Κάποτε ήταν μια πολύ σκληρή γυναίκα, μέγαιρα την φώναζαν γιατί δεν αγαπούσε κανένα άνθρωπο. Μια μέρα έφτασε στην πόρτα της μέγαιρας ένα γεροντάκι. Ήταν ξυπόλυτος με.. ένα παντελόνι γεμάτο από τρύπες, μια και ήταν το μοναδικό που είχε. Στα χέρια του το γεροντάκι βαστούσε ένα μπουκάλι άδειο και έψαχνε να βρει νερό. Καθώς είδε το σπίτι της, σκέφτηκε να χτυπήσει την πόρτα και να ζητήσει νερό. Ήταν αποκαμωμένος και πεινασμένος, μα δεν θα ζητούσε φαγητό, λίγο νερό ήθελε, να ξεδιψάσει και να ξεγελάσει την πείνα του. Φτάνει λοιπόν στο σπίτι της μέγαιρας και χτυπάει διακριτικά την πόρτα. Ποιος τολμά να χτυπήσει την πόρτα μου; ακούστηκε μια αγριεμένη φωνή. Εγώ, είμαι ένας περαστικός που διψάει και θέλει λίγο νερό. Εκείνη την στιγμή ανοίγει η πόρτα και προβάλει ένα κακάσχημο τριχωτό, που έμοιαζε με γυναίκα. Δεν έχω νερό τράβα στην δουλειά σου του είπε και χτύπησε με δύναμη την πόρτα, στα μούτρα του γέρου. Ο γεράκος κάθισε στο κατώφλι ανήμπορος να προχωρήσει.
Το ίδιο βράδυ άνοιξαν οι ουρανοί, έβρεχε καταρρακτωδώς. Το σπίτι της μέγαιρας άρχισε να μπάζει από παντού νερό και αυτή πάνω που πήγε να την πάρει ο ύπνος, σηκώθηκε και άρχισε να μουρμουράει και να τα βάζει με τον Θεό. Όταν το νερό έφτασε μέχρι τα πόδια της άρχισε να φωνάζει για να την βοηθήσουν. Όμως από την κακία της που δεν ήθελε να βλέπει κανέναν άνθρωπο, είχε φτιάξει το σπίτι της μακριά από το χωριό. Μα και πάλι αν την άκουγαν, δεν θα πήγαινε κανείς να την βοηθήσει. Επειδή ήταν κακιά και δεν τους έλεγε ποτέ καλημέρα, μα και γιατί όλοι έμαθαν για την κατάληξη του γεράκου από το πρωί εξαιτίας της. Βλέπετε η παροιμία από τρελό και από παιδί μαθαίνεις την αλήθεια, επικράτησε και τώρα. Ο τρελός όλο το πρωί γύριζε παντού και έλεγε την ιστορία με τον γέρο που έθαψε.
Το σύννεφο που την κρατούσε πάνω του, κινήθηκε και πήγε σε μια άλλη χώρα, όπου γινόταν πόλεμος. Παντού πτώματα, παιδιά, γυναίκες, γέροι, όλοι έτρεχαν μέσα σε ένα σύννεφο καπνού κλαίγοντας και ψάχνοντας μέρος να κρυφτούν. Η μέγαιρα, πρόσεξε πως τα αγγελάκια, κάθε φορά που έβλεπαν ένα άσχημο γεγονός, έβαζαν τα κλάματα και τα δάκρυα τους, γινόταν βροχή και έπεφταν στην γη. Μετά το συννεφάκι κατέβηκε πιο χαμηλά, στην πόλη που γινόταν ο πόλεμος. Σε ένα σπιτάκι φτωχικό, ζούσε μια οικογένεια. Η μαμά και τα τέσσερα παιδιά της, ο άντρας της ήταν στον πόλεμο και πολεμούσε για την πατρίδα του. Καθώς παρακολουθούσε την οικογένεια, βλέπει μια ομάδα στρατιωτών, να μπαίνει και να τουφεκίζει την γυναίκα, μαζί με τα παιδιά της. Τον άντρα της οικογένειας, μετά από λίγες μέρες τον έπιασαν αιχμάλωτο, μαζί με άλλους στρατιώτες. Ο νέος άντρας κατάφερε να το σκάσει και να ξαναπάει στο μέτωπο. Όταν όμως πληροφορήθηκε το τραγικό τέλος της οικογένειας του, ορκίστηκε να πολεμήσει αυτούς τους εχθρούς της πατρίδας και δολοφόνους των δικών ανθρώπων.
Ήταν σπουδαίος πολεμιστής και έκανε πολλά κατορθώματα εις βάρος των εχθρών. Η πολιτεία όταν τέλειωσε ο πόλεμος του έδωσε ένα παράσημο για την ανδρεία του και αυτό ήταν όλο. Μετά τον πέταξε στον δρόμο αφού είχε κάνει την δουλειά της. Ο άντρας φανερά γερασμένος και κουρασμένος από τα βάσανα, τριγυρνούσε στους δρόμους. Πολλές φορές, του έδιναν κάποιοι άνθρωποι, λίγο φαγητό και κάτι κέρματα, για να αγοράσει λίγο ψωμί. Το σύννεφο χαμήλωσε τώρα αρκετά και η μέγαιρα είδε καθαρά ότι αυτός ο γενναίος γεράκος ήταν αυτός που του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Τότε για πρώτη φορά στην ζωή της, η καρδιά της μαλάκωσε και ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο της. Μα τι κακούργα που είμαι; μονολογούσε φωναχτά, λίγο νεράκι μου ζήτησε ο καημένος και εγώ του αρνήθηκα. Οι τύψεις που μέχρι τώρα της ήταν άγνωστη λέξη, άρχισαν να την βασανίζουν. Πως το έκανα εγώ αυτό; γιατί τόση απονιά μέσα μου να υπάρχει; πως έγινε η καρδιά μου σκληρή σαν πέτρα; σκεφτόταν και άρχισε να κλαίει δυνατά τώρα. Τα αγγελάκια της λένε, κοίτα, τα δάκρυα σου ποτίζουν την γη, κυλάνε μέσα σε ρυάκια και γίνονται ένα με την θάλασσα. Τα δάκρυα από μετάνοια, είναι η καλύτερη βροχή στην γη, όλα επωφελούνται από αυτήν. Κλάψε, κλάψε να την ποτίσεις, για να μην υπάρχει ξηρασία. Γιατί η ξηρασία στην γη, προέρχεται από την απονιά του κόσμου.
Μύριαμ Κ. Ρόδος