ήταν να φτάσει ο Σεπτέμβρης και να ‘χεις φάει περισσότερα παγωτά απ’ τους άλλους -μελανό σημείο για μένα αφού η μητέρα έβαζε χέρι και φρένο κάποια στιγμή στην ακόρεστη και αδηφάγα καλοκαιρινή παγωτομανία μου- και να ‘χεις κάνει τα περισσότερα μπάνια -αυτό ευτυχώς ήμουν σε θέση να το κοντραριστώ.
Τα πρωινά ξεκινούσαν με παιδικά που άρχιζαν στις 7.00. Υπήρχε μεγάλη αυστηρότητα στο θερινό εγερτήριο, αφού πρώτον ξυπνούσες από μόνος σου και δεύτερον όχι για να πας σχολείο. Κατά τις 11 πηγαίναμε στη θάλασσα -όταν ήμουν με τη γιαγιά και τη θεία μου, γιατί με τη μαμά μου 11 ήμασταν ήδη πίσω μπανιαρισμένες, ντυμένες και τρώγαμε πεπόνι στο πίσω μπαλκόνι, το σκιερό. Πιό εύκολα θα με άφηνε να κολυμπήσω με τον μεγάλο λευκό, παρά να εκτεθώ στον ήλιο 11-4.
Πήγαινες στη θάλασσα λοιπόν και έμενες στο νερό μέχρι να μελανιάσεις. Μέχρι τα δάχτυλα να αρχίσουν να χάνουν στοίβα στοίβα τις μουλιασμένες πέτσες τους. Αφηνίαζες τόσο στην παραλία, που όταν ξεβγαζόσουν στο σπίτι, το διχτάκι απ΄το μαγιώ σου είχε μέσα μπετόν απ΄το αμμοχάλικο που ‘χες μαζέψει.
Πίσω στο σπίτι περίμενε νόστιμο φαγητό, πχ γεμιστά. Μετά τη θάλασσα, που έχεις χτυπηθεί σαν το χταπόδι, απ΄ την πείνα τρως και το πόδι σου. Αλλά πάντα η μαμά ή η γιαγιά έχουν φροντίσει να φας κάτι πιο νόστιμο.
Το δύσκολο κομμάτι του καλοκαιριού, το σημείο παγίδα, ήταν ο μεσημεριανός ύπνος. Ευτυχώς όμως κανένας απ’ τους δικούς μου δεν με έδενε χειροπόδαρα στο κρεβάτι να κοιμηθώ. Καθόμουν και έπαιζα στο πάτωμα ή ξάπλωνα στο κρεβάτι μου και χάζευα μέχρι να ελευθερωθούν οι “φυλακισμένοι” φίλοι μου.
Η επόμενη φάση, η απογευματινή, ήταν η φάση “παγωτό”. Αυτή δεν χρειάζεται περισσότερη ανάλυση. Απλά “ΠΑΓΩΤΟ”.
Μετά από πολύ παιχνίδι και βόλτες και χαρές, σε έβρισκε το βράδυ αναψοκοκκινισμένο και νταγκλαρισμένο απ΄τον ήλιο και το φαΐ και συνήθως άρχιζε να σε φλέρταρει ο ύπνος ανάμεσα σε χωριάτικη και τηγανητές πατάτες στο τραπέζι κάποιας ταβέρνας, με τρομερή ηχορύπανση.
Είχες κάμποσες ώρες να πάρεις τα πάνω σου μέχρι το επόμενο πρωί, που το ίδιο συναρπαστικό πρόγραμμα θα ξαναξεκινούσε.
Use Facebook to Comment on this Post