xOrisOria News

Τα απογεύματα των παιδικών μας χρόνων, στην πλατεία με μια μπάλα… (εικονες)

1Τέτοιες μέρες καλοκαιριού, μερικές δεκαετίες πριν, μαζευόμασταν τα παιδιά της γειτονιάς σε διάφορα σημεία (υπήρχαν δυο-τρία σχετικά στέκια) για να παίξουμε μπάλα.
Ήταν κατά τις 6 το απόγευμα καθημερινά το άτυπο “προσκλητήριο”.
Δεν υπήρχαν και κινητά ακόμη τότε και απλώς ο καθένας μας ήξερε πότε και πού να βρίσκεται.
Χωρίς περιττές ασύρματες ψευδοεπικοινωνίες. Ξέραμε και, όποιος ήθελε, πήγαινε.

Ο καθένας είχε τους δυο-τρεις “κολλητούς” του (με εισαγωγικά η λέξη, διότι δε μου αρέσει καθόλου), τους κατέβαζε απ’ τα σπίτια τους και πηγαίνανε μαζί είτε στην πλατεία είτε στο πάρκο είτε στην αυλή του σχολείου, εκεί που θα μαζεύονταν και πολλά άλλα, γνωστά και άγνωστα, παιδιά για να παίξουν όλοι μαζί και να μοιραστούν μαζί τους το χρόνο τους.

Μόλις φτάναμε και γινόμασταν πολλοί, χωριζόμασταν σε ομάδες και αρχίζαμε να παίζουμε.
Κανείς δεν κρατούσε ώρα. Τα ρολόγια, άλλωστε, σπάγανε πάνω στο παιχνίδι και δεν τα παίρναμε ποτέ μαζί.
Η λήξη του παιχνιδιού ερχόταν απλώς με τον ερχομό της νύχτας.
Όταν πια το σκοτάδι γινόταν τόσο βαθύ, ώστε να μην μπορείς να δεις, τότε μόνο λέγαμε πως είναι ώρα για να γυρίσουμε σπίτια μας.

Πολλές φορές (για να μην πω σχεδόν κάθε φορά) κάποιος γέρος γείτονας, ενοχλημένος από τις φωνές μας και τον θόρυβο της μπάλας στον τοίχο του σπιτιού του, μας απειλούσε με τη ζωνη του ή, άμα βαριότανε να κατέβει, με την αστυνομία.
Εμείς συνήθως τους γράφαμε κανονικότατα τους γέρους που “μας τη σπάγανε”.
Μόνο μερικές φορές πέφταμε στην ανάγκη τους: όταν κάποιος αδέξιος κλωτσούσε τη μπάλα ψηλά κι αυτή έπεφτε στην αυλή του γέρου, οπότε έπρεπε να τον καλοπιάσουμε για να μας τη δώσει πίσω.
Συνήθως δεν εισακουγόμασταν και ή δεν παίρναμε ποτέ την μπάλα ή στην καλύτερη μας την έδινε με όρο να φύγουμε.

Επίσης, δεν είχαμε φυσικά… γκαζόν για αγωνιστικό χώρο!
Τσιμέντο ή πλακάκια είχαμε.
Και πέφταμε και κυλιόμασταν και ματώναμε.
Αλλά -μαντέψτε- δεν παθαίναμε τίποτα!
Τα τωρινά παιδιά ζουν σε γυάλα και οι γονείς τους παθαίνουν εγκεφαλικό, άμα δουν να τρέξει λίγο αιματάκι.
Τα δικά μας γόνατα ακόμη σημαδεμένα είναι από το τρίψιμο του τσιμέντου.
Τα ράμματα ήταν συχνό φαινόμενο.
Αλλά δεν έγινε και τίποτα.
Παιδιά ήμασταν.
Το αντιλαμβανόμασταν κι εμείς, αλλά και οι γονείς μας.

Το πιο ωραίο της υπόθεσης ήταν το άναρχο στοιχείο του παιχνιδιού μας.
Δεν είχαμε τότε τα γηπεδάκια 5Χ5, με τον καθορισμένο χρόνο παιχνιδιού.
Απλώς κατεβαίναμε το απόγευμα, αρχίζαμε να παίζουμε και τελειώναμε με το τέλος της μέρας.
Και καμιά φορά, μετά καθόμασταν να χαζολογήσουμε λιγάκι με τα κορίτσια.
Ή τα σαββατοκύριακα πηγαίναμε το πρωί, ξεκινούσαμε να παιζουμε, γυρνούσαμε σπίτι το μεσημέρι για φαΐ και για άλλοθι και ξανακατεβαίναμε μετά από λίγο για τη συνέχεια.

Και φυσικά δεν πληρώναμε γι’ αυτό.
Ελεύθερος χρόνος και ελεύθερος χώρος.
Όχι όπως τώρα, που για να παίξεις μπαλα πρέπει να “κλείσεις” ένα γηπεδάκι για καθορισμένη ώρα έναντι ενός αντιτίμου των 50-60 ευρώ την ώρα…
Λες και κλείνεις τραπέζι στα μπουζούκια!
Πού φτάσαμε! Να πληρώνει το παιδί για να παίξει μπάλα με την παρέα του!

Επίσης, γράφοντας αυτά μου ‘ρθε στο νου μου και κάτι άλλο, που το θεωρώ επίσης πολύ σημαντικό σαν το παραπάνω.
Η “κανονικότητα” των παιδότοπων, των γηπέδων 5Χ5 και των άλλων οργανωμένων δομών παιδικού παιχνιδιού στερεί απ’ το παιδί τη δυνατότητα να κοινωνικοποιηθεί σε κανονικές συνθήκες.
Του στερεί την παιδική “κανονικότητα”, ας μου επιτραπεί η έκφραση.
Δηλαδή, όταν εμείς πηγαίναμε και παίζαμε κάθε απόγευμα σε μια πλατεία και θεωρούσαμε το μέρος “δικό μας”, τύχαινε κάποια φορά να ‘ρθει παρέα μεγαλύτερων παιδιών για να παίξει αυτή εκεί.
Αυτά τα μεγαλύτερα παιδιά μάς έδιωχναν με την απειλή του ξύλου.
Εμείς εκείνη την ώρα συνασπιζόμασταν και κάναμε επίθεση εναντίον τους για να υπερασπιστούμε το χώρο μας.
Κάναμε επίθεση, παρότι εκείνοι ήταν δυνατότεροι και μεγαλύτεροι.
Ή κάποιες φορές ζυγίζαμε τα πράγματα αλλιώς και, εφόσον βλέπαμε πως δεν υπάρχει ελπίδα, υποχωρούσαμε και ψάχναμε για άλλο ελεύθερο χώρο, βρίζοντας στο δρόμο το άδικο να μας διώχνουν απ’ το μέρος μας επειδή απλά και μόνο είναι μεγαλύτεροι.

Αυτή η διαδικασία όμως είναι ευεργετική.
Εντάσσει το παιδί στο παιχνίδι των κοινωνικών ρόλων, του γνωρίζει το πρόβλημα της δύναμης, της ιεραρχίας, του γνωστοποιεί την αξία της διεκδίκησης του δίκιου, του μαθαίνει να αντιδρά σε δύσκολες καταστάσεις.
Το κοινωνικοποιεί με λίγα λόγια.

Στα γηπεδάκια 5Χ5 τί απ’ όλα αυτά θα μάθει το παιδί;
Δεν θα προβληματιστεί ποτέ από κάτι τέτοιο.
Θα πάει με, καθορισμένη από πριν, παρέα να παίξει, σε συγκεκριμένο χώρο που δε θα του τον διεκδικήσει κανείς κι έτσι δεν πρόκειται να μπλεχτεί σε.. περιπέτειες.
Σε περιπέτειες, όμως, που είναι για το παιδί και διασκεδαστικές και διδακτικές!

Αυτά τα παιδιά μαθαίνουν την ελευθερία του παιχνιδιού εν μέσω πανύψηλων φραχτών, συρματοπλεγμάτων που θυμίζουν στρατόπεδα συγκέντρωσης, με φρουρούς λες και πρόκειται για τρομοκράτες και με προστασία γυάλινου κλουβιού λες και είναι ο πάπας Ιωάννης Παύλος, ο μακαρίτης.

Εμείς πηγαίναμε σε ανοιχτούς χώρους που ήταν μαζεμένα παιδιά, τους λέγαμε “παίζουμε;” και μπαίναμε και παίζαμε χωρίς να ξέρουμε ποιος είναι ο καθένας.
Έτσι, άλλα από εκείνα τα παιδιά ήταν ευγενικά και φιλικά, άλλα ήταν κακότροπα και ιδιόρρυθμα, άλλα ήταν κακομαθημένα και διεκδικητικά, άλλα ήταν τα επονομαζόμενα “αφού είστε έτσι, παίρνω τη μπάλα μου και φεύγω”, άλλα ήταν έντονα ανταγωνιστικά και βίαια (τα “κωλόπαιδα”, που λένε…), με αποτέλεσμα και πάλι να μαθαίνουμε να λειτουργούμε και να αλληλεπιδρούμε με κόσμο άγνωστο, να τον διαχειριζόμαστε, να δενόμαστε οι φίλοι μεταξύ μας και να συνηθίζουμε να αντιδρούμε σε ακραίες, και επικίνδυνες ενίοτε, καταστάσεις.
Να λαμβάνουμε κοινωνική μόρφωση, δηλαδή.
Το παιδί των 5Χ5 πού ακριβώς θα τη βρει την κοινωνική μόρφωση;
Μεταξύ σεκιούριτι και παιδονόμων;

Δυστυχώς, κάθε χρόνο είναι και χειρότερα.
Τα παιδιά της αλάνας (η προηγούμενη γενιά) έδωσε τη σκυτάλη στα παιδιά της πλατείας και του τσιμέντου (σ’ εμάς) κι εμείς την παραδώσαμε στη γενιά του συρματοπλέγματος, του λάπτοπ και της online αποβλάκωσης.
Είτε φυσικό είτε ηλεκτρονικό, το παιχνίδι τους είναι περιφραγμένο.
Φυλασσόμενο από σεκιούριτι επί 24ώρου βάσεως και μ’ ένα επιτελείο γιατρών από πάνω “μην τυχόν και πέσει και χτυπήσει το ποδαράκι του”.

 

Έχοντας κυλήσει σε δεκάδες τσιμεντένια δάπεδα, έχοντας σκίσει γόνατα και αγκώνες ουκ ολίγες φορές, έχοντας πιει νερό από τις κοινόχρηστες βρύσες, που όλοι κολλούσαμε το στόμα μας σα να τις βυζαίναμε, θέλω να σας διαβεβαιώσω πως δεν έπαθα τίποτα ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος από όλα τα παιδιά που παίζαμε μαζί τότε.

Γι’ αυτό αφήστε τα παιδιά σας ελεύθερα να βγουν να παίξουν μπάλα, μήλα, σκοινάκι, να πλακωθούν στις μπουνιές και να ανοίξουν και καμιά μύτη, να τσακωθούν με τα “εκτάκια” ή τα “γυμνασιάκια” για την ιδιοτησία της πλατείας, να ιδρώσουν τα αγοράκια κυνηγώντας τα κοριτσάκια στο κυνηγητό και το κρυφτό ή στους “κλέφτες κι αστυνόμους”, να παίξουν μακριά γαϊδούρα, να πετάξουν νεράτζια στα μπαλκόνια των γειτόνων, να κάνουν μικροαλητείες και να κρύβονται για να μην τους βρει τάχα η αστυνομία ή ο στριμμένος γείτονας.
Πετάξτε τους τα λάπτοπ!
Και αφήστε τα παιδιά να ζήσουν σαν παιδιά!

Όχι απλως αξίζει…
Τους είναι απαραίτητο!

Για να γίνουν υγιείς άνθρωποι.
Υγιείς άντρες και γυναίκες.
Υγιείς φίλοι.
Υγιείς εραστές.
Υγιείς πολίτες.

ΥΓ.: Ξέρω πως πολλοί θα διαπιστώσουν μια τάση εξιδανίκευσης του παρελθόντος και θα τονίσουν πως “κάθε γενιά τα ίδια λέει για την επόμενη”.
Θα απαντήσω πως ναι, πάντα υπάρχει μια τάση σύγκρουσης του προηγούμενου με το επόμενο και πάντα κάθε γενιά βλέπει στην επόμενη την… καταστροφή του κόσμου.
Αλλά μην ξεχνάτε πως μπορεί και κάποια γενιά απ’ όλες τελικά να ‘χει δίκιο για την επόμενη!
Και ίσως αυτή να είναι η σημερινή…

toixo-toixo

Use Facebook to Comment on this Post