Αναλυτές υποστηρίζουν πως για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους καθώς και η τήρηση των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων με τους Ευρωπαίους εταίρους, η κυβέρνηση θα πρέπει να μειώσει τις δαπάνες.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση χαρακτηρίζουν τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης αναλυτές και οικονομολόγοι μιλώντας στην «Κ», με την S&P να επισημαίνει ότι θα λειτουργήσουν θετικά για την πιστοληπτική αξιολόγησης της Ελλάδας, αρκεί να τηρηθούν οι δεσμεύσεις προς τους πιστωτές. Οπως τονίζουν, «κλειδί» για την ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα και την επίτευξη του φιλόδοξου στόχου του 4% για την ανάπτυξη του 2020, είναι η ενίσχυση των επενδύσεων και η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και των μεγάλων projects, καθώς και η σημαντική μείωση των NPEs του τραπεζικού κλάδου.
Η μείωση της μεγάλης φορολογικής επιβάρυνσης της ελληνικής οικονομίας είναι σίγουρα ευπρόσδεκτη, όπως σημειώνει στην «Κ» ο επικεφαλής επενδύσεων συναλλάγματος στην Ευρώπη της BofA Merrill Lynch, Αθανάσιος Βαμβακίδης, σχολιάζοντας τα μέτρα που ανακοινώθηκαν. Ωστόσο, για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους καθώς και η τήρηση των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων, το ενδιαφέρον της κυβέρνησης θα πρέπει να επικεντρωθεί στη μείωση των δαπανών όπου είναι δυνατόν και, ακόμη πιο σημαντικό, στις μεταρρυθμίσεις για την προσέλκυση επενδύσεων οι οποίες βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και στην ενίσχυση της ανάπτυξης.
Από τις προγραμματικές δηλώσεις φαίνεται ότι η κυβέρνηση επέλεξε μια οριζόντια προσέγγιση όσον αφορά τις φορολογικές περικοπές, σημειώνει στην «Κ» ο Βολφάνγκο Πίκολι, συμπρόεδρος της εταιρείας ανάλυσης πολιτικού ρίσκου της Teneo Intelligence. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς έπειτα από αρκετές διαδοχικές αυξήσεις φόρων από το 2010, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αναμένουν φορολογική ελάφρυνση. Ωστόσο οι φορολογικές περικοπές θα μπορούσαν να ήταν πιο στοχοθετημένες.
Πάντως, οι μειώσεις φόρων δεν δημιουργούν αυτόματα ανάπτυξη και ασφαλώς όχι βραχυπρόθεσμα, τονίζει. Η πραγματική πρόκληση για τη Ν.Δ. είναι η αντιμετώπιση των χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων της Ελλάδας, ώστε να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον, να έρθουν ξένες επενδύσεις, να δημιουργηθεί ένα αμερόληπτο και διοικητικά αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα και να αρθούν τα υπερβολικά διοικητικά εμπόδια στις επιχειρήσεις. Υπάρχουν πολλές αναφορές από τον ΟΟΣΑ, την Παγκόσμια Τράπεζα και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ που περιέχουν μακρύ κατάλογο μέτρων για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας και την αύξηση της φιλικότητάς της προς τις επιχειρήσεις. Το «κλειδί» είναι η εφαρμογή αυτών των μέτρων.
Για την S&P οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση σε ό,τι αφορά την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας, υπό τον όρο ότι θα τηρηθούν πλήρως οι μεταμνημονιακές δεσμεύσεις. Οπως επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» ο επικεφαλής αναλυτής της S&P για την Ελλάδα, Μάρκο Μίρσνικ, αν και τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Ελληνας πρωθυπουργός για μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης στην οικονομία αναμένεται να συμβάλουν θετικά στη δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης και στην αύξηση των επενδύσεων, είναι κρίσιμης σημασίας να εξασφαλιστεί η πλήρης συμμόρφωση με τους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, ιδίως στο πλαίσιο της πρόσφατης αδυναμίας στον προϋπολογισμό, Συνεπώς, τα μέτρα αυτά θα απαιτήσουν ενδεχομένως αντισταθμιστικά δημοσιονομικά μέτρα για την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος και την αποφυγή της διάβρωσης των πρόσφατων ισχυρών δημοσιονομικών επιδόσεων.
Σχολιάζοντας τον στόχο του 4% για την ανάπτυξη, ο κ. Μίρσνικ τονίζει πως για την S&P «κλειδί» για την ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα είναι η σημαντική μείωση των NPEs του τραπεζικού κλάδου, η οποία θα ενίσχυε σημαντικά την πιστωτική δραστηριότητα στον ιδιωτικό τομέα και έτσι θα μπορούσαν να φανούν τα οφέλη από τις σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Επιπλέον, πιστεύουμε ότι ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη θα μπορούσε να προκύψει από περαιτέρω βελτιώσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της επιτάχυνσης της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεων και τον μηδενισμό των ληξιπρόθεσμων οφειλών της κυβέρνησης.
Εφικτός ο στόχος για την ανάπτυξη
Η S&P «βλέπει» ανάπτυξη της τάξεως του 2,7% το 2020, ωστόσο, με βάση την εμπειρία από τις άλλες χώρες στην περιφέρεια της Ευρωζώνης που βγήκαν από την κρίση, η ταχύτερη επίλυση των προαναφερθέντων προκλήσεων –ιδίως όσον αφορά τη χρηματοδότηση της οικονομίας– θα μπορούσε να βελτιώσει ακόμη περισσότερο τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας, πέρα από τις τρέχουσες προβλέψεις της. Η Ελλάδα μπορεί πράγματι να σημειώσει ανάπτυξη της τάξεως του 4%, τονίζει από την πλευρά του ο κ. Βαμβακίδης της BofA, εάν εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν τις επενδύσεις. Πολλές προηγούμενες κυβερνήσεις, πριν και μετά την κρίση, απέτυχαν σε αυτόν τον τομέα, όπως προσθέτει.
Κατά τον Πίκολι της Teneo, αν και ο στόχος ανάπτυξης του 4% είναι φιλόδοξος, οι επενδύσεις είναι το κλειδί για την Ελλάδα. Η εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων (FDI) είναι η κύρια (αν όχι η μοναδική) ελπίδα της χώρας, δεδομένου ότι οι δημόσιες επενδύσεις δύσκολα μπορούν να αυξηθούν λόγω δημοσιονομικών περιορισμών. Οι εγχώριοι επενδυτές σημειώνουν αδύναμα κέρδη και οι ελληνικές τράπεζες επιβαρύνονται με πολύ υψηλά επίπεδα προβληματικού ενεργητικού, τα οποία περιορίζουν την ικανότητα δανεισμού τους. Οι προοπτικές ανάπτυξης της χώρας θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα της Ελλάδας να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις, σημειώνει χαρακτηριστικά.
Τα νέα μέτρα της κυβέρνησης αναμένεται να δώσουν ώθηση στην οικονομία, όπως επισημαίνει στην «Κ» ο Τζέικομπ Σουβάλσκι, επικεφαλής αναλυτής του οίκου αξιολόγησης Scope Ratings. Αν και ο οίκος τοποθετεί την ανάπτυξη για τη διετία 2019-2020 γύρω στο 2,2%, επισημαίνει πως αυτές οι προβλέψεις δεν έχουν ενσωματώσει τις επιπτώσεις των προγραμματικών δηλώσεων. Εάν ο προϋπολογισμός για τις δημόσιες επενδύσεις εφαρμοστεί πλήρως, αυτό θα έχει θετικές επιπτώσεις και στις ιδιωτικές επενδύσεις. Πάντως, αν και τα ανακοινωθέντα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα θα δώσουν πρόσθετη ώθηση στην εγχώρια ζήτηση, η χρηματοδότηση επενδύσεων μέσω του τραπεζικού συστήματος μπορεί να αντιμετωπίσει προκλήσεις εφόσον το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμείνει υψηλό. Σύμφωνα πάντως με τον κ. Σουβάλσκι, ο στόχος του 4% φαίνεται αρκετά αισιόδοξος, δεδομένης και της επιβράδυνσης στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr